DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Statistics containing TOTAL | all forms | exact matches only
EnglishGreek
average total inspection ATIσυνολικός μέσος αριθμός ελεγχομένων μονάδων
coefficient of total determinationσυντελεστής ολικού προσδιορισμού
coefficient of total determinationσυντελεστής συνολικού προσδιορισμού
flat products-totalσύνολο επίπεδων προϊόντων
moving annual totalκινητό ετήσιο ολικό
moving annual totalκινούμενο ετήσιο σύνολο
moving totalκινητό ολικό
payroll totalσυνολικός μισθός
total after lifetimeσύνολο μετά το όριο ζωής
total aircraft movementsσύνολο μετακινήσεων αεροσκαφών
total birth rateσυνολικό ποσοτό γεννήσεων
total correlationολική συσχέτιση
total correlationσυνολική συσχέτιση
total entrantsσύνολο εισελθόντων
total enumerationπλήρης απαρίθμηση
total farm areaσυνολική επιφάνεια γεωργικής εκμετάλλευσης
total farm surfaceσυνολική επιφάνεια γεωργικής εκμετάλλευσης
total farmlandσυνολική επιφάνεια γεωργικής εκμετάλλευσης
total fertilityσυνολική γονιμότητα
total growthσυνολική αύξηση
total importsσυνολική εισαγωγή
total labor forceσύνολο εργατικού δυναμικού
total leaversσύνολο αποχωρησάντων
total lifetimeσυνολικός αριθμός ετών ζωής
total number of years livedσυνολικός αριθμός ετών ζωής
total of payrollσυνολικός μισθός
total populationολικός πληθυσμός
total regressionολική παλινδρόμηση
total time on test transformationμετασχηματισμός ολικού χρόνου δοκιμής
total time on test transformationσυνολικός χρόνος για την δοκιμή μετατροπής
total tradeσύνολο εμπορίου
total tradeολικό εμπόριο
total trafficδυναμικότητα συγκοινωνίας ορισμένης περιοχής
total traffic volumeσυνολική απόδοση συγκοινωνίας
total working hours lostσύνολο ωρών εργασίας που χάθηκαν
wage share in total incomeσυμμετοχή των μισθών στο συνολικό εισόδημα