Subject | English | Greek |
lab.law. | to adapt wages to real inflation | προσαρμογή των μισθών στον πραγματικό δείκτη πληθωρισμού |
market. | after tax real rate of return | συντελεστής απόδοσης μετά τους φόρους |
econ. | aggregate real gross national product | συνολικό πραγματικό ακαθάριστο εθνικό προϊόν |
environ. | agricultural real estate | αγροτεμάχιο |
environ. | agricultural real estate Property of agricultural land and anything permanently affixed to the land, such as buildings, fences, etc. | αγροτεμάχιο |
econ. | agricultural real estate | έγγειος γεωργική ιδιοκτησία |
fin. | annual growth in real terms | ετήσια ανάπτυξη σε πραγματικούς όρους |
account. | changes in net worth due to real holding gains/losses | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω πραγματικών κερδών/ζημιών κτήσης |
tech., law, el. | close to real-time | σχεδόν σε πραγματικό χρόνο |
law | commercial real and effective establishment | πραγματική και ενεργός εμπορική εγκατάσταση |
IT, transp. | Cooperation on Regional Road Informatics by Demonstration on Real Sites | Συνεργασία στον τομέα της πληροφορικής που εφαρμόζεται για την επίλυση των οδικών προβλημάτων των περιφερειών |
IT, transp. | Cooperation on Regional Road Informatics Demonstrations on Real Sites | Συνεργασία σχετικά με περιφερειακές επιδείξεις πληροφορικής των οδικών δικτύων σε πραγματικά πεδία |
IT | Debugging and specification of Ada real time embedded systems | διόρθωση λαθών και καθορισμός προδιαγραφών σε ένθετα συστήματα πραγματικού χρόνου σε ADA |
demogr., construct. | easement on real estate | κτηματική δουλειά |
demogr., construct. | easement on real estate | δουλειά επί κτήματος |
econ. | to express values in real terms | εκφράζω σε πραγματικές τιμές |
el. | extractable real power | απομαστεύσιμη πραγματική ισχύς |
fin. | fixed charge on real estate | εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτων |
interntl.trade. | flow of concessional and non-concessional financial and real investment resources | ροή χρηματοδοτικών πόρων υπό ευνοϊκούς και μη όρους και πόρων για πραγματικές επενδύσεις |
law, fin. | gain in real terms | πραγματική αύξηση της περιουσίας της επιχείρησης |
econ., fin. | GDP in real terms | AEΠ σε πραγματικούς όρους |
econ., fin. | GDP in real terms | AEΠ σε σταθερές τιμές |
econ. | GPD expanding in real terms | ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε πραγματικές τιμές |
econ., fin. | gross domestic product in real terms | AEΠ σε πραγματικούς όρους |
econ., fin. | gross domestic product in real terms | AEΠ σε σταθερές τιμές |
econ., stat., agric. | in real terms | σε πραγματικές τιμές |
IT | integrated real-time information system | ενοποιημένο σύστημα πληροφορίας πραγματικού χρόνου |
fin. | investment in real estate | επένδυση σε ακίνητα |
fin. | investments in real estate | επένδυση σε ακίνητη περιουσία' επένδυση σε ακίνητα |
fin. | Joint Ministerial Committee of the Boards of Governors of the Bank and the Fund on the Transfer of Real Resources to Developing Countries | Mεικτή Yπουργική Eπιτροπή των Συμβουλίων Διοικητών της Διεθνούς Tράπεζας και του ΔNT επί των Mεταβιβάσεων Πραγματικών Πόρων προς τις Aναπτυσσόμενες Xώρες |
fin. | lien on real property | εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου |
fin. | loan on real estate | έγγειος πίστωση |
fin., account. | loan on real estate | κτηματική πίστωση; έγγειος πίστωση |
fin. | loan on real estate | κτηματική πίστωση |
