DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing SCOPE | all forms | exact matches only
EnglishGreek
activities which fall within the scope of Union lawδραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης
agreement not within the scope of ...συμφωνία εκτός των ορίων του/της ...
economies of scopeοικονομίες φάσματος
effective scope of the utility modelπραγματική εμβέλεια του υποδείγματος χρησιμότητας
material scopeουσιαστικό πεδίο εφαρμογής
meaning and scope of a judgmentέννοια και έκταση των αποτελεσμάτων μιας αποφάσεως
misinterpreting the scope of the directiveλανθασμένη ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας
passport of uniform format and scopeδιαβατήριο ομοιόμορφου τύπου
personal scopeπροσωπικό πεδίο εφαρμογής
personal scope of applicationπροσωπικό πεδίο εφαρμογής
protective scope of the provisionτομέας προστασίας της διάταξης
scope in relation to personsπροσωπικό πεδίο εφαρμογής
scope in relation to subject matterουσιαστικό πεδίο εφαρμογής
scope of Belgian international public policyπεδίο εφαρμογής της βελγικής διεθνούς δημοσίας τάξεως
scope of protection of the design rightέκταση προστασίας που παρέχει η καταχώρηση σχεδίου ή υποδείγματος
scope of protection of the trade markέκταση της προστασίας του σήματος
scope ratione materiaeουσιαστικό πεδίο εφαρμογής
scope ratione personaeπροσωπικό πεδίο εφαρμογής
substantive scopeουσιαστικό πεδίο εφαρμογής
territorial scopeεδαφικά όρια εφαρμογής
territorial scopeεδαφική εφαρμογή
territorial scopeέκταση της επικράτειας
the scope of the licenceη έκταση της αδείας