Subject | English | Greek |
tech., industr., construct. | accepted stock | αποδεκτό μέρος του πολτού |
fin., econ. | accumulated debt stocks | συσσωρευμένο χρέος |
fin., agric. | action to reduce stocks | μέτρα για τη ρευστοποίηση των αποθεμάτων |
fin., agric. | action to reduce stocks | μέτρα για τη μείωση των αποθεμάτων |
econ., mater.sc. | administration of stocks | διαχείριση των αποθεμάτων |
fin. | admission of securities to official stock exchange listing | εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο |
econ. | ageing capital stock | γήρανση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού |
fish.farm., UN | Agreement for the Implementation of the Provisions of the United Nations Convention on the Law of the Sea of 10 December 1082 relating to the Conservation and Management of Straddling Fish Socks and Highly Migratory Fish Stocks | συµφωνία για την εφαρµογή των διατάξεων της σύµβασης των Ηνωµένων Εθνών για το δίκαιο της θαλάσσης,της 10ης Δεκεµβρίου 1982, σχετικά µε τη διατήρηση και διαχείριση των αλληλοεπικαλυπτόµενων και των άκρως µεταναστευτικών αποθεµάτων ιχθύων |
fish.farm. | Agreement for the Implementation of the Provisions of the United Nations Convention on the Law of the Sea of 10 December 1982 relating to the Conservation and Management of Straddling Fish Stocks and Highly Migratory Fish Stocks | Συμφωνία των ΗΕ για τα ιχθυαποθέματα |
fish.farm. | Agreement for the Implementation of the Provisions of the United Nations Convention on the Law of the Sea of 10 December 1982 relating to the Conservation and Management of Straddling Fish Stocks and Highly Migratory Fish Stocks | Συμφωνία για την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το δίκαιο της θαλάσσης της 10ης Δεκεμβρίου 1982 όσον αφορά στη διατήρηση και στη διαχείριση των αλληλοεπικαλυπτόμενων αποθεμάτων και των άκρως μεταναστευτικών αποθεμάτων υδρόβιων ζώων' Συμφωνία της Ν. Υόρκης |
agric. | A.I.stock | επίβαστρο συλλογής σπέρματος |
econ. | analysis of change in stocks | ανάλυση της αυξομείωσης αποθεμάτων |
agric. | area intended for utilisation of parent vines for root-stock | αμπελουργική έκταση που χρησιμοποιείται ως μητρική φυτεία υποκειμένων αμπέλου |
fin. | Athens Stock Exchange | Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών |
tax., busin., labor.org. | authorised capital stock | εταιρικό κεφάλαιο |
fin., account. | authorized capital stock | εγκριθέν κεφάλαιο |
fin., account. | authorized capital stock | εγκεκριμένο κεφάλαιο |
fin., account. | authorized capital stock | δυνητικό κεφάλαιο |
law | authorized capital stock | εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο |
fin., account. | authorized stock | εγκεκριμένο κεφάλαιο |
fin., account. | authorized stock | δυνητικό κεφάλαιο |
fin., account. | authorized stock | εγκριθέν κεφάλαιο |
law | basic stock mixture | βασικό μίγμα προϊόντων προς διάθεση |
chem. | blending stock | προϊόντα για ανάμιξη |
fin. | blue chip stock | μετοχές υψηλής κεφαλαιοποίησης |
fin. | bonds denominated in Danish kroner and dealt in on the stock exchange in Denmark | ομολογίες εκφρασμένες σε δανικές κορώνες και διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο της Δανίας |
fin. | book value of stocks | λογιστική αξία των αποθεμάτων |
agric. | breeding stock | ζώα αναπαραγωγής |
anim.husb. | breeding stock | σμήνος αναπαραγωγής |
agric. | breeding stock | αριθμός ζώων σε αναπαραγωγική ηλικία |
med. | brood stock | απόθεμα αναπαραγωγής |
econ. | buffer stock | ρυθμιστικό απόθεμα |
agric., met. | bull pens and service crates or stocks in tubular steel construction | κλωβοί η διαμερίσματα ταύρων και φάτνες ζευγαρώματος σωληνοειδούς χαλύβδινης κατασκευής |
agric. | butter from intervention stocks | βούτυρο παρέμβασης |
agric. | butter from intervention stocks | βούτυρο από τα αποθέματα παρέμβασης |
agric. | by-catch of a critical stock | παρεμπίπτον αλίευμα υπό εξάντληση και υπεραλιευομένων αποθεμάτων |
econ. | calculation of the stock of fixed capital goods at constant prices | υπολογισμός των υφιστάμενων αγαθών πάγιου κεφαλαίου σε σταθερές τιμές |
gen. | capital stock | μετοχικό κεφάλαιο |
gen. | capital stock | χρηματιστηριακό κεφάλαιο |
law, fin. | capital stock | μετοχή |
econ. | capital stock | εθνικό κεφαλαιακό απόθεμα |
law, fin. | capital stock | μετοχή κεφαλαίου |