fin. | loan or credit secured on real property | πίστωση εγγυημένη με υποθήκη |
fin. | loan or credit secured on real property | πίστωση εγγυημένη με υποθήκη; ενυπόθηκη πίστωση |
fin. | loan or credit secured on real property | ενυπόθηκη πίστωση |
market., fin. | loss in real value | απώλεια πραγματικής αξίας |
scient. | mathematical model to simulate the real climate | μαθηματικό μοντέλο προσομοίωσης του πραγματικού κλίματος |
account. | national/real income aggregates | μακροοικονομικά/συνολικά μεγέθη σχετικά με το εθνικό/πραγματικό εισόδημα |
commun., transp. | near-real time | σχεδόν ταυτόχρονα |
commun., transp. | near-real time | σχεδόν άμεσα |
IT | on-line real-time operation | Λειτουργία πραγματικού χρόνου σε επικοινωνία |
fin. | pledging of the income from real property | αντίχρηση |
commun. | quasi real-time data transmission | διαβίβαση δεδομένων σε σχεδόν πραγματικό χρόνο |
gen. | real absorption coefficient | συντελεστής απορροφήσεως |
law | real action | εμπράγματη αγωγή |
comp., MS | real address | πραγματική διεύθυνση (An absolute (machine) address specifying a physical location in memory) |
IT | real address and virtual address operating mode system | σύστημα εκμετάλλευσης OSOS |
patents. | real and effective industrial or commercial establishment | πραγματική και ενεργό βιομηχανική ή εμπορική εγκατάσταση |
econ., lab.law. | real and money wages | ονομαστικοί και πραγματικοί μισθοί |
commun. | real aperture | πραγματικού ανοίγματος |
commun. | real aperture radar | ραδιοεντοπιστής πραγματικού διαφράγματος |
market. | real assets | πραγματικά στοιχεία ενεργητικού |
market. | real assets | πραγματικά περιουσιακά στοιχεία |
fin. | real assets | πραγματικά στοιχεία του ενεργητικού |
agric. | real attenuation | πραγματικός βαθμός ζύμωσης |
market. | real balances effect | αποτέλεσμα των πραγματικών ρευστών διαθεσίμων |
econ. | real benefit | πραγματικό κέρδος |
fin. | real convergence | πραγματική σύγκλιση |
econ. | real cost | πραγματικό κόστος |
insur. | real cost of social protection | πραγματικό κόστος της κοινωνικής προστασίας |
fin. | real costs | πραγματικό κόστος |
fin. | real currency | σταθερές τιμές |
coal., met. | real density | απόλυτος πυκνότης |
earth.sc., mater.sc. | real density | πραγματική πυκνότητα |
fin. | real disposable income | πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα |
law | real dues and taxes | πραγματικοί φόροι και τέλη |
fin. | real economy | πραγματική σφαίρα της οικονομίας |
stat. | real effective exchange rate | πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία |
proced.law., patents., tax. | real estate | ακίνητο αγαθό |
proced.law., patents., tax. | real estate | ακίνητη περιουσία |
forestr. | real estate | αγρόκτημα |
law, patents. | real estate | έγγειο κεφάλαιο |
patents., busin. | real estate agency | γραφείο μεσιτείας ακινήτων |
fin. | real estate agent | κτηματομεσίτης |
construct. | real estate agent | μεσίτης ακινήτων |
environ. | real estate bond | κτηματικό ομόλογο |
econ. | real estate bubble | φούσκα της αγοράς ακινήτων |
econ. | real estate business | επιχείρηση ακινήτων |
fin., demogr. | real-estate company | ιδιωτική οικοδομική εταιρία |
fin. | real estate credit | πίστωση εγγυημένη με υποθήκη |
fin. | real estate credit | ενυπόθηκη πίστωση |
econ. | real estate credit | κτηματική πίστη |
fin. | real estate financing | έγγειος πίστωση |
fin. | real estate financing | κτηματική πίστωση |
