Subject | English | Greek |
gen. | accident management support | υποστήριξη της διαχείρισης ατυχημάτων |
fin. | across-the-board support of the market | γενική στήριξη της αγοράς |
gen. | Action Plan for ESDP support to Peace and Security in Africa | Σχέδιο δράσης υποστήριξης ΕΠΑΑ για την ειρήνη και την ασφάλεια στην Αφρική |
gen. | addendum to the Community support framework | προσθήκη του κοινοτικού πλαισίου στήριξης |
mater.sc., mech.eng. | adjustable spout support | υποστήριξη καμπυλώματος αγωγού |
mater.sc., mech.eng. | adjustable spout support | ενίσχυση του αγωγού μορφής " λαιμού κύκνου" |
construct. | adjustable support | ρυθμιζόμενο εφέδρανο |
nat.sc., agric. | adjustable support holder | ρυθμιζόμενο υπόβαθρο |
nat.sc., agric. | adjustable support holder | προσαρμοζόμενο υπόβαθρο |
med. | Administration and support services | Διοίκηση και οργανωτική υποδομή |
gen. | administrative and legal support group | ομάδα για διοικητική και νομική υποστήριξη |
gen. | administrative support for the management board | διοικητική υποστήριξη του διοικητικού συμβουλίου |
gen. | advanced airborne fire support system | προωθημένο αερομεταφερόμενο σύστημα πυρών υποστήριξης |
ed., IT | advanced technique to support learning | προηγμένη επικουρική τεχνική της μάθησης |
gen. | African-led International Support Mission in Mali | Διεθνής αποστολής υποστήριξης του Μάλι υπό αφρικανική ηγεσία |
gen. | African-led International Support Mission in the Central African Republic | αποστολή υποστήριξης προς την Κεντρική Αφρική υπό αφρικανική ηγεσία |
commer. | aggregation of domestic support commitments | συνυπολογισμός των αναλήψεων υποχρεώσεων για τις εθνικές ενισχύσεις |
gen. | Agreement regarding Financial Support of the North Atlantic Ice Patrol | Συμφωνία "περί συμμετοχής εις τας δαπάνας συντηρήσεως και λειτουργίας της υπηρεσίας περιπολίας κατά των πάγων του βορείου Ατλαντικού |
industr. | aid scheme to support technology, industrial safety and quality activities | πρωτοβουλία για την υποστήριξη της τεχνολογίας, της ασφάλειας και της ποιότητας στον βιομηχανικό τομέα |
industr. | air-support process | Eπιφανειακή σκλήρυνσις διά στρώματος αέρος |
industr. | air-support tempering | Eπιφανειακή σκλήρυνσις διά στρώματος αέρος |
gen. | analytical support | αvαλυτική υπoστήριξη |
industr., construct. | ankle support | περισφύριο |
industr., construct. | ankle support | κν.γκέτα |
fin. | application for Community support | αίτηση κοινοτικής χρηματοδότησης |
industr., construct. | arch support | κν.καμάρα παπουτσιού |
industr., construct. | arch support | αψίδωμα υποδήματος |
ed., IT | audio-conferencing with graphics support | ακουστική τηλεσυνεδρίαση με δυνατότητα μεταβίβασης γραφημάτων |
med. | autoscope with chest support | άμεση λαρυγγοσκόπηση |
tech., met. | back slope of supports | κλίση εδράνων |
econ., fin. | balance of payments support | στήριξη του ισοζυγίου πληρωμών |
fin. | balance-of-payments support | στήριξη των ισοζυγίων πληρωμών |
fin. | balance-of-payments support mechanism | μηχανισμός στήριξης των ισοζυγίων πληρωμών |
fin. | bank support scheme | σχέδιο δημοσιονομικής στήριξης |
coal. | bar support | υποστήριξη με δοκούς |
med. | Bardenheuer pelvic support | πυελοϋποστήριξις του Bardenheuer |
med. | Becker intravaginal support | ενδοκολπικόν υποστήριγμα του BECKER |
med. | bed with hinged mattress-support | κρεββάτι με αρθρωτό σομιέ |
med. | Borchardt pelvic support | υποστήριγμα πυέλου BORCHARDT |
gen. | Border Support Team | Ομάδα στήριξης των συνόρων |
construct. | bridge support | υποστήριγμα γέφυρας |
med. | buccinator support | στήριξη βυκανήτη μύ |
econ. | budget support | δημοσιονομική στήριξη |
econ., health. | budget support in the health sector | βοήθεια του προϋπολογισμού στον τομέα της υγείας |
fin., econ. | budgetary support | δημοσιονομική στήριξη |
construct. | built-in support | πακτωμένο εφέδρανο |
fin. | business support | επιχειρηματική στήριξη |
econ. | business support services | υπηρεσίες υποστήριξης των επιχειρήσεων |
tax. | cash compensatory support | στήριξη με αντιστάθμιση τοις μετρητοίς |
chem. | catalyst support | φορέας καταλύτη |
construct. | central support | κεντρικό εφέδρανο |
earth.sc., construct. | centre of support | κέντρο εδράσεως |
fin. | claims and liabilities arising from the very short-term financing mechanism and the short-term monetary support mechanism | απαιτήσεις και οφειλές που προκύπτουν από τον πολύ βραχυπρόθεσμο χρηματοδοτικό μηχανισμό και το βραχυπρόθεσμο μηχανισμό νομισματικής στήριξης |
gen. | close air support | στενή αεροπορική υποστήριξη |
mater.sc., mech.eng. | coke deck cargo supports | υποστηρίγματα φορτίου οπτάνθρακα στο κατάστρωμα |
mater.sc., mech.eng. | coke deck cargo supports | υποστηρίγματα φορτίου κωκ στο κατάστρωμα |
commer., fin. | Committee for implementation of the decision establishing a general framework for financing Community actions in support of consumer policy for the years 2004 to 2007 | Επιτροπή για την εφαρμογή της απόφασης σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για τη χρηματοδότηση των κοινοτικών ενεργειών υπέρ της πολιτικής για τους καταναλωτές για τα έτη 2004-2007 |
environ., fish.farm. | Committee for the Adaptation to Scientific and Technical Progress of the Directives on Quality of Fresh Waters Suitable to Support Fish Life | Επιτροπή προσαρμογής των οδηγιών στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο - ποιότητα των γλυκών υδάτων για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων |
gen. | Committee on the adaptation to scientific and technical progress of the directive on the quality of fresh waters needing protection or improvement in order to support fish life | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας η βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων |
comp., MS | Common Language Runtime support | Υποστήριξη χρόνου εκτέλεσης κοινής γλώσσας (The engine at the core of managed code execution. The runtime supplies managed code with services such as cross-language integration, code access security, object lifetime management, and debugging and profiling support) |
econ., fin. | Community action to support enterprises | κοινοτική δράση στήριξης της επιχειρήσης |
energ.ind. | Community programme providing financial support for the promotion of European energy technology | Κοινοτικό πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης για την προώθηση των ευρωπαϊκών ενεργειακών τεχνολογιών |