gen. | capital stock | ονομαστικό κεφάλαιο |
gen. | capital stock | εταιρικό κεφάλαιο |
agric. | cattle stock | πληθυσμός βοοειδών |
agric. | cattle stock | εγκατάσταση περίθαλψης ζώων |
agric. | cattle stock | αριθμός βοοειδών |
market. | change in stocks | αυξομείωση αποθεμάτων |
market. | change in stocks | μεταβολή αποθεμάτων |
market. | change in stocks | διακύμανση αποθεμάτων |
agric. | change in stocks | αυξομείωση αποθεμάτων; μεταβολή αποθεμάτων |
econ. | change in stocks at basic prices | αυξομείωση αποθεμάτων σε βασικές τιμές |
econ. | change in stocks at producers'prices excluding deductible VAT | αυξομείωση αποθεμάτων σε τιμές παραγωγού χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ |
econ. | change in stocks at purchasers'prices excluding deductible VAT | αυξομείωση αποθεμάτων σε τιμές αγοραστή χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ |
econ. | changes in stocks of goods held by their producers | αυξομείωση αποθεμάτων αγαθών που κατέχονται από τους παραγωγούς τους |
econ. | changes in the volume of stocks | μεταβολές του όγκου των αποθεμάτων |
hobby | Christmas stocking | τσόκαρο Χριστουγέννων |
med. | closed stock | περιορισμένος αρχικός αριθμός ζώων |
econ., commer., agric. | closing stock | τελικό απόθεμα |
social.sc., lab.law. | coal stock removal | μετατόπιση μπάζων |
mater.sc., chem. | coal stocks | απόθεμα από κάρβουνο |
nat.sc., agric. | commercial stock | αλιεύσιμο απόθεμα |
nat.sc., agric. | commercial stock | αλιευτικό απόθεμα εμπορικής σημασίας |
commer., oil | commercial stocks | εμπορικά αποθέματα |
fish.farm. | Commission for the Conservation and Management of Highly Migratory Fish Stocks in the Western and Central Pacific Ocean | Επιτροπή για τη Διατήρηση και Διαχείριση των Αποθεμάτων Άκρως Μεταναστευτικών Ιχθύων στο Δυτικό και Κεντρικό Ειρηνικό Ωκεανό |
fish.farm. | Commission for the Conservation and Management of Highly Migratory Fish Stocks in the Western and Central Pacific Ocean | Επιτροπή Αλιείας Δυτικού και Κεντρικού Ειρηνικού |
fin. | Committee of Stock Exchanges in the EEC | Επιτροπή των Χρηματιστηρίων Αξιών της Κοινότητας |
fin. | common capital stock | μετοχικό κεφάλαιο σε κοινές μετοχές |
fin. | common stock | κοινή μετοχή |
fin., busin., labor.org. | common stock | συνηθισμένη μετοχή |
fin. | common stock | τίτλοι μετοχικού κεφαλαίου |
fin. | common stock equivalent | ισοδύναμο κοινής μετοχής |
fin. | common stock market | χρηματιστηριακή αγορά κοινών μετοχών |
econ. | Community stock | κοινοτικά αποθέματα |
law, fin. | company listed on a stock exchange | εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο |
law, fin. | company whose shares are officially listed on stock exchanges | εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο |
med. | compression stocking | συμπιεστική περικνημίς |
econ. | conservation of fish stocks | διατήρηση των αλιευτικών πόρων |
agric. | conservative stocking | περιορισμένη βοσκοφόρτωσις |
law | control stock | δεσμεύουσα μειοψηφία |
law | control stock | ελέγχουσα μερίδα μετοχών |
gen. | Convention for the Establishment of a European Company for the Financing of Railway Rolling Stock EUROFIMA | Σύμβαση για τη σύσταση της EUROFIMA, Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη χρηματοδότηση σιδηροδρομικού υλικού |
fish.farm. | Convention on the Conservation and Management of Highly Migratory Fish Stocks in the Western and Central Pacific Ocean | Σύμβαση για τη διατήρηση και τη διαχείριση των άκρως μεταναστευτικών αποθεμάτων ιχθύων στον Δυτικό και Κεντρικό Ειρηνικό Ωκεανό |
fin. | convertible loan stock | μετατρέψιμη ομολογία |
fin. | convertible loan stock | ομολογία μετατρέψιμη σε μετοχές |
fin. | convertible preferred stock | μετατρέψιμη προνομιούχος μετοχή |
fin. | convertible stock | μετατρέψιμη μετοχή |
mater.sc., industr., construct. | corrugating stock | ακατέργαστο χαρτί για κυματοειδές χαρτόνι |
fin. | cyclical stock | κυκλική αξία |
fin. | cyclical stock | κυκλική μετοχή |
fin. | Cyprus Stock Exchange | Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου |
work.fl., IT | data stock | βάση δεδομένων |
work.fl., IT | data stock | απόθεμα δεδομένων |
agric. | date of entry into stock | ημερομηνία εισαγωγής στα αποθέματα |
fin. | debenture stock | προνομιούχες μετοχές |
