DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Employment containing Time | all forms | exact matches only
EnglishGreek
core timeχρόνος υποχρεωτικής παρουσίας
first-time job-seekerόσοι εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας
flexible working timeελαστικό ωράριο
full-time educationσχολική φοίτηση πλήρους ωραρίου
full-time workπλήρης απασχόληση
full-time worker full-time workerεργαζόμενος με πλήρη απασχόληση
part-time pensionμερική σύνταξη
time off in lieuχρόνος ανάπαυσης ρεπό ως αντιστάθμιση