econ. | Community support framework | κοινοτικό πλαίσιο στήριξης |
econ. | Community support framework for Community structural assistance in the five new Länder and Eastern Berlin in the Federal Republic of Germany | Κοινοτικό πλαίσιο στήριξης για την παροχή κοινοτικής διαρθρωτικής ενίσχυσης στα πέντε νέα κρατίδιαLänderκαι το Ανατολικό Βερολίνο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας |
gen. | Community support programme | κοινοτικό πρόγραμμα στήριξης |
mater.sc. | competitive support activity | ανταγωνιστική δραστηριότητα παροχής υποστήριξης |
nat.sc., energ.ind. | Consultative Committee for the Management of the Programme of Support for Technological Development in the Hydrocarbons Sector | συμβουλευτική επιτροπή διαχείρισης του προγράμματος ενίσχυσης της τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα των υδρογονανθράκων |
law | contact and support network | δίκτυο επαφών και υποστήριξης |
gen. | Contact and Support Network | δίκτυο επαφής και στήριξης |
fin. | contingent investment support facility | μηχανισμός δυνατότητας επένδυσης |
earth.sc. | continuous elastic support | ελαστικός φορέας |
law, proced.law. | Convention on the international recovery of child support and other forms of family maintenance | Σύμβαση για την είσπραξη, σε διεθνές επίπεδο, απαιτήσεων διατροφής παιδιών και άλλων μορφών οικογενειακής διατροφής |
gen. | core barrel emergency support pad for maximum credible accident | υποστήλωμα εκτάκτου ανάγκης στηρίξεως του χιτωνίου του πυρήνα αντιδραστήρα στην περίπτωση του μεγίστου πιστευτού ατυχήματος |
fin. | Cornelissen Project Support Organization | οργάνωση και πρόγραμμα υποστήριξης Cornelissen |
gen. | country support strategy | στρατηγική στήριξης ανά χώρα |
agric., polit. | coupled support | συνδεδεμένη στήριξη |
chem. | creasing support | πτυσσόμενο υποστήριγμα με γλίστρα |
law, crim.law., social.sc. | Crime Victim Compensation and Support Authority | Αρχή αποζημίωσης και συνδρομής των θυμάτων εγκλημάτων βίας από πρόθεση |
chem., el. | crown support | σταθερός εσωτερικός σκελετός |
chem. | crucible support plate | πλάκα-υπόβαθρο χωνευτήριου |
econ., market. | current total aggregate measurement of support | τρέχουσα συνολική ΑΜΕ |
comp., MS | customer support | υποστήριξη πελατών (A business department that deals with routine inquiries and complaints from customers) |
law, stat., sociol. | daily living support | βοήθεια στη καθημερινή ζωή |
environ. | decision making support | υποστήριξη για τη λήψη αποφάσεων |
comp., MS | decision support | υποστήριξη λήψης αποφάσεων (Systems designed to support the complex analytic analysis required to discover business trends) |
environ. | decision-support system A coordinated assemblage of people, devices or other resources that analyzes, typically, business data and presents it so that users can make business decisions more easily | σύστημα υποστήριξης αποφάσεων |
environ. | decision-support system | σύστημα υποστήριξης αποφάσεων |
econ., market. | de-coupled income support | ενίσχυση ανεξάρτητη του εισοδήματος |
agric., polit. | decoupled support | αποσυνδεδεμένη ενίσχυση |
econ. | defence and mutual support mechanism | μηχανισμός άμυνας και αμοιβαίας υποστήριξης |
econ. | defence and mutual support mechanisms | μηχανισμοί άμυνας και αμοιβαίας υποστήριξης |
fin. | Department "Planning and Operational Support" | Υπηρεσία "Προβλέψεις και επιχειρησιακή υποστήριξη" |
h.rghts.act. | Detainees' Parents Support Committee | Επιτροπή Υποστήριξης Γονέων Κρατουμένων |
gen. | Detection Investigation Support Team | Ομάδα στήριξης της ανίχνευσης και έρευνας |
econ. | direct budget support | δημοσιονομική στήριξη |
agric. | direct support | άμεση στήριξη |
gen. | Directorate B - Interparliamentary delegations and policy support | Διεύθυνση Β - Διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες και υποστήριξη πολιτικής |
obs., polit. | Directorate 2 - Enlargement, Security, Civil Protection, Foreign Affairs Council Support | Διεύθυνση 2 - Διεύρυνση, Ευρώπη εκτός ΕΕ, Υποστήριξη Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων |
gov. | directorate support assistant | βοηθός στήριξης διευθύνσεως |
obs., polit. | Directorate 1 - Trade, Development, Horizontal Issues, Foreign Affairs Council Support | Διεύθυνση 1 - ΠΟΕ, Εμπορικές σχέσεις, Ανάπτυξη, ΑΚΕ |
obs., polit. | Directorate 1 - Trade, Development, Horizontal Issues, Foreign Affairs Council Support | Διεύθυνση 1 - Εμπόριο, ανάπτυξη, σχέσεις ΕΕ-ΑΚΕ |
agric., mech.eng. | disc support | μεταλλικό πλαίσιο |
agric., mech.eng. | disc support | μεταλλικό στήριγμα |
agric., mech.eng. | disc support | μεταλλικό υποστήριγμα δίσκου |
econ., market. | domestic support commitment | υποχρέωση σχετική με τις εσωτερικές ενισχύσεις |
econ., market. | domestic support measure | μέτρο εσωτερικών ενισχύσεων |
construct. | downpipe on support | αγωγός καθόδου επί βάθρου (structure) |
environ. | economic support Any form of financial assistance or inducement for persons or institutions | οικονομική υποστήριξη |
environ. | economic support Any form of financial assistance or inducement for persons or institutions | οικονομική υποστήριξη |
environ. | economic support | οικονομική υποστήριξη |
econ. | economic support | οικονομική υποστήριξη |
construct. | elastic support | ελαστική έδραση |
h.rghts.act. | Election Observation and Democratic Support | παρατήρηση των εκλογών και στήριξη της δημοκρατίας |
h.rghts.act. | Election Observation and Democratic Support project | παρατήρηση των εκλογών και στήριξη της δημοκρατίας |
gen. | election support team | ομάδα υποστήριξης των εκλογών |
pharma., transp. | emergency life support | εξοπλισμός εντατικής θεραπείας |
pharma., transp. | emergency life support | αναζωογόνηση,ανάνηψη |
gen. | emergency support for maximum credible accident | υποστήριξη εκτάκτου ανάγκης στην περίπτωση του μεγίστου πιστευτού ατυχήματος |
gen. | emergency support for MCA | υποστήριξη εκτάκτου ανάγκης στην περίπτωση του μεγίστου πιστευτού ατυχήματος |
social.sc. | entitlement to income support | δικαίωμα εγγυημένου εισοδήματος |
med. | equipment for the support of body functions | μηχάνημα υποβοήθησης των φυσιολογικών λειτουργιών |
econ., market. | Equivalent Measurement of Support | μέτρηση ενισχύσεων ισοδυνάμου χαρακτήρα |