econ., fin. | real estate firm | επιχείρηση που δραστηριοποιείται στην αγορά ακινήτων |
fin. | real estate fund | οργανισμός επενδύσεων σε ακίνητα |
fin. | real estate fund | εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητα |
fin. | real estate funds | αμοιβαία κεφάλαια ακίνητης περιουσίας |
fin. | real estate investments | επενδύσεις σε ακίνητα |
fin. | real estate investments trust | εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητα |
econ. | real estate limited partnership | ετερόρρυθμη εταιρεία ακινήτων |
econ. | real estate limited partnership | ετερόρρυθμη εταιρεία ακίνητης περιουσίας |
fin. | real estate manager | διευθυντής κτηματομεσιτικού γραφείου |
fin. | real estate market | κτηματαγορά |
econ. | real estate market | κτηματική αγορά |
law, fin. | real estate mortgage investment conduit | ενυπόθηκη ομολογία |
demogr. | real estate ownership | ακίνητη ιδιοκτησία |
fin. | real estate paper | επένδυση σε μετοχές εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης |
polit. | Real Estate Projects Unit | Μονάδα Κτηρίων |
proced.law. | real estate register | κτηματολόγιο |
account. | real-estate, renting and business services | υπηρεσίες ακινήτων, ενοικίασης και επιχειρηματικές υπηρεσίες |
law, econ. | Real Estate Settlement Procedures Act | Νόμος περᆵ Διαδικασιών Διακανονισμού Ακινήτων |
econ., fin. | real estate subsidiary | θυγατρική που δραστηριοποιείται στον τομέα των ακινήτων |
tax. | real estate tax | φόρος ακινήτου περιουσίας |
tax. | real estate tax | έγγειος φόρος |
tax. | real estate tax | φόρος γης |
tax. | real estate transfer tax | φόρος μεταβιβάσεως ακινήτου |
tax. | real estate transfer tax | φόρος μεταβίβασης ακινήτων |
fin. | real estate trust | εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητα |
fin. | real exchange rate | πραγματική τιμή συναλλάγματος |
econ., fin. | real exchange rate misalignment | προφανείς στρεβλώσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών; σοβαρές αποκλίσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών |
agric. | real extract | πραγματικό εκχύλισμα |
commun., IT | real file | πραγματικό αρχείο |
IT | real file store | πραγματικό αρχειοφυλάκιο |
IT, dat.proc. | real filestore | πραγματικό αρχειοφυλάκιο |
fish.farm. | real fishable opportunities | πραγματικές αλιευτικές ευκαιρίες |
stat., transp. | real flow | κίνηση εμπορευμάτων |
stat., transp. | real flow | ροή εμπορευμάτων |
fin. | real flow | ροή πραγματικών δεδομένων |
econ. | real flows of goods and services | πραγματικές ροές αγαθών και υπηρεσιών |
industr., construct. | real furskin | πραγματική γούνα |
industr. | real gas | πραγματικό αέριο |
fin. | real GDP | ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους |
econ., fin. | real GDP | ΑΕΠ σε σταθερές τιμές; ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους |
econ., fin. | real GDP | AEΠ σε πραγματικούς όρους |
econ., fin. | real GDP | AEΠ σε σταθερές τιμές |
econ., fin., account. | real gross domestic income | πραγματικό ακαθάριστο εγχώριο εισόδημα |
econ., fin. | real gross domestic product | AEΠ σε πραγματικούς όρους |
fin. | real gross domestic product | ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους |
econ., fin. | real gross domestic product | ΑΕΠ σε σταθερές τιμές; ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους |
econ., fin. | real gross domestic product | AEΠ σε σταθερές τιμές |
market. | real gross fixed investment | πραγματικές ακαθάριστες πάγιες επενδύσεις |