fin. | deferred stock | μετοχή άνευ μερίσματος |
fin. | deferred stock | μετοχή με απόδοση υπό αίρεση |
fin. | deferred stock | προνομιούχος μετοχή με απόδοση υπό αίρεση |
agric. | density of stocking | πυκνότης κορμών δασοσυστάδος |
agric. | density of stocking | ξυλοβρίθεια δασοσυστάδος |
min.prod., fish.farm. | depletion of stocks | εξάντληση των αποθεμάτων |
agric., construct. | dimension stock | ξυλεία φυλλοβόλων σταθερών διαστάσεων |
agric., construct. | dimension stock | ξυλεία πρίσεως ειδικών διαστάσεων,ξεφαρδισμένη ξυλεία τριών διαστάσεων |
fin. | direct purchase stock | άμεσα αποκτώμενες μετοχές |
fin. | diversified common stock fund | αμοιβαίο μετοχικό κεφάλαιο |
fin. | diversified common stock fund | αμοιβαίο κεφάλαιο |
fin., polit., met. | drawing stock | χονδρόσυρμα |
chem., el. | drip stock | σωλήνας αποκένωσης |
chem. | drying stock | υλικό για ξήρανση |
econ. | economic contingency stock | συγκυριακό απόθεμα |
agric. | effective stocking | μελλοντικόν ξυλαπόθεμα |
fin., lab.law. | Employee Stock Ownership Plan | σύστημα ιδιοκτησίας τίτλων από τους εργαζομένους |
fin. | employee stock ownership plan | πρόγραμμα αγοράς μετοχών από εργαζομένους |
social.sc., busin., labor.org. | employee stock ownership plan | σχέδιο κυριότητας μετοχών από τους εργαζόμενους |
agric. | end-of-year stock | αποθέματα στο τέλος της περιόδου εμπορίας |
energ.ind. | energy analysis of building stock | ενεργειακή ανάλυση του κτιριακού δυναμικού |
agric. | enlargement of stock | αύξηση του ζωικού πληθυσμού |
agric. | enlargement of stock | αύξηση του αριθμού των ζώων |
fin., econ. | Eurosystem Strategic Stock | στρατηγικό απόθεμα του Ευρωσυστήματος |
fin., econ. | Eurosystem Strategic Stock | απόθεμα ΕSS |
agric. | extensive stock raising | εκτατική εκτροφή |
fin., polit. | Federation of European Stock Exchanges | Ένωση ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων |
min.prod., fish.farm. | fish stock | απόθεμα ιχθύων |
account. | fish stocks | αποθέματα αλιευμάτων |
account. | flows and stocks | ροές και αποθέματα |
fin. | foreign asset stock | περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται από ξένους επενδυτές |
anim.husb. | foundation stock | βασικά ζώα |
anim.husb. | foundation stock | βασικό κοπάδι |
agric. | foundation stock | αρχικό υλικό |
agric. | foundation stock | αρχικό γενετικό υλικό |
med. | free stock | πολτός χαμηλών βαθμών άλεσης |
fin. | French stock market watchdog | επιτροπή ελέγχου κεφαλαιαγοράς |
fin. | fully paid stock | καταβληθείσα μετοχή |
agric., industr., construct. | furniture stock | ξυλεία επιπλώσεως |
fin. | gilt-edged stock | ομολογία του δημοσίου |
fin. | glamour stock | μετοχές πρώτης τάξης |
econ. | goods put into stock by their producers | αγαθά που αποθεματοποιούνται από τους παραγωγούς τους |
agric. | grand parent stock chick | νεοσσός αναπαραγωγής |
fin. | green stock | "πράσινη"μετοχή |
econ., agric. | growing stock | αναπτυσσόμενοι κορμοί δένδρων |
agric. | growing-stock tree | δένδρον παρακράτημα υλοτομίας |
fin. | growth stock | μετοχές με προοπτική ανατίμησης λόγω κεφαλαιοποίησης κερδών |
fin. | growth stock | μετοχές σε επιχείρηση με προοπτικές ανάπτυξης |
fin. | guaranteed stock | εγγυημένη μετοχή |
agric. | head of stock | κεφαλή του κοπαδιού |
agric. | high-quality stock seed | επιλεγμένοι σπόροι προς σπορά |
gen. | housing stock | οικιστικό απόθεμα |
agric. | ideal stocking | κανονικό ξυλαπόθεμα |
agric. | increase of stock | αύξηση του ζωικού πληθυσμού |
agric. | increase of stock | αύξηση του αριθμού των ζώων |
agric., industr., construct. | industrial cut stock | πριστή ξυλεία βιομηχανικών διαστάσεων |
fin. | Institute of Stock Management | Ινστιτούτο Διαχείρισης Αποθεμάτων |
agric. | intensive stock raising | εντατική εκτροφή |
econ. | intervention stock | απόθεμα παρέμβασης |
agric. | intervention stock | απόθεμα της παρέμβασης |
agric. | intervention stock levels | επίπεδο αποθεμάτων στην παρέμβαση |
fin. | investment stock | επενδυτικός τίτλος |
account. | investments of subsidiary in capital stock of parent company | ατομικά μερίδια του κοντσέρν |
account. | investments of subsidiary in capital stock of parent company | ίδια μερίδια του ομίλου |
account. | investments of subsidiary in capital stock of parent company | ίδια μερίδια του κοντσέρν |
fin., invest. | inward FDI stock | εισερχόμενο απόθεμα |
