Subject | English | Greek |
fin. | action for post-clearance recovery | πράξη εκ των υστέρων είσπραξης |
gov. | ad personam A1 posts | θέσεις βαθμού Α1 ad personam |
gen. | air observation post | σταθμός εναέριων παρατηρήσεων |
gen. | air observation post | παρατηρητήριο αέρος |
agric. | angle post | τρίποδας |
agric. | angle post | πάσσαλος γωνίας |
fin. | annual requirements in appropriations and posts | ετήσιες ανάγκες σε πιστώσεις και σε προσωπικό |
gov. | to appoint to an established post | διορίζω σε μόνιμη θέση |
gen. | appoint to an established post, to | διορίζω σε μόνιμη θέση |
gov., fin., econ. | appropriations converted into posts | μετατροπή πιστώσεων σε θέσεις |
gen. | ASEAN Post-Ministerial Conference | Συνδιάσκεψη που ακολούθησε τη συνεδρίαση των Υπουργών του ASEAN ; Διάσκεψη που ακολουθεί τη σύνοδο των Υπουργών ASEAN |
gen. | to assign to a post | τοποθετώ σε θέση |
gen. | assign to a post, to | τοποθετώ σε θέση |
gov. | assignment to a post | τοποθέτηση/υπηρεσία |
gen. | assignment to a post | τοποθέτηση |
gen. | balances with post office bank | διαθέσιμο κεφάλαιο σε γραφεία ταχυδρομικών επιταγών |
industr., construct. | bank post | χαρτί σχήματος 56 x 44 |
fin. | bank post bill | τραπεζική εντολή |
el. | bar and post transformer | προσαρμοστής από ομοαξονική γραμμή σε ορθογώνιο κυματοδηγό με ακτινοβολιτή σχήματος Τ μέσα στον κυματοδηγό |
gov. | basic posts auxiliary staff | πρότυπες θέσεις επικουρικών υπαλλήλων |
gov. | to be called upon to occupy a post temporarily | καλούμαι προσωρινά να ασκήσω καθήκοντα |
commun. | bill-posting | τοιχοκόλληση |
industr., construct., met. | blown post | θέση φυσήματος |
gen. | bold post | θέση που εμφαίνεται με έντονους χαρακτήρες |
forestr. | boom post | ορθοστάτης μπούμας |
econ. | border control post | συνοριακός σταθμός ελέγχου |
tax., health. | border inspection post | συνοριακός σταθμός επιθεώρησης |
tax., health. | border inspection post | συνοριακός σταθμός ελέγχου |
fin., polit., immigr. | border post | συνοριακό φυλάκιο |
fin., econ., account. | budgetary posts | θέσεις του προϋπολογισμού |
commun. | bulk posting | μαζική κατάθεση |
law | by registered post | με το ταχυδρομείο ως συστημένο |
fin. | change of the number of persons in post | μεταβολές του προσωπικού |
nat.sc., life.sc. | coastal staging post | παράκτιος σχηματισμός |
med. | cofactor supplemented post-mitochondrial fraction | συνεργός παράγων με συμπλήρωμα με το μετα-μιτοχονδριακό κλάσμα |
med. | co-factor supplemented post-mitochondrial fraction | συνεργός παράγων με συμπλήρωμα με το μετα-μιτοχονδριακό κλάσμα |
med. | cofactor supplemented post-mitochondrial fraction | μετα-μιτοχονδριακό κλάσμα εμπλουτισμένο με συμπαράγοντες |
med. | co-factor supplemented post-mitochondrial fraction | μετα-μιτοχονδριακό κλάσμα εμπλουτισμένο με συμπαράγοντες |
gen. | command post | στρατηγείο |
immigr. | Common Consular Instructions for the diplomatic missions and consular posts | κοινή προξενική εγκύκλιος |
immigr. | Common Consular Instructions for the diplomatic missions and consular posts | Κοινή Προξενική Εγκύκλιος προς τις διπλωματικές και έμμισθες προξενικές αρχές |
law, commun. | communication by ordinary post | ανακοίνωση με απλή επιστολή |
commun., IT | Conference of European Post and Telephone Administrations | Ευρωπαϊκή Διάσκεψη των Ταχυδρομικών και Τηλεπικοινωνιακών Οργανισμών ; Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Υπηρεσιών Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
commun., IT | Conference of European Post and Telephone Administrations | Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη των Διοικήσεων των Ταχυδρομείων και των Τηλεπικοινωνιών |
commun., IT | Conference of European Post and Telephone Administrations | Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
commun., IT | Conference on European Post and Telegraph | Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη των Διοικήσεων των Ταχυδρομείων και των Τηλεπικοινωνιών |