account. | real gross national income | πραγματικό ακαθάριστο εθνικό εισόδημα |
stat. | real gross terms | πραγματικές ακαθάριστες τιμές |
econ. | real growth | πραγματική ανάπτυξη |
law, busin., labor.org. | real head office | πραγματική έδρα |
account. | real holding gain | πραγματικό κέρδος κτήσης |
account. | real holding gains and losses account | λογαριασμός πραγματικών κερδών και ζημιών κτήσης |
account. | real holding gains/losses | πραγματικά κέρδη/ζημίες κτήσης |
nat.sc. | real image | πραγματική εικόνα |
agric. | real income | πραγματικό εισόδημα |
econ., fin. | real income per head of population | πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα |
law | real indication | συγκεκριμένη ένδειξη |
econ. | real interest rate | πραγματικό επιτόκιο |
fin. | real investment | παραγωγικές επενδύσεις |
stat., market. | real investment | επενδύσεις σε υλικά αγαθά |
fin. | real investment | παραγωγική επένδυση |
gen. | real life commitment | πραγματικές ενεργές δεσμεύσεις |
IT | real-life environment | περιβάλλον της πραγματικής ζωής |
gen. | real life environment | πραγματικές συνθήκες |
transp. | real measurement axis | διέγερση καθέτως προς τον άξονα μέτρησης |
transp. | real measurement axis | διέγερση εγκαρσίως προς τον άξονα μέτρησης |
transp., tech., law | real measurement axis | πραγματικός άξονας μετρήσεων |
leath. | real moccasin | αυθεντικό μοκασέν |
fin. | real monetary gap | πραγματική νομισματική απόκλιση |
fin. | real monetary gap | πραγματική νομισματική διαφορά |
account. | real national disposable income | πραγματικό εθνικό διαθέσιμο εισόδημα |
stat. | real net terms | πραγματικές καθαρές τιμές |
el. | real no-load direct voltage | μέση τιμή τάσης εξόδου κενού |
commun. | real open system | πραγματικό ανοιχτό σύστημα |
commun., IT | real open system | πραγματικό ανοικτό σύστημα |
law, market. | real or personal estate invested | εισφορά σε κινητό ή ακίνητο |
mun.plan. | real pearl | μαργαριτάρι φυσικό |
gen. | real per capita emoluments | μέσος κατά κεφαλήν μισθός σε πραγματικές τιμές |
econ. | real policy holders | πραγματικοί κάτοχοι των ασφαλιστηρίων συμβολαίων |
el. | real power | πραγματική ισχύς |
el. | real power | ενεργός ισχύς |
econ. | real price | πραγματική τιμή |
econ. | real property | ακίνητη περιουσία |
market. | real property | ακίνητος περιουσία |
market. | real property | ακίνητο |
fin. | real property | ακίνητα |
proced.law., patents., tax. | real property | ακίνητο αγαθό |
busin., labor.org., account. | real property | ακίνητες αξίες |
fin. | real property lien | εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου |
tax. | real property tax | φόρος ακινήτου περιουσίας |
tax. | real property tax | φόρος γης |
tax. | real property tax | έγγειος φόρος |
life.sc., el. | real radius of the earth | πραγματική ακτίνα γης |
life.sc., el. | real radius of the earth | πραγματική ακτίνα της γης |
econ. | real rate | πραγματικό επιτόκιο |
econ., fin. | real rate of interest/interest rate | πραγματικό επιτόκιο |
immigr. | real risk of suffering serious harm | πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης |
law, busin., labor.org. | real seat | πραγματική έδρα |
econ., stat., fin. | real sector | τομέας της παραγωγής παραγωγικός τομέας |
nat.sc., agric. | real seed potato | γνήσιος πατατόσπορος |
el. | real semiconductor surface | πραγματική επιφάνεια ημιαγωγού |
