English | Greek |
Agreement between the European Community and its Member States, of the one part, and the Swiss Confederation, of the other part, to counter fraud and all other illegal activities affecting their financial interests | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων |
Agreement concerning the adoption of uniform conditions of approval and reciprocal recognition of approval for motor vehicle equipment and parts | συμφωνία αναφορικά με την υιοθέτηση ομοιόμορφων όρων για την έγκριση και την αμοιβαία αναγνώριση της έγκρισης για εξοπλισμό και εξαρτήματα μηχανοκίνητων οχημάτων |
Agreement of the United Nations Economic Commission for Europe concerning the adoption of uniform technical prescriptions for wheeled vehicles, equipment and parts which can be fitted to and/or be used on wheeled vehicles and the conditions for reciprocal recognition of approvals granted on the basis of these prescriptions | συμφωνία της οικονομικής επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη σχετικά με την υιοθέτηση ομοιόμορφων τεχνικών προδιαγραφών για τροχοφόρα οχήματα, εξοπλισμό και εξαρτήματα τα οποία δύνανται να τοποθετηθούν ή/και να χρησιμοποιηθούν σε τροχοφόρα οχήματα και τις συνθήκες για την αμοιβαία αναγνώριση των εγκρίσεων που χορηγούνται με βάση τις προδιαγραφές αυτές |
Agreement of the United Nations Economic Commission for Europe concerning the adoption of uniform technical prescriptions for wheeled vehicles, equipment and parts which can be fitted to and/or be used on wheeled vehicles and the conditions for reciprocal recognition of approvals granted on the basis of these prescriptions | αναθεωρημένη συμφωνία του 1958 |
Agreement relating to the Implementation of Part XI of the United Nations Convention on the Law of the Sea | Συμφωνία για την εφαρμογή του Μέρους ΧΙ της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου 1982 |
Agreement relating to the implementation of part XI of the United Nations Convention on the Law of the Sea | Συμφωνία σχετική με την εφαρμογή του μέρους XI της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θαλάσσης |
approved/type-approved appliance, device, part | επικυρωμένη διάταξη |
contractual right to take part in the control | συμβατικό δικαίωμα συμμετοχής στον έλεγχο |
decisions disposing of the substantive issues in part only | αποφάσεις του Πρωτοδικείου που επιλύουν εν μέρει τη διαφορά ως προς την ουσία |
dismiss in part the appeal | μερική απόρριψη της αναιρέσεως |
Euro-Mediterranean Agreement establishing an Association between the European Communities and their Member States, of the one part, and the Hashemite Kingdom of Jordan, of the other part | Ευρωμεσογειακή συμφωνία περί συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και του Χασεμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας, αφετέρου |
Euro-Mediterranean Association Agreement between the European Community and its Member States of the one part, and the Republic of Lebanon, of the other part | ευρωμεσογειακή συμφωνία σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της αφενός, και της Δημοκρατίας του Λιβάνου αφετέρου |
first-part requester | αιτών κατά πρώτο λόγο |
to form an integral part | είμαι σύμφυτος |
framework agreement on part-time work | συμφωνία πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης |
in part | εν μέρει (pro parte) |
judge taking part in the deliberations | δικαστής που συμμετέχει στη διάσκεψη |
judges called upon to take part in the judgment of the case | δικαστές που θα μετάσχουν στην εκδίκαση της υποθέσεως |
judgment set aside in part | μερική αναίρεση της απόφασης |
lack of good faith on the part of the proprietor of the trade mark | κακή πίστη του δικαιούχου του σήματος |
name of the President and of the Judges taking part in the judgment | ονοματεπώνυμο του προέδρου και των δικαστών που συμμετείχαν στην έκδοση της αποφάσεως |
operational part | διατακτικό |
operative part of every judgment and interim order | διατακτικό κάθε αποφάσεως και διατάξεως περί ασφαλιστικών μέτρων |
operative part of the judgment | διατακτικό της απόφασης |
operative part of the judgment | διατακτικό |
oral part of the procedure | προφορική διαδικασία |
order that the parties bear their own costs in whole or in part | συμψηφίζω τα έξοδα ολικώς ή μερικώς |
order the parties to bear all or part of their own costs | συμψηφίζω ολικώς ή μερικώς τη δικαστική δαπάνη |
part of an agreement accompanying the sale of a business | παρεπόμενη συμφωνία που συνάπτεται κατά τη μεταβίβαση επιχειρήσεως |
part of work | στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας |
part-time contract | σύμβαση μερικής απασχόλησης |
part-time employment | μερική απασχόληση |
part time employment | μερική απασχόληση |
part time employment | εργασία μερικής απασχόλησης |
part-time job | μερική απασχόληση |
part-time work | εργασία μερικής απασχόλησης |
parts of the undertaking | περιουσιακά στοιχεία |
party which has been unsuccessful, in whole or in part, in its submissions | εν όλω ή εν μέρει ηττηθείς διάδικος |
perjury on the part of an expert | ψευδής ένορκη δήλωση πραγματογνώμονα |
Protocol against the illicit manufacturing of and trafficking in firearms, their parts and components and ammunition | πρωτόκολλο για την καταπολέμηση της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, μερών και εξαρτημάτων τους και πυρομαχικών |
regulation of part-time work | ρύθμιση της εργασίας μερικής απασχόλησης |
to set aside in part the decision of the Court of First Instance | μερική αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου |
to take part as agent | λαμβάνουν μέρος ως εκπρόσωποι |
to take part in ... | συμμετέχω |
to take part in the deliberations | μετέχω στη διάσκεψη |
to take part in the deliberations | λαμβάνω μέρος στις συσκέψεις |
the United Kingdom is therefore not taking part in its adoption and is not bound by it or subject to its application. | Η παρούσα πράξη συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν *. Ως εκ τούτου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας πράξης και δεν δεσμεύεται από αυτή ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της. |
transfer of undertakings or parts of undertakings | εκχώρηση επιχειρήσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων |
use another language for all or part of the proceedings | χρήση ολικώς ή μερικώς μιας άλλης γλώσσας |
voluntary part-time work | εθελούσια μερική απασχόληση |
written part of the procedure | γραπτό στάδιο της διαδικασίας |
wrongful act or omission on the part of the Community in the performance of its functions | υπηρεσιακό πταίσμα της Κοινότητας |