agric. | Equivalent Measurement of Support | μέτρηση ενισχύσεων ισοδύναμου χαρακτήρα |
immigr. | European Asylum Support Office | Ευρωπαϊκό Γραφείο Στήριξης για το Άσυλο |
econ. | European Asylum Support Office | Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο |
gen. | European Charter on development cooperation in support of Local Governance | ευρωπαϊκός χάρτης για την αναπτυξιακή συνεργασία υπέρ της τοπικής αυτοδιοίκησης |
environ., polit. | European Climate Support Network | Ευροπαϊκό δίκτυο στήριξης του κλίματος |
commer., commun. | European e-Business Support Network for SMEs | ευρωπαϊκό υποστηρικτικό δίκτυο ηλεκτρονικού εμπορίου για τις ΜΜΕ |
agric. | European support centre for activities for the rural economy | ευρωπαϊκό κέντρο στήριξης των αγροτικών οικονομικών δραστηριοτήτων |
relig., commun. | European Support Fund for the Coproduction and Distribution of Creative Cinematographic and Audiovisual Works | Ευρωπαϊκό Ταμείο Ενίσχυσης των Κινηματογραφικών και Οπτικοακουστικών Συμπαραγωγών |
gen. | European Third Party Logistic Support Platform | ευρωπαϊκή πλατφόρμα υλικοτεχνικής υποστήριξης από τρίτους |
gen. | European Union assistance programme to support the Palestinian Authority in its efforts to counter terrorist activities emanating from the territories under its control | πρόγραμμα βοηθείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη στήριξη της παλαιστινιακής αρχής στις προσπάθειές της να αντιμετωπίσει τις τρομοκρατικές ενέργειες στα εδάφη υπό τον έλεγχό της |
gen. | European Union Coordinating Office for Palestinian Police Support | Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Παλαιστινιακά Εδάφη |
gen. | European Union Coordinating Office for Palestinian Police Support | Γραφείο συντονισμού της ΕΕ για την υποστήριξη της παλαιστινιακής αστυνομίας |
gen. | European Union military coordination action in support of UN Security Council resolution 1816 | Δράση στρατιωτικού συντονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς στήριξη της απόφασης 1816 2008 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών |
gen. | European Union military operation in support of humanitarian assistance operations in response to the crisis situation in Libya | στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υποστήριξη επιχειρήσεων ανθρωπιστικής βοήθειας προς ανταπόκριση στην κατάσταση κρίσης που επικρατεί στη Λιβύη |
gen. | European Union mission in support of security sector reform in the Republic of Guinea-Bissau | Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την παροχή στήριξης όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του τομέα της ασφάλειας στη Δημοκρατίας της Γουινέας Μπισάου |
fin. | exceptional support measures | έκτακτο μέτρο στήριξης |
construct. | expansion support | κινητό εφέδρανο |
fin. | expenditure in support of Community operations | δαπάνες στήριξης και ενίσχυσης κοινοτικών ενεργειών |
econ., fin. | explicit State support | ρητή στήριξη του κράτους |
econ., market. | export credit guarantee with the support of the State | εγγυώμαι με την ενίσχυση του κράτους |
fin. | extraordinary public financial support | έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη |
social.sc. | family support service | οικογενειακή βοηθητική φροντίδα |
econ. | farm price support | στήριξη των γεωργικών τιμών |
law, commun. | Film Industry Support Act | νόμος για την ενίσχυση της κινηματογραφικής βιομηχανίας |
fin. | financial support | νομισματική στήριξη |
fin. | Financial Support Fund | Tαμείο Xρηματοπιστωτικής Στήριξης |
fin. | financial support scheme | σχέδιο δημοσιονομικής στήριξης |
gen. | fireproof support | πλέγμα αμιάντου |
gen. | fireproof support | άφλεκτο υποστήριγμα |
construct. | fixed support | πακτωμένο εφέδρανο |
coal. | floating production support | πλωτές μονάδες παραγωγής |
chem. | folding support | πτυσσόμενο υποστήριγμα με γλίστρα |
mater.sc. | forced-rotation roller support | ράβδος ρολού εξαναγκασμένης περιστροφής |
mater.sc. | forced-rotation roller support | υποστήριγμα ρολού εξαναγκασμένης περιστροφής |
agric. | forestry support | στήριξη στη δασοκομία |
arts. | Framework Programme in support of culture | πρόγραμμα πλαίσιο για τον πολιτισμό |
immigr. | Frontex Intelligence Support Officers | Αξιωματικοί Στήριξης Πληροφοριών Ασφαλείας του Frontex |
immigr. | Frontex Joint Support Team | κοινή ομάδα υποστήριξης του Frontex |
fin., agric. | Fund for the Stabilization and Support of the Prices of Agricultural Produce | Ταμείο σταθεροποίησης και υποστήριξης τιμών των γεωργικών παραγωγών |
econ., market. | government support programme | κρατικό πρόγραμμα στήριξης |
met. | grill work support | υποστήριγμα κοπής με σχάρα |
tech., industr., construct. | heald frame lateral support | πλευρική στήριξη τελάρου |
comp., MS | Help and Support Center | Κέντρο Βοήθειας και Υποστήριξης (A unified place where a user can access all Help and Support content and services from Microsoft, the OEM, and the corporation) |
comp., MS | Help and Support Center taxonomy | σύστημα ταξινόμησης του Κέντρου βοήθειας και υποστήριξης (In the Windows XP Help and Support Center, the classification system that organizes Help topics into specific categories) |
med. | hernia support | κηλεπίδεσμος |
med. | hernia-support carcinoma | καρκίνος απο κηλεπίδεσμο |
mater.sc. | horizontal support measure | οριζόντια πρωτοβουλία υποστήριξης |
med. | horn support | διάταξη για την ανάπτυξη των κεράτων |
mater.sc. | hose support | φορείο πυροσβεστικού αυλού |
mater.sc. | hose support | εφέδρανο αυλού |
energ.ind., industr. | hydraulic-powered roof support | υδραυλικό κινητό σύστημα αντιστήριξης |
tech., industr., construct. | immersion roller support of a ring doubling and twisting frame | στήριγμα κυλίνδρου εμβάπτισης αδελφωτικής και στριπτικής μηχανής με δακτυλίδι |
tech., met. | impact test on a notched test piece resting on two supports | αμφίπλευρα εδραζόμενο |
tech., met. | impact test on a notched test piece resting on two supports | δοκιμή κρούσης σε δοκίμιο με εγκοπή |
chem. | inactive porous support | αδρανής πορώδης βασική δομή |
fin., social.sc. | income support | συμπλήρωμα των μέσων διαβίωσης |
social.sc. | income support | επίδομα εισοδήματος |
social.sc. | income support | ενίσχυση του εισοδήματος |
fin., social.sc. | income support | εισοδηματική ενίσχυση |
