DictionaryForumContacts

   English
Terms containing Short for | all forms
SubjectEnglishGreek
tech.apparatus for measuring short time intervalsμετρητής μικρών χρονικών διαστημάτων
tech.apparatus for measuring short time intervalsμετρητής κλασμάτων ή διαστημάτων του χρόνου
nucl.phys.disposal for short-lived wasteαπομάκρυνση των βραχυβίων αποβλήτων
econ., fin.mechanism for short-term monetary supportσύστημα βραχυπρόθεσμης νομισματικής υποστήριξης
fin., econ.mechanism for very short-term financingπολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός ; εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδοτική διευκόλυνση
life.sc., coal.optical instrument for measuring short lengths between plummets without contactοπτικό όργανο μέτρησης κοντινών αποστάσεων μεταξύ ανέπαφων κατακόρυφων συρμάτων
ed.regulations for the examination at the end of the shorter leaving courseκανονισμός για τις απολυτήριες εξετάσεις στο τέλος του συντετμημένου κύκλου σπουδών
transp., construct.short culvert for a sea lockβραχύς οχετός θαλάσσιας δεξαμενής ανύψωσης
ed.short in-service training seminars for teachersσεμινάρια μικρής διάρκειας για τη συνεχή εκπαίδευση του διδακτικού προσωπικού
transp.short link chain for lifting purposesβραχύς αλυσιδωτός σύνδεσμος για ανυψωτικούς σκοπούς
ed.short study visits for specific purposesσπουδές για ειδικό σκοπό με σύντομη διάρκεια
mun.plan.short trousers for babiesκοντό παντελονάκι βρέφους
lawshort-term agreement for use and occupationσύμβαση παραχωρήσεως της χρήσεως που συνάπτεται για ορισμένο χρόνο