commun., IT | Conference on European Post and Telegraph | Ευρωπαϊκή Διάσκεψη των Ταχυδρομικών και Τηλεπικοινωνιακών Οργανισμών ; Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Υπηρεσιών Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
commun., IT | Conference on European Post and Telegraph | Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
fin. | consignment by letter post | αποστολή με επιστολικό ταχυδρομείο |
fin. | consignment by parcel post | αποστολή με ταχυδρομικό δέμα |
IT | constraint posting | εισαγωγή περιορισμού |
gen. | consular post | προξενική αρχή |
law | control post | σημείο ελέγχου |
gen. | conversion of appropriations into posts | μετατροπή των πιστώσεων σε θέσεις απασχόλησης |
gen. | conversion of posts | μετατροπή θέσεων |
gen. | to convert appropriations into posts | μετατροπή των πιστώσεων σε θέσεις απασχόλησης |
construct. | corner post | ορόσημο |
agric. | corner post | πάσσαλος γωνίας |
agric. | corner post | τρίποδας |
nat.sc., agric. | cosmopolitan powder post beetle | λύκτος ο γραμμικός (Lyctus linearis) |
gen. | Court of Auditors list of posts | οργανόγραμμα των υπηρεσιών του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
pharma. | 30-day post-opinion period | περίοδος 30 ημερών μετά την έκδοση της γνώμης |
ed. | to decompartmentalize access to the management posts | διευκολύνω την πρόσβαση στις διευθυντικές θέσεις |
fin. | detailed list of budgetary posts and number of persons in post | οργανόγραμμα των θέσεων του προϋπολογισμού και του προσωπικού που υπηρετεί |
gen. | determination of the level of a post | καθορισμός του βαθμολογικού επιπέδου μιας θέσεως |
nat.sc., agric. | diameter of posts | διάμετρος πασσάλων |
gen. | diplomatic or consular post | διπλωματικό και προξενικό γραφείο; διπλωματική και προξενική αρχή |
life.sc., construct. | direction post | πάσσαλος διευθύνσεως |
industr., construct. | double post collar tie roof truss | ζεύγμα με ξυλοστάτες για κατοικίσιμη στέγη |
market. | double posting | λανθασμένη διπλή εγγραφή |
work.fl., IT | down posting | υποτοποθέτηση |
transp., agric. | driver's post | θέση οδηγού |
gov., patents. | duties and powers attaching to each basic post | καθήκοντα και αρμοδιότητες που ανάγονται σε κάθε πρότυπη θέση |
law, IT | duties and powers attaching to each basic post | καθήκοντα και αρμοδιότητες που ανάγονται σε κάθε θέση-τύπο |
gen. | duties and powers attaching to each basic post | καθήκοντα και αρμοδιότητες για κάθε θέση-τύπο |
gov. | educational establishment of post-secondary level | ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα |
transp., el. | end post | μονωτική διατομή |
construct. | end post | στύλος ακραίος |
met., construct. | end post | ακραία διαγώνιος |
construct. | end post | στύλος της μετωπικής πλευράς |
transp., el. | end tensioning post | στύλος ακριανός |
med. | endonasal post-operative pain syndrome | σύνδρομο ενδορρινικού μετεγχειρητικού πόνου |
lab.law. | equal treatment in relation to access to public service posts | ίση μεταχείριση στις δημόσιες θέσεις απασχόλησης |
gen. | established post | μόνιμη θέση |
commun., IT | European Conference of Post and Telecommunications Services | Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη των Διοικήσεων των Ταχυδρομείων και των Τηλεπικοινωνιών |
commun., IT | European Conference of Post and Telecommunications Services | Ευρωπαϊκή Διάσκεψη των Ταχυδρομικών και Τηλεπικοινωνιακών Οργανισμών ; Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Υπηρεσιών Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
commun., IT | European Conference of Post and Telecommunications Services | Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
fin. | European Post Office Bank | ευρωπαϊκή ταχυδρομική τράπεζα |
law | ex post | εκ των υστέρων (ex post) |
fin. | ex-post control | εκ των υστέρων έλεγχος |
