Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Chinese
Greek
Japanese
Russian
Terms
for subject
Transport
containing
Time to
|
all forms
|
exact matches only
|
in specified order only
English
Greek
actual
time to
leave the field and to come back
πραγματικός χρόνος προσέγγισης
authority to run ahead of scheduled timing
προδρομολογημένη κυκλοφορία
authority to run ahead of scheduled timing
κυκλοφορία πριν από την καθορισμένη δρομολόγηση
block to block time
διάρκεια πτήσης από τροχοεμποδιστήρες εκτός σε εντός
block to block time
χρόνος μπλοκ
block-to-block time
χρόνος "από εμποδιστήρα σε εμποδιστήρα"
chock to chock time
διάρκεια πτήσης από τροχοεμποδιστήρες εκτός σε εντός
chock to chock time
χρόνος μπλοκ
chock-to-chock time
χρόνος "από εμποδιστήρα σε εμποδιστήρα"
mean
time to
maintenance
μέσος χρόνος πτήσεων μεταξύ ανωμαλιών
mean
time to
repair
χρονική διάρκεια προεργασίας της επιδιόρθωσης
mean
time to
restore
μέση διάρκεια επιδιορθώσεως
time taken to build up air pressure
χρόνος ανάπτυξης της πίεσης αεροφυλακίου
time to
climb/descend
χρόνος για άνοδο/κάθοδο
time to
take-off
χρόνος απογείωσης
train not running to time
έκτακτη αμαξοστοιχία
train not running to time
αμαξοστοιχία που κυκλοφορεί έξω από την ώρα του δρομολογίου της
variation of speed in relation to time
μεταβολή της ταχύτητας ως συνάρτηση του χρόνου
Get short URL