agric. | income support | ενισχύσεις του εισοδήματος |
fin., agric. | income-support benefit for the farm sector | χορήγηση ενισχύσεων για τη στήριξη του εισοδήματος στο γεωργικό τομέα |
earth.sc., el. | indicator light support | υποδοχέας ενδεικτικής λυχνίας |
fin. | Industry, Regional and Trade Support Programme | πρόγραμμα στήριξης της βιομηχανίας, των περιφερειών και του εμπορίου |
busin. | Information and Communications Technologies Policy Support Programme | Υποστήριξη της πολιτικής για τις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών |
law, commer. | initial support contract | σύμβαση αρχικής υποστήριξης |
fin., nat.sc. | innovation support grant | ενίσχυση στήριξης καινοτομίας |
econ. | innovation support grant | επιχορήγηση για τη στήριξη καινοτομιών |
mater.sc. | innovation support service | υπηρεσία επιβοήθησης της καινοτομίας |
fin. | instrument for financial support for external borders and visa | μέσον για την οικονομική στήριξη της διαχείρισης των εξωτερικών συνόρων και των θεωρήσεων |
fin. | instrument for financial support for police cooperation, preventing and combating crime, and crisis management | μέσον για την οικονομική στήριξη για την αστυνομική συνεργασία, την πρόληψη και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και τη διαχείριση των κρίσεων |
construct. | intermediate support | ενδιάμεσο εφέδρανο |
gen. | International Civilian Support Mission in Haiti | Διεθνής πολιτική αποστολή υποστήριξης στην Αϊτή |
UN | International Commission for Support and Verification | Διεθνής Επιτροπή Στήριξης και Ελέγχου |
gen. | Interservice Quality Support Group | Διυπηρεσιακή ομάδα στήριξης της ποιότητας |
fin., agric. | intervention support system | σύστημα στήριξης της παρέμβασης |
gen. | JHA-RELEX Ad Hoc Support Group | Ομάδα JAI-RELEX |
econ., social.sc. | Joint European Support for Sustainable Investment in City Areas | Κοινή ευρωπαική υποστήριξη για βιώσιμες επενδύσεις σε αστικές περιοχές |
law, social.sc., lab.law. | Labour Market Support Act | νόμος περί του επιδόματος απασχόλησης |
ed., IT | learning support system | διδακτικό μέσο |
med. | leg-support | υποστήριγμα της περικνημίδος |
gen. | life support | υποστήριξη ζωτικών λειτουργιών |
environ. | life support system | σύστημα για την υποστήριξη της ζωής |
fin. | liquidity support in an ABS transaction | διευκόλυνση ρευστότητας στο πλαίσιο συναλλαγής σε τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση |
mater.sc. | live roller support | κινητή ράβδος ρολού |
mater.sc. | live roller support | κινητό υποστήριγμα ρολού |
tech. | load support | αναβατόριο |
gen. | Local Office Support | προσωπικό υποστήριξης του τοπικού γραφείου |
gen. | local support units | τοπικές μονάδες υποστήριξης |
social.sc. | logistic support | μηχανισμός υποστήριξης |
gen. | logistic support | υλικοτεχνική υποστήριξη |
health., coal., met. | logistic support systems | συστήματα λογιστικής υποστήριξης |
gen. | logistical support | υλικοτεχνική υποστήριξη |
social.sc. | logistical support | μηχανισμός υποστήριξης |
gen. | logistical support | λειτουργική υποστήριξη |
gen. | logistics support | υλικοτεχνική υποστήριξη |
environ. | long-lived catalyst support | υπόστρωμα καταλύτη με μεγάλη διάρκεια ζωής |
phys.sc., transp. | magnetic support | μαγνητική ανύψωση |
comp., MS | mainstream support | βασική υποστήριξη (Basic customer support for software, hardware, multimedia, and Business Solutions included in the Microsoft Support Lifecycle policy, such as no-charge incident support, paid incident support, support charged on an hourly basis, support for warranty claims, and hotfix support) |
gen. | Management Committee on support to bodies set up by the international community after conflicts either to take charge of the interim civilian administration of certain regions or to implement peace agreements | Επιτροπή διαχείρισης για την υποστήριξη ορισμένων οντοτήτων που συστάθηκαν από τη διεθνή κοινότητα μετά τις συγκρούσεις για την εξασφάλιση τόσο της προσωρινής πολιτικής διοίκησης ορισμένων περιοχών όσο και της εφαρμογής των ειρηνευτικών συμφωνιών |
gen. | manpower support | επιμελητεία καθημερινών αναγκών' καθημερινή επιμελητεία |
gen. | market price support | στήριξη των τιμών της αγοράς |
econ. | market support | στήριξη της αγοράς |
fin. | market support expenditure | δαπάνη στήριξης της αγοράς |
insur. | matching by other support | ευθυγράμμιση με διαφορετική υποστήριξη |
industr. | mattress support | σομιέ |
fin., social.sc. | means of support | μέσα συντήρησης |
fin., social.sc. | means of support | μέσα διαβίωσης |
immigr., social.sc. | means of support | μέσα διαβιώσεως |
fin. | measure of support | μέτρο στήριξης |
econ., agric. | measure to support self-sufficiency | ενέργεια στήριξης της αυτάρκειας |
econ., fin. | mechanism for short-term monetary support | σύστημα βραχυπρόθεσμης νομισματικής υποστήριξης |
crim.law. | medical and psychological support | ιατρική και ψυχολογική υποστήριξη |
gen. | medical support for deployed forces | υγειονομική περίθαλψη των στρατιωτικών |
econ., fin. | medium-term financial support facility | μηχανισμός μεσοπρόθεσμης χρηματοδοτικής συνδρομής |
hobby | message of support | μήνυμα συμπαράστασης |
construct. | metal sheetings with continuous support | μεταλλική θωράκιση με συνεχή στήριξη |
comp., MS | Microsoft Support Diagnostic Tool | Εργαλείο διαγνωστικών της υπηρεσίας υποστήριξης της Microsoft (A system used by PSS for gathering customer configuration information for diagnostics through an improved process and tool) |
econ., agric. | minimum support price | ελάχιστη τιμή στήριξης |
gen. | Minister for Families and Social Support | Υπουργός για την Οικογένεια και την Κοινωνική Αλληλεγγύη |
gen. | mission support | υποστήριξη αποστολής |
med. | mobility support device | μηχανισμός υποστήριξης της κινητικότητας |
industr. | modular support frame | αρθρωτό πλαίσιο στήριξης |
earth.sc. | moment at a support | ροπή σε εφέδρανο |
econ. | monetary support | νομισματική στήριξη |
econ. | monetary support operations in favour of third countries | πράξεις νομισματικής στήριξης προς όφελος τρίτων χωρών |
law, relig., IT | Multilateral Agreement on Support for Audiovisual Cooperation in Europe | Πoλυμερής Συμφωνία για την υποστήριξη της οπτικοακουστικής συμπαραγωγής στην Ευρώπη |