econ. | ex post evaluation | εκ των υστέρων αποτίμηση |
econ. | ex post evaluation | εκ των υστέρων αξιολόγηση |
econ., construct. | ex post measurement of benefits | εκτίμησις πραγματικών οφέλων |
econ., construct. | ex post measurement of benefits | εκτίμησις πραγματικών αποτελεσμάτων |
econ., construct. | ex post measurement of effects | εκτίμησις πραγματικών αποτελεσμάτων |
econ., construct. | ex post measurement of effects | εκτίμησις πραγματικών οφέλων |
econ., insur. | ex-post notification for information | εκ των υστέρων ανακοίνωση για ενημέρωση |
fin. | ex-post verification | επαλήθευση εκ των υστέρων |
gen. | ex-ante and ex-post assessment | αξιολόγηση εκ των προτέρων και εκ των υστέρων |
law | exchange of posts | αμοιβαία ανταλλαγή θέσεων εργασίας |
med. | facility for post mortem examination | υπηρεσία μεταθανάτιας εξέτασης |
gen. | Federal Minister for Post and Telecommunications | Ομοσπονδιακσς Υπουργός Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
agric. | fence post | πάσσαλος φράκτη |
agric. | fence post | πάσσαλος γραμμής |
industr., construct. | fence post | στυλίσκοι φράκτη |
agric. | fence post | πάσσαλος περίβολου |
agric. | fence post with wire reel | πάσσαλος υποβαστάζων του τυμπάνου περιτύλιξης |
agric. | fencing post | πασσαλίσκος φράκτη |
econ. | file identifying the posts | πίνακας των θέσεων απασχόλησης |
gov., social.sc. | to fill a vacant post | πληρώνω κενή θέση |
agric. | fire control post | σταθμός ελέγχου πυρκαγιάς |
construct. | fire hydrants with tubular posts | πυροσβεστικοί κρουνοί με σωληνοειδείς κολώνες |
med. | first-aid post | σταθμός πρώτων βοηθειών |
med. | first-aid post | χώρος πρώτων βοηθειών |
transp., mater.sc. | floor strength limit at location of post | όριο αντοχής πατώματος σε δοκιμή πόντας |
mater.sc., mech.eng. | Foot and post | πόδι και ορθοστάτης |
nat.sc., agric. | foot post planter | τοποθετητής |
nat.sc., agric. | foot post planter | μικρός πάσσαλος στήριγμα |
gov., social.sc. | freeing of existing posts | αποδέσμευση |
law, lab.law. | full-time post | θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης |
construct. | gable post | ορθοστάτης |
agric. | gate post | στύλος πόρτας |
agric. | gate post | ορθοστάτης πόρτας |
work.fl., IT | generic posting | πολυσταθμική ευρετηρίαση |
work.fl., IT | generic posting | ιεραρχική ευρετηρίαση |
industr., construct., met. | goal post | εσωτερικό πλαϊνό μπλόκ |
econ. | goods sent by parcel post | αγαθά που αποστέλλονται με ταχυδρομικά δέματα |
commun. | Green Paper on Posts | πράσινη βίβλος για τον ταχυδρομικό τομέα |
commun. | Green Paper on Posts | Πράσινη Βίβλος για τα ταχυδρομεία |
industr. | guard post | φυλάκιο |
construct. | guide post | στύλος σηματοδοτήσεως |
law | head of consular post | αρχηγός της προξενικής αρχής |
gov. | highly specialised post | θέση πολύ εξειδικευμένων γνώσεων |
gen. | highly specialised post | πολύ εξειδικευμένη θέση |
gen. | highly specialized post | πολύ εξειδικευμένη θέση |
gen. | holder of a post | κάτοχος θέσης |
tech., industr., construct. | hot water post-shaping | εξοπλισμός μορφοποίησης με νερό χωρίς πίεση |
tech., industr., construct. | hot water post-shaping | μετα-μορφοποίηση με ζεστό νερό |
commun., IT | hypothesis posting | επίδειξη υπόθεσης |
gov. | in an unclassified post | εκτός οργανικών θέσεων |
med. | inspection post for fresh meat | κέντρο ελέγχου νωπού κρέατος |
agric., health., anim.husb. | International Code of Practice for Ante-Mortem and Post-Mortem Judgment of Slaughter Animals and Meat | Διεθνής Κώδικας των πρακτικών για την προ και μετά τη σφαγή αξιολόγηση των ζώων προς σφαγή και των κρεάτων |
commun. | International Post Corporation | Διεθνής Ταχυδρομική Εταιρεία |
tax. | introduction of common border posts | θέσπιση κοινών συνοριακών σταθμών διέλευσης |
gen. | introduction of common border posts | ίδρυση κοινών συνοριακών σταθμών διέλευσης |
