DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing STart | all forms | exact matches only
EnglishGreek
to indicate emergency start-upένδειξη εκκίνησης σε κατάσταση ανάγκης
re-startεπανεκκίνηση
re-startεπαναλειτουργία
START IΣυνθήκη για τη μείωση των στρατηγικών όπλων
start of exerciseέναρξη της άσκησης
Start of the Exercise Situationέναρξη της άσκησης
start-upεπιχείρηση στη φάση της εκκίνησης
start-up companyνέα επιχείρηση
start-up companyεπιχείρηση στη φάση της εκκίνησης
start-up companyνεοσύστατη επιχείρηση
start-up firmεπιχείρηση στη φάση της εκκίνησης
start-up firmνεοσύστατη επιχείρηση
start-up testsέλεγχοι εκκινήσεως