DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing Power | all forms | exact matches only
EnglishGreek
abuse of powerυπέρβαση εξουσίας
to act in the exercise of the powers of a public authorityενεργώ στα πλαίσια της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας
authorities'power of investigationαρμοδιότητες έρευνας των αρχών
buyer powerαγοραστική ισχύς
buying powerαγοραστική ισχύς
cessation of debtor's power to deal with his propertyπτωχευτική απαλλοτρίωση του οφειλέτη
circumscribed powerδεσμευμένη αρμοδιότητα
Convention relating to the Development of Hydraulic Power affecting more than one StateΣύμβαση "αφορώσα την διευθέτησιν των ενδιαφερουσών πλείονα του ενός κράτη υδραυλικών δυνάμεων"
Convention relating to the Transmission in Transit of Electric PowerΣύμβαση για τη διαμετακομιστική μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας
decision-making powerεξουσία λήψης αποφάσεων
Declaration of Basic Principles of Justice for Victims of Crime and Abuse of PowerΔιακήρυξη για τις βασικές αρχές δικαιοσύνης για τα θύματα της εγκληματικότητας και της κατάχρησης εξουσίας
delegate power of signature to the Registrarεξουσιοδότηση υπογραφής στον γραμματέα
disciplinary powerπειθαρχική εξουσία
discretionary powerδιακριτική ευχέρεια
discretionary powerεξουσία εκτιμήσεως
emergency power supplyπαροχή ηλεκτρικής ισχύος εκτάκτου ανάγκης
holder of powerνόμιμος εκπρόσωπος
misuse of powerκατάχρηση εξουσίας
misuse of powerυπέρβαση εξουσίας
new system of public contracts for coal used in power stationsνέο σύστημα σύναψης συμφωνίας για τον άνθρακα που χρησιμοποιείται στους θερμικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής
power of appointmentεξουσία διορισμού
power of attorneyεξουσιοδότηση
power of attorneyπληρεξούσιο
power of attorneyδικαίωμα αντιπροσώπευσης
power of co-decisionδικαίωμα συναπόφασης
power of discriminationικανότητα κρίσης
power of interventionεξουσία παρέμβασης
power of legislative retrievalδικαίωμα έκκλησης; δικαίωμα ανάκλησης
power of representationεξουσία εκπροσώπησης
power of retrievalδικαίωμα έκκλησης; δικαίωμα ανάκλησης
power of saleδικαίωμα αναγκαστικής πώλησης
power of unlimited jurisdictionαρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας
power to make regulationsεξουσία έκδοσης κανονιστικών πράξεων
powers normally accorded to courts of lawεξουσίες που αναγνωρίζονται συνήθως στα δικαστήρια
President's power of referralδυνατότητα του Προέδρου προς παραπομπή
principle of conferred powerαρχή της δοτής αρμοδιότητας
reserve powerεξουσία επιφύλαξης
restraint powerεξουσία καταναγκασμού
to restrict the decision-making autonomy or the treaty-making power of the partiesπεριορίζω την αυτονομία λήψεως αποφάσεων ή την εξουσία σύναψης συνθηκών εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών
the Commission shall have is own power of decisionη Eπιτροπή έχει ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεων
the question whether the Community or any Community institution has the power to enter into an agreementεξουσία της Κοινότητας ή ενός από τα όργανά της να συνάπτουν συμφωνίες
transfer of power to a civilian governmentπαράδοση της εξουσίας σε πολιτική κυβέρνηση
victim of abuse of powerθύμα κατάχρησης εξουσίας