gen. | real service induced defect | ελάττωμα που προκαλείται υπό πραγματικές συνθήκες λειτουργίας |
demogr., construct. | real servitude | δουλειά επί κτήματος |
demogr., construct. | real servitude | κτηματική δουλειά |
IT, el. | real source | πραγματική πηγή |
coal., met. | real specific gravity | απόλυτος πυκνότης |
IT | real storage | πραγματική μνήμη |
comp., MS | real storage | πραγματικός χώρος αποθήκευσης (The amount of RAM memory in a system, as distinguished from virtual memory) |
IT | real subnetwork | πραγματικό υποδίκτυο |
law | real subrogation | πραγματική υποκατάσταση |
commun. | real system | πραγματικό σύστημα |
commun., IT | real system | πραγματικό δίκτυο |
commun., IT | real system environment | περιβάλλον πραγματικού συστήματος |
market. | real terms of trade | πραγματικοί όροι εμπορίου |
commun., IT | real time | σε πραγματικό χρόνο |
comp., MS | real-time | σε πραγματικό χρόνο (Of or relating to a time frame imposed by external constraints. Real-time operations are those in which the computer's activities match the human perception of time or those in which computer operations proceed at the same rate as a physical or external process. Real-time operations are characteristic of aircraft guidance systems, transaction-processing systems, scientific applications, and other areas in which a computer must respond to situations as they occur (for example, animating a graphic in a flight simulator or making corrections based on measurements)) |
commun., IT | real time | πραγματικού χρόνου |
commun., IT | real time | πραγματικός χρόνος |
comp., MS | real time | πραγματικός χρόνος (The actual time in which events occur) |
market. | real time access | άμεση πρόσβαση |
market. | real time access | τυχαία πρόσβαση |
met. | real time aid to decision | υποβοήθηση λήψης αποφάσεων κατά τη διάρκεια του πειράματος |
el. | real-time analyser | αναλύτης πραγματικού χρόνου |
el. | real-time analyzer | αναλύτης πραγματικού χρόνου |
agric. | real-time approach | προσέγγιση πραγματικού χρόνου |
nat.sc. | real time bandwidth | εύρος ζώνης πραγματικού χρόνου |
IT, el. | real time clock | ρολόι πραγματικού χρόνου |
commun. | real time clock messages | μηνύματα ρολογιού πραγματικού χρόνου |
comp., MS | Real-time Co-authoring | Σύνταξη από κοινού σε πραγματικό χρόνο (The ability of multiple authors, who are editing a shared document, to simultaneously see text and formatting changes made by co-authors as they add them) |
IT | real-time computer system | σύστημα υπολογιστή πραγματικού χρόνου |
commun., transp. | real-time control | ρύθμιση πραγματικού χρόνου |
IT | real-time control architecture | αρχιτεκτονική ελέγχου σε πραγματικό χρόνο |
labor.org. | real-time control of production | έλεγχος σε πραγματικό χρόνο της παραγωγής |
commun. | real-time conversion facility | ευκολία μετατροπής πραγματικού χρόνου |
fin. | real-time crisis management system | σύστημα διαχείρισης της κρίσης σε κλίμακα πραγματικού χρόνου |
commun., IT | real-time data | δεδομένα σε πραγματικό χρόνο |
IT | real-time data processing | επεξεργασία δεδομένων σε πραγματικό χρόνο |
IT, dat.proc. | real-time database operation | λειτουργία μέσω πληκτρολογίου |
IT, dat.proc. | real-time database operation | λειτουργία σε πραγματικό χρόνο |
IT, transp. | real time diagnostics | διάγνωση σε πραγματικό χρόνο |
IT, transp. | real time diagnostics | διάγνωση πραγματικού χρόνου |
el. | real-time digital processor | ψηφιακός επεξεργαστής σε πραγματικό χρόνο |