gen. | Multinational Peace Support Operations Training Center | Πολυεθνικό Κέντρο Εκπαιδεύσεως Επιχειρήσεων Υποστήριξης της Ειρήνης |
law, market. | mutual financial support within the group | αμοιβαία χρηματοοικονομική υποστήριξη εντός του ομίλου |
h.rghts.act., social.sc. | Mutual Support Group for the Reappearance of our Relatives Alive | Ομάδα Αμοιβαίας Στήριξης για την Επιστροφή Ζώντων των Εξαφανισθέντων Συγγενών |
law, immigr. | National Asylum Support Service | κέντρο υποδοχής και φιλοξενίας αιτούντων άσυλο |
law, immigr. | National Asylum Support Service | κέντρο φιλοξενίας αιτούντων άσυλο |
law, immigr. | National Asylum Support Service | κέντρο υποδοχής για τους αιτούντες άσυλο |
law, immigr. | National Asylum Support Service | κέντρο φιλοξενίας για τους αιτούντες άσυλο |
law, immigr. | National Asylum Support Service | κέντρο υποδοχής αιτούντων άσυλο |
h.rghts.act. | Network for Enhanced Electoral and Democratic Support | Δίκτυο Ευρωπαίων για τη Στήριξη των Εκλογών και της Δημοκρατίας |
h.rghts.act. | Network of Europeans for Electoral and Democracy Support | Δίκτυο Ευρωπαίων για τη Στήριξη των Εκλογών και της Δημοκρατίας |
law | obligation to support | υποχρέωση διατροφής |
insur. | official financing support | δημόσια στήριξη στη χρηματοδότηση |
econ., fin. | official financing support | δημόσια χρηματοδοτική στήριξη |
insur. | official support | δημόσια στήριξη |
stat., social.sc. | old age support ratio | ποσοστό ενεργού πληθυσμού ανά ηλικιωμένο |
law | operational actions of joint teams comprising representatives of Europol in a support capacity | επιχειρησιακές δράσεις κοινών ομάδων, οι οποίες περιλαμβάνουν εκπροσώπους της Ευρωπόλ, ως υποστήριξη |
gen. | operations support | υπoστήριξη τωv επι?ειρήσεωv |
med. | other support | διαφορετική στήριξη |
chem., el. | oven shelf support | πήχυς ώθησης |
law | overall publicity support | χρηματοδότηση της προώθησης του διακριτικού τίτλου |
law | overall publicity support | χρηματοδότηση της προώθησης της εμπορικής ταυτότητας |
chem. | packing support | στήριγμα γεμίσματος |
chem., el. | panrest support | υποστήριγμα σχάρας ψησίματος |
law | papers and documents in support | στοιχεία και έγγραφα προς υποστήριξη |
social.sc. | parenting support | υποστήριξη προς τους γονείς |
gen. | peace support operation | Επιχείρηση Υποστήριξης της Ειρήνης |
med. | pelvic support | πυελικό υποστήριγμα |
construct. | pendular support | εναέριο στήριγμα |
construct. | pendular support | αιωρούμενο στήριγμα |
earth.sc., mech.eng. | pendulum support | υποστήριγμα εκκρεμούς |
pharma. | personnel and support services | προσωπικό και υπηρεσίες υποστήριξης |
health. | pharmaceutical support | θεραπευτική υποστήριξη |
agric., mech.eng. | pipe support | υποστάτης γραμμής |
chem. | pipe support | κολιέ |
chem. | pipe support | δακτυλίδι στήριξης |
agric., mech.eng. | pipe support | στήριγμα σωλήνων |
gen. | Plan to support and facilitate access to large-scale scientific facilities of European interest | Κοινοτικό διερευνητικό πρόγραμμα με σκοπό την υποστήριξη των μεγάλων επιστημονικών εγκαταστάσεων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και τη διευκόλυνση της πρόσβασης σ'αυτές |
gen. | planning support | σχεδιαστική υποστήριξη |
industr. | point of support | σημείο στήριξης |
construct. | point support | σημειακό εφέδρανο |
gen. | Police Air Support Units Networking Centre Europe | δίκτυο PACE |
stat., social.sc. | potential support ratio | ποσοστό ενεργού πληθυσμού ανά ηλικιωμένο |
coal. | powered support | προχωρούσα υποστήριξη |
industr. | powered support | βαδίζουσα υδραυλική υποστήριξη |
immigr. | Presidency Support Group | Ομάδα υποστήριξης της Προεδρίας; Ομάδα υλικοτεχνικής υποστήριξης της Προεδρίας |
econ. | price support | στήριξη των τιμών |
agric. | price-support guarantee distillation supplementary to long-term storage contracts | εγγύηση αισίου πέρατος συμπληρωματική απόσταξη στις μακροπρόθεσμες συμβάσεις αποθεματοποίησης |
econ., market. | price support to producers | στήριξη τιμών υπέρ των παραγωγών |
tech., industr., construct. | primary support fabric | βάση |
tech., industr., construct. | primary support fabric | σκελετός |
tech., industr., construct. | printing equipment by transfer from an intermediary support | θερμοεκτύπωση |
tech., industr., construct. | printing equipment by transfer from an intermediary support | εξοπλισμός τυποβαφής με μεταφορά |
econ. | private sector support | στήριξη του ιδιωτικού τομέα |
econ., market. | product-specific domestic support | εσωτερική ενίσχυση κατά προïόν |
relig., commun. | programme in support of the audiovisual industry MEDIA Plus - 2001-2005 | πρόγραμμα υποστήριξης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας οπτικοακουστικών μέσων MEDIA Plus - 2001-2005 |
mater.sc., chem. | Programme of support for technological development in the hydrocarbons sector | Πρόγραμμα ενίσχυσης της τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα των υδρογονανθράκων |
energ.ind. | programme of support for technological development in the hydrocarbons sector | πρόγραμμα για την ενίσχυση της τεχνολογικής αναπτύξεως στον τομέα των υδρογονανθράκων |
gen. | programme support unit | ομάδα υποστήριξης του προγράμματος |
arts. | Programme to support artistic and cultural activities having a European dimension | πρόγραμμα στήριξης των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων με ευρωπαϊκή διάσταση |
arts. | Programme to support artistic and cultural activities having a European dimension | πρόγραμμα υποστήριξης των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων ευρωπαϊκής διάστασης |
relig. | Programme to support artistic and cultural activities having a European dimension Kaleidoscope | Πρόγραμμα στήριξης των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων με ευρωπαϊκή διάσταση Καλειδοσκόπιο |
gen. | Programme to support cooperation between local authorities in the Community and in Mediterranean non-member countries | Πρόγραμμα στήριξης της συνεργασίας μεταξύ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης της Ευρώπης και των ίδιων οργανισμών των Τρίτων Μεσογειακών Χωρών |
gen. | Programme to support cooperation between local authorities in the Community and those in Mediterranean non-member countries MNCs | Πρόγραμμα στήριξης της συνεργασίας μεταξύ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης της Ευρώπης και των ίδιων οργανισμών των Τρίτων Μεσογειακών Χωρών ΤΜΧ |