fin., commun. | item to be submitted to customs through the post | αντικείμενο προς εκτελωνισμό μέσω του ταχυδρομείου |
econ., coal., met. | Joint declaration by the European Parliament, the Council and the Commission concerning post-ECSC arrangements | Κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τις ρυθμίσεις που θα ισχύσουν μετά την εκπνοή της Συνθήκης ΕΚΑΧ |
agric. | king post | ιστός φορτωτήρα |
agric. | king post | στύλος υποστήριξης φορτωτήρα |
construct. | king-post | ορθοστάτης |
forestr. | king post | ορθοστάτης (ξύλινης στέγης) |
construct. | king post truss | ζευκτό με αντιανέμιο |
construct. | king post truss | ζευκτό με αντηρίδα |
life.sc., tech. | launch post | εκτοξευτής πυραύλου |
commer. | letter-post item | αποστολή επιστολικού ταχυδρομείου |
gov., fin. | list of posts | οργανόγραμμα' πίνακας θέσεων' πίνακας προσωπικού |
gov. | list of posts | πίνακας θέσεων |
gen. | list of posts | πίνακας των θέσεων |
lab.law. | list of posts broken down by area of activity | κατανομή του προσωπικού κατά τομείς δραστηριότητας |
commun. | local posting | τοπική ταχυδρόμηση |
commun. | mail bulk posting | ομαδική αποστολή |
industr., construct., met. | making on a post | θέση παραγωγής φυσητών |
fin. | management of posts | διαχείριση των θέσεων απασχόλησης |
law, lab.law. | management post | στελεχική θέση |
unions. | managerial or supervisory posts | όργανα διαχειρίσεως ή εποπτείας |
gen. | managerial or supervisory posts | τα όργανα διαχειρίσεως ή εποπτείας |
life.sc., transp. | marker post for snow clearing | οριοδείκτης αποχιονισμού |
law | members of the consular post | μέλη της προξενικής αρχής |
gen. | Minister for Information Technology and Post | Υπουργός των Τεχνολογιών Πληροφοριών και των Ταχυδρομείων |
gen. | Minister for Posts and Telecommunications | Υπουργός Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
commun. | Ministry of Post and Telecommunications | Υπουργείο Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
gen. | Multiannual Programme to convert temporary posts into permanent posts | πολυετές πρόγραμμα μετατροπής των προσωρινών θέσεων σε μόνιμες |
commun. | National Telecommunications and Post Commission | Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων |
econ. | new posts | νέες θέσεις |
gov. | newly created post | θέση που έχει πρόσφατα ιδρυθεί |
gen. | newly created post | θέση που έχει δημιουργηθεί πρόσφατα |
gen. | newly created post | θέση που έχει πρόσφατα δημιουργηθεί |
pharma. | non-interventional post-authorisation safety study | μη παρεμβατική μετεγκριτική μελέτη ασφάλειας |
transp. | nosegear steering base post | μπάρα οδήγησης ριναίου τροχού |
law, commun. | notification by post | κοινοποίηση μέσω ταχυδρομείου |
commun. | office of posting | γραφείο κατάθεσης |
law | Office's list of posts | πίνακας των θέσεων εργασίας του Γραφείου |
gen. | official who holds a post | κάτοχος θέσης |
ed. | open European space in post-secondary education | ανοικτός ευρωπαϊκός χώρος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση |
mater.sc., mech.eng. | pallet posts | πλαίσιο παλέτων |
hobby, commun. | parcel-post stamp | ετικέτα προπληρωμής ταχυδρομικού δέματος |
gen. | Parliamentary State Secretary to the Federal Minister for Post and Telecommunications | Κοινοβουλευτικός Υφυπουργός, Ομοσπονδιακό Υπουργείο Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
lab.law., transp., construct. | period of posting | περίοδος αποσπάσεως |
fin., econ., account. | permanent and temporary posts | μόνιμες και έκτακτες θέσεις |
law, lab.law. | permanent post | διαρκής θέση εργασίας |
gen. | persons employed by consular posts | προσωπικό που υπηρετεί στις προξενικές υπηρεσίες |
agric. | pigtail post | πάσσαλος γραμμής |
industr., construct., chem. | pillar post | Kοφτάκι ροδέλλας |
mater.sc. | pilot's post | σταθμός καθοδήγησης |