fin., invest. | inward foreign direct investment stock | εισερχόμενο απόθεμα |
fin., invest. | inward stock | εισερχόμενο απόθεμα |
agric. | irregular stocking | σχετικά ακανόνιστον ξυλαπόθεμα |
min.prod., fish.farm. | joint fishing stock | κοινά αποθέματα |
min.prod., fish.farm. | joint stock | κοινά αποθέματα |
law, fin., busin. | joint stock capital | μετοχικό κεφάλαιο |
law, fin., busin. | joint stock capital | εταιρικό κεφάλαιο |
law, fin., busin. | joint stock capital | ονομαστικό κεφάλαιο |
gen. | joint stock capital | χρηματιστηριακό κεφάλαιο |
econ., fin., busin. | joint stock company | εταιρία κατά μερίδια |
gen. | joint stock company | εταιρία κατά μετοχές |
agric. | joint stock use | Μικτή χρήση |
agric., industr., construct. | lamination stock | ξύλα διά φυλλιδιωτά |
agric. | light stocking | ελαχίστη βοσκοφόρτωσις |
agric. | limit set for stocking density | περιορισμός της πυκνότητας του ζωικού κεφαλαίου |
fin. | listed stocks | εισηγμένες μετοχές |
fin. | loan stock | ομολογιακό δάνειο |
fin. | loan stock | τίτλος εκδόσεως δανείου |
fin. | loan stock debenture | ενυπόθηκες ομολογίες |
fin. | loan stock debenture | ομολογία |
fin. | loan stock debenture | ομόλογο |
fin. | loan stock debenture | δανειακός τίτλος ενυπόθηκος |
fin. | loan stock debenture | προνομιούχες μετοχές |
fin. | logistical stock | απόθεμα εφοδιασμού |
fin. | logistical stock | απόθεμα διοικητικής μέριμνας |
fin. | logistical stock | εφεδρικό απόθεμα |
fin., econ. | logistical stocks | αποθέματα εφοδιασμού |
agric. | marketing breeding stock | πώληση γεννητόρων |
gen. | master cell stock | κύριο απόθεμα κυττάρων |
fin. | medium-dated gilt-edged stock | μεσοπρόθεσμοι κρατικοί τίτλοι σταθερού επιτοκίου |
fin. | medium-dated gilt-edged stock | μέσο |
fish.farm. | migratory fish stocks | απόθεμα μεταναστευτικών ιχθύων |
fish.farm. | migratory pattern of fish stocks | μεταναστευτικό σύστημα των αποθεμάτων ιχθύων |
agric. | migratory pattern of fish stocks | μετανάστευση των αποθεμάτων ιχθύων |
tech., industr., construct. | milling stock | μηχανή πιληματοποίησης με κοπάνια-σφύρες |
econ. | minimum stock | ελάχιστο απόθεμα |
fin. | monetary gold stock | απόθεμα νομισματικού χρυσού |
econ., fin. | money stock | χρήμα σε κυκλοφορία |
econ. | money stock | προσφορά χρήματος |
econ., fin. | money stock | κυκλοφορούν χρήμα |
med. | Muller-5 stock | καλλιέργεια Muller-5 |
fin. | New York Stock Exchange | χρηματιστήριο αξιών Νέας Υόρκης |
fin. | New York Stock Exchange composite index | ενιαίος δείκτης τιμών NYSE |
fin. | New York Stock Exchange index | δείκτης τιμών Χρηματιστηρίου Νέας Υόρκης NYSE |
law | no-par stock | μερίδιο |
fin. | no-par stock | μετοχή χωρίς ονομαστική αξία |
law | no-par stock | μετοχικό κεφάλαιο |
gen. | normal carry-over stock | κανονικό απόθεμα μεταφοράς |
agric. | normal stocking | κανονικό ξυλαπόθεμα |
gen. | not fully paid stock | μερικώς εξοφλημένη μετοχή |
agric. | nursery stock | υλικόν αναπαραγωγής εις φυτώριον |
fin. | official stock exchange market | επίσημη χρηματιστηριακή αγορά |
busin., labor.org., account. | officially listed on an official stock exchange | εισηγμένος που έχει εισαχθεί σε χρηματιστήριο |
energ.ind., el. | oil stock | εφεδρικό απόθεμα πετρελαίου |
energ.ind., el. | oil stock | εφεδρεία αποθέματος πετρελαίου |
energ.ind. | operational stock | λειτουργικό απόθεμα |
agric. | optimum stocking | κανονικό ξυλαπόθεμα |
fin. | optional system of stock options | προαιρετικό σύστημα επιλογής μετοχών |
fin. | ordinary stock | κοινή μετοχή |
fin. | ordinary stock | τίτλοι μετοχικού κεφαλαίου |
fin. | organised stock market | οργανωμένη αγορά τίτλων |
fin. | original capital stock | αρχικό μετοχικό κεφάλαιο |
fin., invest. | outward FDI stock | εξερχόμενο απόθεμα |
fin., invest. | outward foreign direct investment stock | εξερχόμενο απόθεμα |
fin., invest. | outward stock | εξερχόμενο απόθεμα |
fin. | paid-up stock | καταβληθείσα μετοχή |
earth.sc., mech.eng. | paper stock pump | αντλία πυκνόρευστων υγρών |
agric., health., anim.husb. | parent stock chicks | νεοσσός πολλαπλασιασμού |
fin. | partly paid stock | μετοχή μερικώς εξωφλημένη |
fin. | partly paid stock | μετοχή που δεν είναι πλήρως εξοφλημένη |
fin. | partly paid stock | μερικώς εξοφλημένη μετοχή |