gen. | Programme to support cooperation between local authorities in the Community and those in Mediterranean non-member countries MNCs | Πρόγραμμα στήριξης της συνεργασίας μεταξύ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης της Ευρώπης και των ίδιων οργανισμών των Τρίτων Μεσογειακών ΧωρώνΤΜΧ |
econ. | Programme to support cooperation for the development of SMEs in Mediterranean non-member countries, in association with European SMEs and professional bodies | Πρόγραμμα στήριξης της συνεργασίας για την ανάπτυξη των ΜΜΕ των Τρίτων Μεσογειακών Χωρών σε συνεργασία με τις ΜΜΕ και τις επαγγελματικές οργανώσεις της Ευρώπης |
energ.ind. | Programme to support cooperation for the development of SMEs in Mediterranean non-member countries, in association with European SMEs and professional bodies | Πρόγραμμα στήριξης της συνεργασίας για την ανάπτυξη των ΜΜΕ των Τρίτων Μεσο- γειακών Χωρών σε συνεργασία με τις ΜΜΕ και τις επαγγελματικές οργανώσεις της Ευρώπης |
ed. | Programme to support development cooperation schemes between the universities and higher educational establishments of Europe and the Mediterranean non-member countries | Πρόγραμμα στήριξης των δράσεων συνεργασίας για την ανάπτυξη μεταξύ των πανεπιστημίων και των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης και αυτών των Τρίτων Μεσογειακών Χωρών |
ed. | Programme to support development cooperation schemes between the universities and higher educational establishments of Europe and the Mediterranean non-member countries MNCs | Πρόγραμμα στήριξης των δράσεων συνεργασίας για την ανάπτυξη μεταξύ των πανεπιστημίων και των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης και αυτών των Τρίτων Μεσογειακών Χωρών ΤΜΧ |
gen. | Programme to support development cooperation schemes between the universities and higher educational establishments of Europe and the Mediterranean non-member countries MNCs | Πρόγραμμα στήριξης των δράσεων συνεργασίας για την ανάπτυξη μεταξύ των πανεπιστημίων και των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης και αυτών των Τρίτων Μεσογειακών ΧωρώνΤΜΧ |
fin., econ., R&D. | promotion, accompanying and support activities | συνοδευτικές δράσεις προώθησης και στήριξης ; συνοδευτικές δράσεις προώθησης και ενίσχυσης ; προωθητικές, συνοδευτικές, ενισχυτικές δράσεις |
nat.sc. | promotion, support and monitoring activities | δραστηριότητες προώθησης, στήριξης και παρακολούθησης |
fin. | promotional support | διαφημιστική στήριξη |
chem., el. | rack support | πήχυς ώθησης |
fin. | radio broadcasting support fund | ταμείο στήριξης της ραδιοφωνίας |
tech., met. | radius of rounding of supports | ακτίνα καμπυλότητας εδράνου |
med. | radula support | οδοντοφόρο |
life.sc. | ranging pole support | τρίποδας ακοντίου |
gen. | Recovery management support | Διαχείριση υποστήριξης ανάκαμψης |
gen. | regional support strategy | στρατηγική περιφερειακής στήριξης |
law, agric. | Regulation of the European Parliament and of the Council establishing rules for direct payments to farmers under support schemes within the framework of the common agricultural policy | Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής |
gen. | rehabilitation support programme | ειδικό πρόγραμμα για τη στήριξη της αποκατάστασης |
gen. | rehabilitation support programme | ΠΣΑ |
tech., industr., construct. | retaining pin for support cover | πείρος συγκράτησης για τη στήριξη του καλύμματος |
gen. | reverse support | ανταποδοτική υποστήριξη |
earth.sc. | risk management support | σύστημα υποστήριξης της διαχείρισης κινδύνων |
life.sc. | rod support | βάση στήριξης σταδίας |
tech., mater.sc. | roller support | ράβδος ρολού |
tech., mater.sc. | roller support | υποστήριγμα ρολού |
coal. | roof support | υποστήριξη |
coal. | roof support | στήριξη |
gen. | roof support beam | φορέας μεταφοράς καλύμματος |
gen. | rotary wing support | υποστήριξη αεροσκαφών περιστρεφόμενων πτερύγων |
construct. | saddle support | σελλοειδής στήριξη |
gen. | safety system support features | διατάξεις υποστηρίξεως |
econ. | scientific and technical support of a competitive nature | επιστημονική και τεχνική υποστήριξη ανταγωνιστικής φύσης |
industr., construct., chem. | score-opening support | Συσκευή απόσπασης άκρων |
comp., MS | security support component | στοιχείο υποστήριξης ασφάλειας (A hardware-based security facility that implements cryptosystems, random number generation, and key storage) |
comp., MS | Security Support Provider Interface | διασύνδεση υπηρεσίας παροχής υποστήριξης ασφάλειας (A common interface between transport-level applications, such as Microsoft Remote Procedure Call (RPC), and security support providers (SSPs), such as Windows Distributed Security. SSPI allows a transport application to call one of the SSPs to obtain an authenticated connection. These calls do not require extensive knowledge of the security protocol's details) |
coal. | self-advancing support | προχωρούσα υποστήριξη |
earth.sc., construct. | settlement of supports | υποχώρηση εφεδράνων |
industr. | shield-type powered support | βαδίζουσα υδραυλική υποστήριξη με δύο αρθρωτούς βραχίονες |
law, fin. | short-term monetary support | βραχυπρόθεσμη νομισματική στήριξη |
fin., econ. | short-term monetary support | βραχυπρόθεσμη νομισματική υποστήριξη |
law | short-term monetary support | βραχυπρόθεσμος μηχανισμός νομισματικής στήριξης |
econ., fin. | short-term monetary support mechanism | σύστημα βραχυπρόθεσμης νομισματικής υποστήριξης |
construct. | simple support | απλό εφέδρανο |
social.sc., ed. | social and educational support | κοινωνικοεκπαιδευτική συνοδεία |
social.sc. | social support measure | κοινωνικό συνοδευτικό μέτρο |
social.sc. | social support network | δίκτυο κοινωνικής υποστήριξης |
h.rghts.act., social.sc. | Spanish Commission to Support Refugees | Ισπανική Επιτροπή για τους Πρόσφυγες |
econ. | Special programme in support of managers of small-and medium-sized enterprises and business creators in the five new German Bundesländer | Ειδικό πρόγραμμα για την υποστήριξη των στελεχών διαχείρισης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων καθώς και όσων επιθυμούν να ιδρύσουν επιχειρήσεις στα πέντε νέα γερμανικά ομοσπονδιακά κρατίδια |
gen. | Special rehabilitation support programme in developing countries | Ειδικό πρόγραμμα για τη στήριξη της αποκατάστασης στις αναπτυσσόμενες χώρες |
