Subject | English | Greek |
industr., construct. | drawing preparing | προπαρασκευή κλωστηρίου νημάτων |
agric. | machine for preparing rolled or flaked oats | μηχανή σύνθλιψης σπόρων δημητριακών |
industr. | machine for preparing textile yarn | μηχανή για το ξετύλιγμα των υφαντικών υλών |
gen. | to prepare a contract | επεξεργάζομαι μία σύμβαση |
transp., mater.sc. | to prepare a reference area | να προετοιμασθεί ένα επίπεδο αναφοράς |
transp. | to prepare a route | σχεδιάζω δρομολόγιο |
transp. | to prepare a route | καθορίζω δρομολόγιο |
law | prepare copies of documents | σύνταξη αντιγράφου του πρωτοτύπου |
gen. | to prepare draft opinions to be submitted to the Committee for its consideration | η επεξεργασία σχεδίων γνωμών τα οποία υποβάλλουν στην κρίση της επιτροπής αυτής |
gov. | to prepare the defence | προετοιμάζω την υπεράσπιση |
gen. | prepare the defence, to | προετοιμάζω την υπεράσπιση |
gen. | to prepare the deliberations | η προπαρασκευή των συσκέψεων |
forestr. | prepare the soil | προετοιμασία εδάφους |
industr., construct. | to prepare the upper | προετοιμάζω τα ψίδια |
agric., construct. | preparing land for cultivation | προετοιμασία του αγρού |
tech., industr., construct. | preparing machine | προπαρασκευαστικό μηχάνημα |
fin. | the EMI shall prepare an annual report on its activities | το ΕΝΙ συντάσσει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές του |
law | the provisions shall not preclude the possibility for any Party to prepare, adopt and implement measures independently | οι διατάξεις δεν αποκλείουν τη δυνατότητα κάθε συμβαλλόμενου μέρους να προετοιμάζει, να εγκρίνει και να εκτελεί μέτρα, ανεξάρτητα από τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη |