DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing Time | all forms | exact matches only
EnglishGreek
actual timeχρόνος πραγματικής παρουσίας
actual timeκαταμετρηθείς χρόνος
after the time limit for bringing proceedingsπάροδος της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής
allowed timeχρόνος αναφοράς
allowed timeπροκαθορισμένος εργασιακός χρόνος
arrangement with creditors for extension of time of paymentπρόταση για παράταση
attendance timeώρες παρουσίας
calculation of time periodυπολογισμός των προθεσμιών
clock timeκαταμετρηθείς χρόνος
clock timeχρόνος πραγματικής παρουσίας
computation of time limitsυπολογισμός των προθεσμιών
date,time and place of meetingημερομηνία,χρόνος και τόπος συνέλευσης
decision on extension of time limits on account of distanceαπόφαση περί παρεκτάσεως των προθεσμιών λόγω αποστάσεως
decrease in working timeμείωση του χρόνου εργασίας
decrease in working timeμείωση της διάρκειας εργασίας
dismantling timeχρόνος αποσυναρμολόγησης
driving timeχρονικό διάστημα οδήγησης
eventual framing of a common defence policy, which might in time lead to a common defenceδιαμόρφωση εν καιρώ μιας κοινής αμυντικής πολιτικής,η οποία μπορεί,σε δεδομένη στιγμή,να οδηγήσει σε κοινή άμυνα
expiry of the normal procedural time limitsεκπνοή των συνήθων προθεσμιών
extension of procedural time limits in order to take account of distanceπαρέκταση των δικονομικών προθεσμιών λόγω αποστάσεως
extension of time limit for lodging a responseπαράταση της προθεσμίας υποβολής υπομνήματος αντικρούσεως
extension of time limitsπαράταση των προθεσμιών
extinctive time limitαποσβεστική προθεσμία
failure to observe time-limits for paymentμη τήρηση των προθεσμιών καταβολής
framework agreement on part-time workσυμφωνία πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης
full-time articleυποχρέωση πίστης
full-time commitmentυποχρέωση πίστης
full-time employmentπλήρης απασχόληση
full-time postθέση εργασίας πλήρους απασχόλησης
to guarantee exclusive rights limited in timeεξασφαλίζω αποκλειστικότητα σε περιορισμένο χρόνο
hand timeχρόνος χειρωνακτικής εργασίας
to have been afforded, in good time, the opportunity of defending his rightsδιεκδικώ τα δικαιώματά μου σε εύθετο χρόνο
limitation of the effect in timeπεριορισμός του διαχρονικού αποτελέσματος
loss of rights for failing to observe a time-limitακυρότητα
loss of security for failure to observe a time limitκατάπτωση ασφάλειας λόγω μη τηρήσεως προθεσμίας
loss of timeαπώλεια χρόνου
loss of timeαπώλεια κέρδους
machine ancillary timeεπιπρόσθετος χρόνος λειτουργίας μίας μηχανής
machine timeχρόνος υπολογιστή
machine timeχρόνος αυτόνομης λειτουργίας μηχανής
manual timeχρόνος χειρωνακτικής εργασίας
meeting date,time and placeημερομηνία,χρόνος και τόπος συνέλευσης
minimal time for recovery of investmentsελάχιστη περίοδος απόσβεσης επένδυσης
motion and time study analystχρονομέτρης αναλυτής
new time limits for the further steps in the proceedingsνέες προθεσμίες για τη συνέχιση της δίκης
no right shall be prejudiced in consequence of the expiry of a time limitαπώλεια δικαιώματος λόγω παρόδου των προθεσμιών δεν δύναται να αντιταχθεί
normal timeπροκαθορισμένος εργασιακός χρόνος
normal timeχρόνος αναφοράς
to observe a time limit vis-à-vis the Officeτηρώ μια προθεσμία έναντι του Γραφείου
paid time offπερίοδος αμειβόμενης απόσπασης
part-time contractσύμβαση μερικής απασχόλησης
part-time employmentμερική απασχόληση
part time employmentμερική απασχόληση
part time employmentεργασία μερικής απασχόλησης
part-time jobμερική απασχόληση