law, social.sc. | Special Support Act | νόμος περί ειδικού βοηθήματος σε ηλικιωμένους ανέργους |
law, social.sc. | Special Support Act | νόμος σχετικά με τις ειδικές παροχές για τα άνεργα ηλικιωμένα άτομα |
R&D. | specific programme for research and technological development, including demonstration, to be carried out for the European Community, on the one hand, by the JRC and, on the other, by means of activities within the framework of a competitive approach and intended for scientific and technical support to Community policies 1995 to 1998 | ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνλογικής ανάπτυξης, περιλαμβανομένης της επίδειξης, για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προς εκτέλεση, αφενός, από το ΚΚΕρ και, αφετέρου, μέσω δραστηριοτήτων στο πλαίσιο μιας ανταγωνιστικής προσέγγισης οι οποίες θα έχουν ως στόχο την επιστημονική και τεχνική υποστήριξη των κοινοτικών πολιτικών |
R&D. | specific support action | δράση ειδικής στήριξης |
mun.plan. | spring support | μεταλλικό σομιέ |
fin. | stability support | στήριξη σταθερότητας |
nat.sc., agric. | stake support | υποστήριξη με πασσάλους |
law, commer. | start-up support contract | σύμβαση αρχικής υποστήριξης |
law | start-up support services | αρχική υποστήριξη του δικαιοδόχου |
econ., fin. | State financial support | κρατική οικονομική ενίσχυση |
coal. | steel roadway support | μεταλλικά μέσα υποστήριξης στοών |
met. | strickle board support | βραχίονας επιφανειακής επεξεργασίας καλουπιού |
fin., agric. | structural adjustment support | στήριξη διαρθρωτικής πολιτικής |
fin., agric. | structural adjustment support | ενίσχυση διαρθρωτικών προσαρμογών |
econ., fin. | structural adjustment support | στήριξη της διαρθρωτικής προσαρμογής |
econ. | structural adjustment support programme | πρόγραμμα στήριξης της διαρθρωτικής προσαρμογής |
patents. | to submit in support of one's case facts, evidence and arguments | επικαλούμαι πραγματικά περιστατικά, προσκομίζω αποδείξεις και διατυπώνω παρατηρήσεις |
earth.sc. | to support a chain reaction | συντήρησις αλυσωτής αντιδράσεως |
comp., MS | support agent | συνεργάτης υποστήριξης (A user who works for a company that is a valid partner tenant who has been assigned either limited or full administration agent role) |
gen. | support and co-ordination of ongoing investigations | υπoστήριξη και συvτovισμός τωv τρε?oυσώv ερευvώv |
gen. | support and co-ordination of operations | υπoστήριξη και συvτovισμός τωv επι?ειρήσεωv |
mater.sc., mech.eng. | support arch | δακτύλιος ανάρτησης |
commer., polit., agric. | support at sub-national level | ενίσχυση σε επίπεδο κατώτερο του εθνικού |
fin., scient., el. | support bar | σημείο υποστήριξης |
gen. | support base on the surface | βάση υποστηρίξεως στην επιφάνεια |
med. | support cell | επικουρικό κύτταρο |
med. | support cell | βοηθητικό κύτταρο |
med. | support cells | υποστηρικτικά κύτταρα |
med. | support cells | τροφικά κύτταρα |
med. | support cells | τροφοκύτταρα |
med. | support cells | στηρικτικά κύτταρα |
med. | support cells | κύτταρα Sertoli |
earth.sc., construct. | support condition | συνθήκη εδράσεως |
gen. | support costs | έξοδα υποστήριξης |
agric. | support distillation | απόσταξη στήριξης |
gen. | support division Europol | τμήμα υποστήριξης' τμήμα υλικοτεχνικής υποστήριξης |
gen. | support environment | περιβάλλον υποστήριξης |
fin. | support facility for job-creating SME's | μηχανισμός υποστήριξης των ΜΜΕ που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης |
gen. | support features | υποβοηθητικές δυνατότητες |
gen. | support for firing post | υποστήριξη σταθμού πυρός |
met. | support for foundry moulding cores | υποστήριγμα πυρήνα χυτηρίου |
gen. | Support for Improvement in Governance and Management | στήριξη για τη βελτίωση της διακυβέρνησης και της διαχείρισης στις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης |
ed. | support for publications | ενίσχυση των δημοσιεύσεων |
gen. | support for researchers and training | υποστήριξη των ερευνητών και της κατάρτισής τους |
mater.sc. | Support for science parks | Πρωτοβουλίες υποστήριξης των επιστημονικών πάρκων |
econ. | support for structural adjustment | στήριξη της διαρθρωτικής προσαρμογής |
med. | support for the afflicted | συνοδεία ασθενών |
gen. | support for the democratic process | υποστήριξη στη διαδικασία εκδημοκρατισμού |
gen. | support for the democratic process | στήριξη της διαδικασίας εκδημοκρατισμού |
gen. | support for the independent media | στήριξη των ανεξάρτητων μέσων μαζικής ενημέρωσης |
gen. | support for the peace plan | υποστήριξη του σχεδίου ειρήνης |
agric. | support for trays | στηρίγματα συρταριών |
ed. | support for university associations | ενίσχυση των πανεπιστημιακών ενώσεων |
gen. | support for winding wire | υπόθεμα για την περιτύλιξη μεταλλικών νημάτων |
econ. | Support Framework Agreement | Συμφωνία-πλαίσιο υποστήριξης |
health. | support-furnishing safety belt | ζώνη ασφαλείας των υαλοκαθαριστών |
health. | support-furnishing safety belt | ζώνη ανάρτησης |
environ. | support ground laboratory | εργαστήριο υποστήριξης από το έδαφος |
gen. | support infrastructure | υποδομή υποστήριξης |
gen. | support infrastructure for economic activities | διαρθρώσεις στήριξης των οικονομικών δραστηριοτήτων |
gen. | support infrastructure for industrial activities | υποδομή για την υποδοχή βιομηχανικών δραστηριοτήτων |
fin., commun. | support instrument | μέσο υποστήριξης |
fin. | support intervention | επέμβαση για στήριξη |
fin., scient., el. | support level | σημείο υποστήριξης |
fin. | support measure | μέτρο υποστήριξης δεσμών |
gen. | support measure | συνοδευτικό μέτρο |
gen. | support measurement unit | μονάδα μέτρησης επιδότησης |
econ. | support mechanism | μηχανισμός στήριξης |
fin. | support mechanism for the creation of transnational joint ventures | μηχανισμός υποστήριξης της δημιουργίας διακρατικών κοινών επιχειρήσεων |
gen. | support network for innovation | δίκτυο υποστήριξης της καινοτομίας |
industr., construct. | support of textile fabric | υπόθεμα από υφαντικές ύλες |
econ. | support policy | πολιτική στήριξης |
econ. | support price | τιμή στήριξης |
comp., MS | support professional | επαγγελματίας υποστήριξης (An engineer who specializes in product support. Support professionals talk with customers, investigate their issues, and provide solutions) |