fin. | partly paid stock | μη αποπληρωμένη μετοχή |
agric., industr., construct. | pattern stock | ξύλα διά πρόπλασιν |
agric. | pig stock | αριθμός γουρουνιών |
agric. | pig stock | πληθυσμός χοίρων |
nat.sc., agric. | pith stock | εγκάρδιον |
agric. | planting-stock age | ηλικία σποροφύτων |
agric., mech.eng. | plow stock | συγκόλληση |
agric., mech.eng. | plow stock | σύνδεση αρότρου |
immigr. | population stock | πληθυσμιακό απόθεμα |
econ., fin. | preference share quoted on the stock exchange | πιστοποιητικό επένδυσης εισηγμένο στο χρηματιστήριο |
fin. | preference stock | προνομιούχος μετοχή |
fin. | preferred dividend stock | προνομιούχος μετοχή χωρίς δικαίωμα ψήφου |
fin. | preferred stock | προνομιούχος μετοχή |
law, fin. | preferred stocks | προνομιούχες μετοχές |
fin., account. | premium on capital stock | διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο |
fin., account. | premium on capital stock | διαφορά από έκδοση υπέρ το άρτιο |
fin., account. | premium on capital stock | πριμ έκδοσης |
fin., account. | premium on capital stock | συμμετοχική αμοιβή |
chem. | primary buffer stock solution | πρωτογενές ρυθμιστικό διάλυμα |
agric. | principle of the biological unity of stocks | αρχή της βιολογικής ενοποίησης των αποθεμάτων |
econ. | private stock | ιδιωτικό απόθεμα |
law, market. | profit relating to stock | κέρδος σχετικά με το απόθεμα |
agric. | programme for the disposal of stocks of vinous alcohol | πρόγραμμα διάθεσης των αποθεμάτων οινικής αλκοόλης |
agric. | proper stocking | κανονική βοσκοφόρτωσις |
fin. | protective stock | επενδυτικός τίτλος |
econ. | public stock | δημόσιο απόθεμα |
fin., agric. | public stock-holding | δημόσια αποθεματοποίηση |
fin., agric. | public stock-holding | δημόσια αποθέματα |
econ., market. | public stock-holding for food security purposes | δημόσια αποθέματα για λόγους επισιτιστικής ασφάλειας |
fin. | quotation on the Stock Exchange | καθορισμός τιμής |
econ., fin. | rebuilding of stocks | ανασύσταση αποθεμάτων |
fin. | recently constituted stock | νεοσύστατο απόθεμα |
econ., fin. | recovery of stocks | ανασύσταση αποθεμάτων |
fin. | redeemable stock | τίτλος που μπορεί να επιστραφεί |
econ., fin., agric. | reduction of stocks | απαξίωση αποθεμάτων |
fin. | regional stock exchange | περιφερειακό χρηματιστήριο αξιών |
fin. | registered stock | ονομαστική μετοχή |
econ., fin. | replacement of stocks | ανασύσταση αποθεμάτων |
agric. | replacement stock | ζώα αντικατάστασης |
agric. | replenishment of stocks | ανανέωση των αποθεμάτων |
mater.sc. | replenishment of stocks of materials | εφοδιασμός με διάφορα υλικά |
energ.ind., el. | reserve oil stock | εφεδρικό απόθεμα πετρελαίου |
energ.ind., el. | reserve oil stock | εφεδρεία αποθέματος πετρελαίου |
gen. | reserve stock | απόθεμα |
law, market. | review of capital stock | επανεξέταση του μετοχικού κεφαλαίου |
econ. | rolling stock | σιδηροδρομικό τροχαίο υλικό |
agric. | root-stock alive | ζωντανό υποκείμενο |
agric. | root-stock grown in nursery beds | φυτάριο μεγαλωμένο σε πρασιά φυτωρίου |
agric. | root-stock grown in nursery beds | δενδρύλλιο αυξημένο σε πρασιά φυτωρίου |
agric. | root stock grown in plastic bags | φυτάριο μεγαλωμένο σε πλαστικό σάκκο |
agric. | root stock grown in plastic bags | δενδρύλλιο αυξημένο σε νάυλον σακκούλα |
agric. | root stock variety | ποικιλία υποκειμένων αμπέλου |
min.prod., fish.farm., tech. | rudder stock | άξονας του πηδαλίου; κορμός του πηδαλίου |
econ., fin., agric. | running-down of stocks | μείωση των αποθεμάτων |
econ., fin., agric. | running-down of stocks | απαξίωση αποθεμάτων |
fin. | secondary stock | μετοχή εταιρίας της παράλληλης αγοράς |
fin. | second-tier stock | μετοχή εταιρίας της παράλληλης αγοράς |
fin., econ. | securities dealt in on a stock exchange | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο |
fin. | securities dealt with on a stock exchange | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο |
fin. | security not dealt in on the stock exchange | τίτλος μη διαπραγματεύσιμος σε χρηματιστήριο |
agric. | seed stock | φυτάριο |
nat.sc., agric. | seed-grown root stock | υποκείμενο σπορόφυτο |
agric. | service stocks | επίβαστρο |
agric. | sheep stock | πληθυσμός προβάτων |
agric. | sheep stock | αριθμός προβάτων |
tech., industr., construct. | slow stock | πολτός υψηλού βαθμού άλεσης |