IT | real-time embedded system | ενσωματωμένο σύστημα πραγματικού χρόνου |
IT | real time executive | εκτελεστικό πρόγραμμα πραγματικού χρόνου |
law, commun. | real-time, fulltime monitoring | παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο και καθ'όλο το εικοσιτετράωρο |
fin. | real-time gross settlement | Σύστημα ΔΣΧ |
fin. | real-time gross settlement | σε συνεχή χρόνο |
fin., econ. | Real-time gross settlement system | Σύστημα Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο' σύστημα Ακαθάριστου Διακανονισμού σε Πραγματικό Χρόνο |
IT, el. | real-time high definition video | βίντεο υψηλής ευκρίνειας πραγματικού χρόνου |
work.fl., IT | real-time index | ευρετήριο πραγματικού χρόνου |
IT, dat.proc. | real-time information system | σύστημα πραγματικού χρόνου |
commun., IT | real-time information transfer | μεταφορά πληροφοριών πραγματικού χρόνου |
IT, tech. | real time input | εισαγωγή πραγματικού χρόνου |
tech. | real time interferometry | συμβολομετρία πραγματικού χρόνου |
IT | real-time monitoring of the forms related to transactions | παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο των σχετικών με τις συναλλαγές εντύπων |
IT, el. | real-time operating system | λειτουργικό σύστημα πραγματικού χρόνου |
commun. | real time operation | λειτουργία σε πραγματικό χρόνο |
commun. | real-time operation | λειτουργία σε πραγματικό χρόνο |
IT, tech. | real time operation | λειτουργία πραγματικού χρόνου |
IT, tech. | real time output | εξαγωγή πραγματικού χρόνου |
med., life.sc. | real-time PCR | αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης πραγματικού χρόνου |
IT | real time processing | επεξεργασία πραγματικού χρόνου |
IT | real-time processing | επεξεργασία πραγματικού χρόνου |
IT | real-time processing | επεξεργασία δεδομένων σε πραγματικό χρόνο |
IT | real-time processing | επεξεργασία σε πραγματικό χρόνο |
IT | real time processing | επεξεργασία σε πραγματικό χρόνο |
IT | real-time processing communication | Επικοινωνία επεξεργασίας πραγματικού χρόνου |
IT | real-time programming language | γλώσσα προγραμματισμού σε πραγματικό χρόνο |
comp., MS | Real-time protection | προστασία σε πραγματικό χρόνο (An option in Windows AntiSpyware that, when selected, provides spyware protection in real time) |
mater.sc. | real time qualification for quality control | κλίμακα πραγματικού χρόνου για τον ποιοτικό έλεγχο |
IT, mech.eng. | real-time sensor-based control | έλεγχος οδηγημένος από αισθητήρες σε πραγματικό χρόνο |
IT, mech.eng. | real-time sensor-based control | έλεγχος βασισμένος σε αισθητήρες σε πραγματικό χρόνο |
IT, mech.eng. | real-time sensor-driven control | έλεγχος βασισμένος σε αισθητήρες σε πραγματικό χρόνο |
IT, mech.eng. | real-time sensor-driven control | έλεγχος οδηγημένος από αισθητήρες σε πραγματικό χρόνο |
fin. | real-time settlement | διακανονισμός σε συνεχή χρόνο |
health., anim.husb. | real time single-step RT-PCR | ενός βήματος πραγματικού χρόνου αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης |
commun. | real time speech | ομιλία πραγματικού χρόνου |
IT | real time system | σύστημα πραγματικού χρόνου |
IT, dat.proc. | real-time system | σύστημα πραγματικού χρόνου |
IT | real-time tele-collaborative authoring | τηλεματική συνεργασία για τη συνεργασία σε πραγματικό χρόνο |
health. | real time third octave frequency analyser | αναλυτής πραγματικού χρόνου τριτοοκταβικών συχνοτήτων |
IT, transp. | real time traffic control | ρύθμιση κυκλοφορίας σε πραγματικό χρόνο |