econ., social.sc., empl. | Support Programme for Employment Creation | Πρόγραμμα υποστήριξης πρωτοβουλιών για την απασχόληση |
fin., social.sc., lab.law. | Support Programme for Employment Creation | πρόγραμμα ενίσχυσης για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης |
law, lab.law. | Support programme for employment creation | Πρόγραμμα υποστήριξης πρωτοβουλιών για τήν απασχόληση |
gen. | Support Programme for the E valuation of Activities in the field of Research | Πρόγραμμα ενίσχυσης για την ευρωπαϊκή αξιολόγηση της έρευνας |
tech., R&D. | Support Programme for the Evaluation of Activities in the field of Research | Πρόγραμμα ενίσχυσης για την ευρωπαϊκή αξιολόγηση της έρευνας |
arts. | Support Programme in the field of books and reading | Πρόγραμμα Στήριξης στον Τομέα του Βιβλίου και της Ανάγνωσης |
arts. | Support Programme in the field of books and reading | πρόγραμμα δράσης σκοπός του οποίου είναι να προωθήσει τη γνώση και τη διάδοση της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής δημιουργίας,ιδίως μέσω της μετάφρασης |
tech., R&D. | Support Programme in the field of the European Community's Assessment of Research and Technological Development | Πρόγραμμα ενίσχυσης για την ευρωπαϊκή αξιολόγηση της έρευνας |
fin. | support purchase | αγορά στήριξης |
gen. | support ratio | αναλογία ενεργού προς μη ενεργό πληθυσμό |
earth.sc., construct. | support reaction | αντίδραση εδράσεως |
energ.ind. | support scheme | σύστημα στήριξης |
agric. | support services for agricultural holdings | υπηρεσία στήριξης που παρέχεται στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις |
comp., MS | support session | περίοδος υποστήριξης (An interactive session between a support professional and a customer) |
agric., mech.eng. | support-stand | υποστήλωμα |
agric., mech.eng. | support-stand | βοηθητικό στήριγμα |
agric. | support stay | έλασμα σύνδεσης |
agric. | support stay | έλασμα μηχανικής υποστήριξης |
agric. | support system for arable farmers | καθεστώς στήριξης στους παραγωγούς αροτραίων καλλιεργειών |
agric. | support system for producers of arable crops | καθεστώς χορήγησης ενισχύσεων στους παραγωγούς αροτραίων καλλιεργειών |
econ. | support tariff | τιμολόγιο στήριξης |
tax. | support tariff | κόμιστρα που συνεπάγονται υποστήριξη |
comp., MS | support team | ομάδα υποστήριξης (An organization or group that is responsible for providing technical support) |
health. | support therapy | παρεπίμπτουσα θεραπεία |
gen. | support tile | τούβλο επένδυσης δοκαριών |
gen. | support tile | οπτόπλινθος επένδυσης δοκαριών |
fin. | support tranche | τμήμα ενίσχυσης |
environ. | support wall | διάφραγμα αντιστήριξης |
forestr. | support wires | συρματόσχοινα στήριξης |
econ., fin. | system of short-term monetary support | σύστημα βραχυπρόθεσμης νομισματικής υποστήριξης |
gen. | tactical air support | τακτική αεροπορική υποστήριξη |
gen. | Tactical Air Support for Maritime Operations | Τακτική Αεροπορική Υποστήριξη για Ναυτικές Επιχειρήσεις |
gen. | tactical support aircraft | αεροσκάφος τακτικής υποστήριξης |
gen. | technical and tactical support | τε?vική και τακτική υπoστήριξη |
comp., MS | technical support | τεχνική υποστήριξη (An organization or group that is responsible for providing technical support) |
gen. | technical support branch | τμήμα τεχνικής υποστήριξης |
law | technical support contract | σύμβαση παροχής τεχνικής βοήθειας |
gen. | technical support measure | μέτρο τεχνικής στήριξης |
fin., econ. | Temporary Community framework for State aid measures to support access to finance in the current financial and economic crisis | Προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης |
econ. | the funds thus obtained shall be used to support undertakings | τα ποσά που συγκεντρώνονται κατ'αυτόν τον τρόπο διατίθενται για την υποστήριξη των επιχειρήσεων |
tech., industr., construct. | thickness of heald frame lateral support | πάχος πλευρικής στήριξη τελάρου |
gen. | third support programme for improvement in governance and management 1998-2000 | τρίτο πρόγραμμα στήριξης για τη βελτίωση της διακυβέρνησης και της διαχείρισης 1998-2000 |
gen. | Third Support programme for Improvement in Governance and MAnagement | Τρίτο πρόγραμμα στήριξης για τη βελτίωση της διακυβέρνησης και της διαχείρισης |
econ., market. | Total Aggregate Measurement of Support | συνολική αθροιστική μέτρηση ενισχύσεων |
econ., market. | Total Aggregate Measurement of Support | συνολική ΑΜΕ |
law | total brand promotional support | χρηματοδότηση της προώθησης της εμπορικής ταυτότητας |
law | total brand promotional support | χρηματοδότηση της προώθησης του διακριτικού τίτλου |
industr., construct., mech.eng. | triangular bar support | τριγωνικά στηρίγματα |
health. | tube support | βάση λυχνίας |
construct. | tubular triangular trusses laid on fixed supports | σωληνοειδή τριγωνικά ζευκτά τοποθετημένα επάνω σε σταθερά στηρίγματα |
ed., IT | tutoring support | μέσα στήριξης διδασκαλίας |
gen. | UNDP Trust Fund for Support to prevention and reduction of the Proliferation of small arms | Ταμείο του Προγράμματος ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών UNDP για την ενίσχυση της πρόληψης και μείωσης της διάδοσης φορητών όπλων |
gen. | Unit for Engineering and Project Support | Μονάδα τεχνικού σχεδιασμού και υποστήριξης έργων |
agric., polit. | unit support | ενιαία στήριξη |
agric., polit. | unitary support | ενιαία στήριξη |
UN | United Nations Peacebuilding Support Office in the Central African Republic | Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για την οικοδόμηση της ειρήνης στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία |
UN | United Nations Support Mission in Libya | αποστολή των Ηνωμένων Εθνών για την υποστήριξη της Λιβύης |
chem., el. | upper roller support | υποστήριγμα εμβόλου |
gen. | user support | υποστήριξη στους χρήστες |
earth.sc., construct. | vertical adjustment of supports | κατακόρυφη ρύθμιση εφεδράνων |
social.sc. | victim support group | οργάνωση υποστήριξης των θυμάτων |
agric., polit. | voluntary coupled support | προαιρετική συνδεδεμένη στήριξη |
life.sc., coal. | wall support | βάση ανάρτησης θεοδόλιχου από τις κατακόρυφες παρειές |
mun.plan. | wire support | μεταλλικό σομιέ |
med. | wire support | μετάλλινη ενίσχυσις |
industr., construct. | wooden support | ενίσχυση από ξύλο |