fin. | small cap stock | μετοχή εταιρείας μικρής κεφαλαιοποίησης |
fin. | small cap stock | μετοχή εταιρείας χαμηλής κεφαλαιοποίησης |
nat.res., health., anim.husb. | small stock plague | πανώλη των μικρών μηρυκαστικών |
fin. | small-capitalisation stock | μετοχή εταιρείας μικρής κεφαλαιοποίησης |
fin. | small-capitalisation stock | μετοχή εταιρείας χαμηλής κεφαλαιοποίησης |
chem. | soap-stock | πολτός εξουδετέρωσης |
agric. | soap stock | πολτός εξουδετέρωσης |
med. | spawning stock | απόθεμα αναπαραγωγής |
med. | Spielmeyer-Stock disease | σύνδρομο των Batten-Mayou |
law | start-up stock purchase | προμήθεια αρχικών αποθεμάτων |
agric. | state of stocks fish | κατάσταση των αποθεμάτωνιχθύες |
econ., cust., account. | stock accounting | λογιστική υλικού |
econ., cust., account. | stock accounts | λογιστική υλικού |
tech. | stock allowance | περιθώριο κατεργασίας |
gen. | stock at the mine | απόθεμα που υπάρχει στο ορυχείο |
nat.sc., agric. | stock boar | αναπαραγωγικός αρσενικός χοίρος |
econ., market. | stock book | βιβλίο καταστήματος |
econ., market. | stock book | βιβλίο αποθήκης |
agric. | stock breeder | κτηνοτρόφος |
fin. | stock broker | χρηματιστηριακό γραφείο |
fin. | stock broker | χρηματιστηριακή εταιρία |
fin. | stock broker | χρηματιστής |
fin. | stock broker | εμπορομεσίτης |
fin. | stock broker | μεσίτης |
fin. | stock broker | χρηματιστηριακός πράκτορας |
fin. | stock brokering company | χρηματιστηριακή εταιρία |
econ., commer. | stock-building | σχηματισμός αποθεμάτων |
econ., fin. | stock building | δημιουργία αποθεμάτων |
econ., fin. | stock building | αποθεματοποίηση |
law | stock build-up | δημιουργία αποθεμάτων |
agric. | stock bull | αναπαραγωγικός ταύρος |
nat.sc., agric. | stock camp | Στάνη γρέκι |
busin., labor.org. | stock capital | μετοχικό κεφάλαιο |
agric. | stock carried forward | απόθεμα μεταφοράς |
agric. | stock cattle | ζώα προς σφαγή |
agric. | stock cellar | κελάρι αποθήκευσης |
law, fin. | stock certificate | αποδεικτικό κυριότητας μετοχής |
fin. | stock certificate with limitations on right to transfer | μετοχή μεταβιβάσιμη υπό όρους |
fin. | stock certificate with limitations on right to transfer | δεσμευμένη μετοχή |
tech., industr., construct. | stock cleaning | καθαρισμός του πολτού |
tech., industr., construct. | stock cleaning | καθαρισμός του πολτοαιωρήματος |
agric. | stock control | έλεγχος παραγωγής |
law, econ., market. | stock corporation | ανώνυμη εταιρεία |
law | stock creation | δημιουργία αποθεμάτων |
med. | stock culture | μητρική καλλιέργεια |
nat.res. | stock dove | φασσοπερίστερο (Columba oenas) |
fin. | stock exchange | χρηματιστήριο |
econ. | stock exchange | χρηματιστήριο αξιών |
fin. | stock exchange authorities | χρηματιστηριακές αρχές |
fin. | stock exchange calendar | ημερολόγιο Xρηματιστηρίου |
fin. | Stock exchange committee | επιτροπή του χρηματιστηρίου |
fin. | stock exchange committee | επιτροπή χρηματιστηρίου |
fin. | stock exchange customs | χρηματιστηριακές συνήθειες |
fin. | stock exchange dealings | χρηματιστηριακές συναλλαγές |
fin. | stock exchange index linked bond | δάνειο συναρτημένο προς χρηματιστηριακό δείκτη |
fin. | stock exchange index linked bond | έκδοση συναρτημένη προς χρηματιστηριακό δείκτη |
law | stock exchange law | χρηματιστηριακό δίκαιο |
fin. | stock exchange liquidity | ρευστότητα χρηματιστηρίου |
fin. | stock exchange list | επίσημος κατάλογος με τις τρέχουσες τιμές των τίτλων |
fin. | stock exchange list | πίνακας τιμών χρηματιστηρίου |
econ. | stock-exchange listing | διαμόρφωση τιμών χρηματιστηριακών τίτλων |
fin. | stock-exchange listing particulars | δελτίο που επιτρέπει την επίσημη εισαγωγή στο χρηματιστήριο αξιών |
fin. | stock exchange listing particulars | ενημερωτικό δελτίο εισαγωγής σε χρηματιστήριο |
fin. | stock exchange official list | δελτίο τιμών χρηματιστηρίου |
fin. | Stock Exchange quotation | καθορισμός τιμής |
fin. | stock exchange rules and regulations | κανονισμός του χρηματιστηρίου |
fin., account. | stock exchange securities | χρεόγραφα |
fin. | stock exchange security | χρηματιστηριακή αξία χρηματιστηριακός τίτλος |
fin. | stock exchange tax | χρηματιστηριακός φόρος |
econ. | stock-exchange transaction | χρηματιστηριακές εργασίες |
fin. | stock exchange transactions | χρηματιστηριακές συναλλαγές |