commun., IT | real-time transmission | μετάδοση σε πραγματικό χρόνο |
IT, dat.proc. | real-time update | ενημέρωση σε πραγματικό χρόνο |
el. | real transistor | πρακτική κρυσταλλοτρίοδος |
el. | real transistor | τρανζίστορ πραγματικό |
el. | real transistor | τρανζίστορ πρακτικό |
IT | real type | πραγματικός τύπος |
industr. | real value | πραγματική αξία |
stat., lab.law. | real value wages | πραγματικός μισθός |
IT, dat.proc. | real/virtual addressing mapping table | πίνακας απεικόνισης πραγματικής/ιδεατής διευθυνσιοδότησης |
fin. | real wage | πραγματικός μισθός |
econ., social.sc., empl. | real wage cost | πραγματικό μισθολογικό κόστος |
social.sc., empl. | real wage resistance | πραγματική μισθολογική αντοχή |
stat., lab.law. | real wages | πραγματικός μισθός |
IT | Real World Computing programme | λογισμικό του "πραγματικού κόσμου" |
environ., tech. | "real-world" emissions | πραγματικές εκπομπές |
IT | real world knowledge | γεγονός |
IT | real world knowledge | γνώση πραγματικού κόσμου |
IT | real world knowledge | αντικείμενο |
IT | real world knowledge | γνώση του κόσμου |
IT | real-world problem | πρόβλημα του πραγματικού κόσμου |
environ., tech. | "real-world" vehicle emissions | πραγματικές εκπομπές |
fin. | real yield | πραγματική απόδοση |
fin. | reducing real rate interests | χαλάρωση των πραγματικών επιτοκίων |
fin. | repatriation of the proceeds of the liquidation of real estate investments | επαναπατρισμός του προϊόντος ρευστοποιήσεως των επενδύσεων σε ακίνητα |
fin. | residential real estate loan | στεγαστικό δάνειο |
construct. | residential real estate property | αστικό ακίνητο |
commun. | switching of speech in real time | μεταγωγή της φωνής σε πραγματικό χρόνο |
fin., demogr. | tax on acquisition of real estate | φόρος αγοράς ακινήτου |
tax. | tax on real estate | έγγειος φόρος |
tax. | tax on real estate | φόρος ακινήτου περιουσίας |
tax. | tax on real estate | φόρος γης |
econ., market. | tax on the ownership of real property | φόρος επί της ακινήτου περιουσίας |
fin., demogr. | tax on the purchase of real estate | φόρος αγοράς ακινήτου |
tax. | tax on the rental value of real property | φόρος ιδιοκατοικήσεως ακινήτου |
stat., fin. | taxation on real estate and working assets | φόρος ακινήτου περιουσίας |
earth.sc. | tested under real conditions | δοκιμή σε πραγματικές συνθήκες |
fin. | Trans-European Automated Real-time Gross settlement Express Transfer system | Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο |
gen. | Trans-European Automated Real-Time Gross settlement Express Transfer system | διευρωπαϊκό αυτοματοποιημένο σύστημα ταχείας μεταφοράς κεφαλαίων σε συνεχή χρόνο |
econ. | Trans-European Automated Real-time Gross settlement Express Transfer system | Σύστημα TARGET |
econ. | Trans-European Automated Real-time Gross settlement Express Transfer system | Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων σε Συνεχή Χρόνο |
market. | transfer of real resources | μεταφορά πραγματικών πόρων |
met. | trial real | μπομπίνα δοκιμών |
met. | trial real | δοκιμαστική μπομπίνα |
econ. | valuation in real terms of flows | αποτίμηση σε πραγματικές τιμές των ροών |
econ., tax. | value added tax on real estate | ΦΠΑ επί ακινήτων |
econ., tax. | VAT on real estate | ΦΠΑ επί ακινήτων |
stat., lab.law. | wages in real terms | πραγματικός μισθός |
fin., econ., UN | zero real growth | μηδενικός πραγματικός ρυθμός αύξησης |