part-time workεργασία μερικής απασχόλησης
peremptory time limitαποσβεστική προθεσμία
period of timeπροθεσμία
period of time for the taking of any procedural stepδικονομική προθεσμία
prescribe the extending of time limitsχορηγώ παράταση των προθεσμιών
procedural time limitδικονομική προθεσμία
real-time, fulltime monitoringπαρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο και καθ'όλο το εικοσιτετράωρο
reasonable timeλογική προθεσμία
reasonable timeεύλογος χρόνος
to reckon a time limitαποτελώ αφετηρία προθεσμιών
recorded timeκαταμετρηθείς χρόνος
recorded timeχρόνος πραγματικής παρουσίας
recourse to time-wasting duplicationπροσφυγή σε μέσα αναστολών
reduction in working timeμείωση της διάρκειας εργασίας
reduction in working timeμείωση του χρόνου εργασίας
reduction of working timeμείωση της διάρκειας εργασίας
regulation of part-time workρύθμιση της εργασίας μερικής απασχόλησης
right prejudiced by expiry of a time limitαπώλεια δικαιώματος λόγω παρόδου των προθεσμιών
selected timeαντιπροσωπευτικός χρόνος
short-time allowanceεπίδομα μερικής ανεργίας
short-time moneyεπίδομα μερικής ανεργίας
short-time workerεργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο
short-time workerημιάνεργος
standard timeπροκαθορισμένος εργασιακός χρόνος
standard timeχρόνος αναφοράς
strict time limitαποκλειστική προθεσμία
summer timeώρα θερινή
summer-time periodθερινή ώρα ; περίοδος της θερινής ώρας
the Commission shall be informed in sufficient time to enable it to submit its commentsη Eπιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της
the service of a judicial document causes time to begin to runμε την επίδοση δικαστικού εγγράφου αρχίζουν να τρέχουν οι προθεσμίες
the time limit for making the awardπροθεσμία που καθορίζεται για την έκδοση της αποφάσεως
the time within which an action must be brought shall run only from the date of this publicationοι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής τρέχουν από αυτό το χρονικό σημείο
theft of computer timeκλοπή χρόνου μηχανής
time allowed for filing notice of oppositionπροθεσμία ανακοπής
time and material contractσυμβόλαιο σε χρονική και υλική βάση
time-bar for proceedingsπαραγραφή της ποινικής δίωξης
time keeperχρονομετρητής
time limit and form of appealπροθεσμία και τύπος της προσφυγής
time limit for a reactionπροθεσμία απάντησης
time-limit for bringing proceedingsπροθεσμία ασκήσεως προσφυγής
time limit for storageπροθεσμία διατήρησης
time-limit for voluntary departureπροθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης
time-limit for voluntary departureχρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση
time-limits for bringing action under national lawπροθεσμία άσκησης προσφυγής εσωτερικού δικαίου
time lost through absenteeismαπουσία από την εργασία
time lost through absenteeismαπουσία
time of issueημερομηνία έκδοσης
time studiesχρονομέτρηση
time study analystχρονομέτρης αναλυτής
time study engineerχρονομέτρης αναλυτής
time-study sheetχρονομέτρηση
time takenκαταμετρηθείς χρόνος
time takenχρόνος πραγματικής παρουσίας
time taken to scrutinize the caseδιάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας των φακέλων
time to thinkπροθεσμία διάσκεψης
time usedκαταμετρηθείς χρόνος
time usedχρόνος πραγματικής παρουσίας
time when the proceedings are institutedστιγμή της έναρξης της διαδικασίας
training timeπερίοδος εκπαίδευσης
vacant at the same timeταυτόχρονη χηρεία θέσεων
voluntary part-time workεθελούσια μερική απασχόληση
work at time ratesεργασία που αμείβεται με βάση τη χρονική διάρκεια
work at time ratesεργασία αμειβόμενη με την ώρα