agric. | stock farmer-cereal grower | εκτροφέας-παραγωγός δημητριακών |
agric. | stock farming | εκτροφή |
nat.sc., agric. | stock feed potato | χορτοδοτική πατάτα |
agric. | stock for grafting | φυτό που προορίζεται να μπολιαστεί |
econ., fin. | stock formation | δημιουργία αποθεμάτων; αποθεματοποίηση |
econ., fin. | stock forming | δημιουργία αποθεμάτων |
econ., fin. | stock forming | αποθεματοποίηση |
agric. | stock fount | ποτίστρα με πίεση |
agric., construct. | stock guard | φράκτης προστασίας διώρυγος |
fin. | stock index | χρηματιστηριακός δείκτης |
fin. | stock index fund | χρηματοπιστωτικά κεφάλαια βασίζόμενα σε δείκτη |
fin. | stock-index future | προθεσμιακή σύμβαση με βάση δείκτη μετοχών |
fin. | stock-index future contract | προθεσμιακή σύμβαση επί δεικτών μετοχών |
fin. | stock index futures | προθεσμιακή σύμβαση επί δεικτών μετοχών |
fin. | stock lending | δανειοδοσία τίτλων |
fin. | stock lending | δανεισμός χρεογράφων |
agric. | stock management | διαχείριση των αποθεμάτων |
life.sc., agric. | stock map | τυπολογικός χάρτης |
fin. | stock market | χρηματιστήριο |
fin. | stock market | αγορά μετοχών |
fin. | stock market crash | κατάρρευση αγοράς |
fin. | stock market crash | χρηματιστηριακό "κράχ" |
fin. | stock market index | χρηματιστηριακός δείκτης |
fin. | stock market index | δείκτης χρηματιστηριακής αγοράς |
fin. | stock market index future | προθεσμιακή σύμβαση επί δεικτών μετοχών |
fin. | stock market manipulator | ειδικός διαπραγματευτής τιμών |
fin. | stock market order | εντολή για αγοραπωλησία μετοχικών τίτλων |
fin. | stock market price | χρηματιστηριακές τιμές |
fin., account. | stock market securities | κινητές αξίες |
fin., account. | stock market securities | τίτλος αξιών |
fin., account. | stock market securities | χρεόγραφα |
fin., account. | stock market securities | κινητή αξία |
fin., account. | stock market securities | αξιόγραφα |
fin. | stock market transactions | χρηματιστηριακές συναλλαγές |
fin. | stock market watchdog | επιτροπή ελέγχου κεφαλαιαγοράς |
fin. | stock market yield | χρηματιστηριακή απόδοση |
fin. | stock master | αυτόματο μηχάνημα παροχής χρηματιστηριακών πληροφοριών |
agric. | stock nursery | μητρική φυτεία |
nat.sc., agric. | stock of banana tree | απόθεμα μπανανοδένδρων |
econ. | stock of fixed capital goods | υφιστάμενα αγαθά πάγιου κεφαλαίου |
econ., fin. | stock of gold | διαθέσιμα σε χρυσό |
mater.sc. | stock of materials | απόθεμα σε διάφορα υλικά |
gen. | stock of monetary gaps | συσσωρευμένες νομισματικές αποκλίσεις |
agric., construct. | stock of water | απόθεμα ύδατος |
gen. | stock option | δικαίωμα προαίρεσης μετοχών |
gen. | stock or security brokers | χρηματιστές και χρηματομεσίτες |
fin. | stock picking | επιλογή μετοχών |
construct. | stock pile | κατάθεσις υλικών 2.αποτεθειμένα υλικά κατασκευών |
econ., commer. | stock-piling | σχηματισμός αποθεμάτων |
med. | stock plant | μητρικό φυτό |
agric. | stock pond | ενυδρείο |
agric. | stock pond | ιχθυοτροφείο |
tech., industr., construct. | stock preparation | προετοιμασία του πολτοαιωρήματος |
nat.sc., agric. | stock production | παραγωγή εμβολίων |
earth.sc., mech.eng. | stock pump | αντλία κυτταρίνης |
agric. | stock-rearing | εκτροφή |
econ., cust., account. | stock records | λογιστική υλικού |
tech., industr., construct. | stock sizing | κολλάρισμα του πολτού |
tech., industr., construct. | stock sizing | προσθήκη υλικών στον πολτό |
chem. | stock solution | διάλυμα παρακαταθήκης |
med. | stock solution | μητρικό διάλυμα |
med. | stock solution prepared by mechanical dispersion | μητρικό διάλυμα που παρασκευάζεται με μηχανική διασπορά |
chem. | stock standard solution | πρότυπο διάλυμα παρακαταθήκης |
agric. | stock-suckers | βλαστοί προερχόμενοι από το υποκείμενο του εμβολιασμού |
agric. | stock-suckers | άγριοι βλαστοί |
chem. | stock temperature | θερμοκρασία μάζας υλικού |
fin. | stock ticker | σύμβολο χαρακτηρισμού μετοχών |
fin. | stock transfer tax | φόρος μεταβίβασης μετοχών |
agric. | stock variation | αυξομείωση αποθεμάτων; μεταβολή αποθεμάτων |
fin. | stock warrant | πιστοποιητικό δικαιώματος αγοράς χρεογράφων με ευνοϊκούς όρους |
fin. | stock warrants | δελτία αποθεμάτων |
earth.sc., mech.eng. | stock water pump | αντλία λευκού νερού |
agric. | stocking crop density | πυκνότης κορμών δασοσυστάδος |
agric. | stocking density | επίπεδο πυκνότητας |
anim.husb. | stocking density | πυκνότης βοσκήσεως |
agric. | stocking density | πυκνότητα των ζώων |
agric. | stocking density | βοσκοφόρτωση |
fin. | stocks actively dealt in shares | χρεόγραφα με ενεργό ζήτηση |
market. | stocks and work in progress | αποθέματα και τρέχοντα |
market. | stocks and work in progress | αποθέματα και κυκλοφορούντα |
market. | stocks and work in progress | αξίες προς εκμετάλλευση |
market. | stocks and work-in-progress | αποθέματα |
fish.farm. | stocks available to the Community | κοινοτική ποσόστωση |
market., fin. | stocks held | αποθέματα |
econ. | stocks held by certain market regulatory organisations | αποθέματα που κρατούνται από οργανισμούς για τη ρύθμιση της αγοράς |
econ. | stocks held by certain market regulatory organisations | αποθέματα που κατέχει το δημόσιο |
econ. | stocks held by their producers | αποθέματα που κρατούνται από τους παραγωγούς |
econ. | stocks held by users or by wholesalers or retailers | αποθέματα που κρατούνται από τους χρήστες,τους χονδρέμπορους ή τους λιανοπωλητές |
account. | stocks of fixed assets | αποθέματα παγίων περιουσιακών στοιχείων |
med. | stocks of products | αποθέματα προϊόντων |
med. | store stock | νεαρό βοοειδές πολύ αδύνατο για πάχυνση |
agric. | stud stock | αριθμός ζώων σε αναπαραγωγική ηλικία |
econ. | surplus stock | πλεονασματικό απόθεμα |
fin. | synthetic stock | συνθετικός τίτλος |
fin. | target stock | τίτλος ταχείας διασποράς |
fin. | Tokyo stock price index | δείκτης Topix |
fin. | trader who does not hold stocks | εμπορευόμενος χωρίς κατάστημα |
commer., agric. | trader who does not hold stocks | έμπορος χωρίς αποθήκη |
gen. | transferable stock | κυκλοφορούσα μετοχή |
fin. | Treasury stock | κρατικός δανεισμός |
fin. | Treasury stock | δημόσιο δάνειο |
fin. | Treasury stock | κρατικό δάνειο |
fin. | Treasury stock | τίτλος Δημοσίου Tαμείου |
fin. | Treasury stocks | ίδιες μετοχές |
fin. | turnover tax on stock exchange dealings | φόρος επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών |
fish.farm. | UN Fish Stocks Agreement | Συμφωνία των ΗΕ για τα ιχθυαποθέματα |
fish.farm. | UN Fish Stocks Agreement | Συμφωνία για την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το δίκαιο της θαλάσσης της 10ης Δεκεμβρίου 1982 όσον αφορά στη διατήρηση και στη διαχείριση των αλληλοεπικαλυπτόμενων αποθεμάτων και των άκρως μεταναστευτικών αποθεμάτων υδρόβιων ζώων' Συμφωνία της Ν. Υόρκης |
fish.farm., UN | United Nations Conference on Straddling Fish Stocks and Highly Migratory Fish Stocks | Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τα πολυζωνικά και τα άκρως μεταναστευτικά ιχθυαποθέματα |
fin. | unsecured loan stock | ακάλυπτο χρεόγραφο |
gen. | Untrimmed stock | Αξάκριστα αποθέματα |
agric. | upper stock | κεφάλι του πηδαλίουκν. |
agric. | upper stock | πηδόκρανο |
market. | valuation of change in stocks | αποτίμηση των αυξομειώσεων αποθεμάτων |
econ. | value at purchasers'prices of goods put into stock by users | αξία σε τιμές αγοραστή των αγαθών που αποθεματοποιούνται από τους χρήστες |
market. | variation in stocks | διακύμανση αποθεμάτων |
market. | variation in stocks | αυξομείωση αποθεμάτων |
tax. | VAT invoiced to the producer on purchases of fixed capital goods and of goods put into stock | ΦΠA που τιμολογείται στον παραγωγό για τις αγορές αγαθών πάγιου κεφαλαίου και αγαθών που αποθεματοποιούνται |
tax. | VAT invoiced to the producer on purchases of fixed capital goods and of goods put into stock | ΦΠA επί των αγορών κεφαλαιουχικών αγαθών |
agric. | vine-stock | κλήμα αμπέλου; πρέμνο |
agric. | vine-stock | πρέμνο |
nat.res. | Virginian stock | μαλκόλμια η θαλασσία (Malcolmia maritima) |
fin. | watered stock | υπερτιμημένοι μετοχικοί τίτλοι |
chem. | wet stock | υγρό υλικό |
tech., industr., construct. | wet stock | πολτός υψηλού βαθμού άλεσης |
agric. | wine stocks in bottles or casks | απόθεμα εμφιαλωμένου οίνου ή χύμα |
agric., industr. | winnowed stock | λοξοκομμένος μίσχος |
econ. | workers' stock ownership | εργάτες-μέτοχοι της επιχείρησης |
energ.ind. | working stocks | αποθέματα εκμετάλλευσης |
econ. | world stock | παγκόσμια αποθέματα |
agric. | young stock | νεαρά ζώα |
agric. | young stock shed | στάβλος νέων βοδιών |