tech., nucl.phys. | post-accident heat removal | εκκένωση της θερμότητας μετά από ατύχημα |
law, econ. | post-acquisition | κατόπιν κτήσεως |
med. | post-acute glomerulonephritis | μεταοξεία σπειραματονεφρίτις |
gen. | post-audit conference | συνάντηση επομένη της διακριβώσεως |
fin., account. | post-audit quality review | αξιολόγηση εκ των υστέρων της ποιότητας του ελέγχου |
mater.sc. | post-auditing | εκ των υστέρων παρακολούθηση |
pharma. | post-authorisation safety study | μετεγκριτική μελέτη ασφαλείας |
pharma. | post-authorisation safety study | μελέτη ασφαλείας μετά την έγκριση του φαρμάκου |
pharma. | post-authorisation study | μετεγκριτική μελέτη ασφαλείας |
pharma. | post-authorisation study | μελέτη ασφαλείας μετά την έγκριση του φαρμάκου |
account. | post balance sheet event | περιστατικό μετά την ημέρα του ισολογισμού |
gen. | Post BCCI Directive | "μετά BCCI" οδηγία |
gov. | post becoming vacancy | κενωθείσα θέση |
gen. | post becoming vacant | κενωθείσα θέση |
comp., MS | Post Bill and AR adjustments | Αναπροσαρμογές μετά τη χρέωση και ΕΙΣ (The total credits applied to a Windows Azure customer's account since a customer's last bill) |
agric. | post-blossom spray | ψεκασμός μετά την ανθοφορία |
industr., construct. | post boarding | σιδέρωμα φιξαρίσματος |
fin., commun. | post-cheque | πόστ-τσεκ |
environ., nucl.phys. | post Chernobyl measures | δράση "μετά το Tσερνομπίλ" |
agric. | post-Chernobyl regulation | κανονισμός μετά το Τσερνομπίλ |
fin., commun. | post-chèque guarantee card | κάρτα εγγύησης ποστ-τσεκ |
tax. | post-clearance check | εκ των υστέρων έλεγχος |
fin. | post-clearance checking of declarations | εκ των υστέρων έλεγχος των διασαφήσεων |
tax. | post-clearance import check | έλεγχος κατά την εισαγωγή μετά τον εκτελωνισμό |
fin. | post-clearance verification | εκ των υστέρων έλεγχος των διασαφήσεων |
environ. | post-closure | μετά το κλείσιμο |
stat. | post cluster sampling | μετασυσταδική δειγματοληψία |
stat. | post cluster sampling | μετα δειγματοληψία συστάδων |
med. | post coital test | δοκιμασία μετά τη συνουσία |
chem. | post-column derivatisation | παραγωγοποίηση μετά τη στήλη |
chem. | post column derivatisation | παραγωγοποίηση μετά τη στήλη |
chem. | post-column reactor | αντιδραστήρας εκλούσματος στήλης |
environ. | post-combustion chamber | θάλαμος μετακαυστήρα |
industr. | post-combustion plant | εγκατάσταση μετάκαυσης |
nat.sc., transp. | post-combustion technology | τεχνολογία του μετά την καύση σταδίου |
econ. | post-communism | μετακομμουνισμός |
mater.sc. | post-completion drawing | σχέδιο αντιπαραβολής |
ed. | post-compulsory education and training | μετασχολική παιδεία και επαγγελματική εκπαίδευση |
ed. | post-compulsory period | περίοδος μη υποχρεωτικής εκπαίδευσης |
med. | post concussion syndrome | υποκειμενικό σύνδρομο κρανιακών τραυματισμών |
gen. | post-conference event | μετασυνεδριακή εκδήλωση |
gen. | post-conference event | εκδήλωση μετά τη λήξη του συνεδρίου |
gen. | post-conference tour | προσυνεδριακή-μετασυνεδριακή εκδρομή |
gen. | post-conflict country | χώρα μετά από σύγκρουση |
gen. | post-conflict management | μετασυγκρουσιακή διαχείριση |
gen. | post-conflict peace-building | εδραίωση της ειρήνης μετά τις συγκρούσεις |
gen. | post-conflict recovery | αποκατάσταση μετά τις συγκρούσεις |
gen. | post-conflict rehabilitation | ανοικοδόμηση μετά τις συγκρούσεις |
gen. | post-conflict rehabilitation | ανασυγκρότηση μετά τις συγκρούσεις |
life.sc., construct. | post construction first sedimentation survey | πρώτη μετακατασκευαστική μελέτη προσχώσεως |
life.sc., construct. | post-construction surveys | μετακατασκευαστικαί αποτυπώσεις |
environ. | post consumer waste | απορρίμματα μετά από την κατανάλωση προϊόντος |
environ. | post consumer waste | απορρίμματα μετά από τη χρήση προϊόντος |
environ. | post-consumer waste recycling | ανακύκλωση απορριμμάτων μετά από την κατανάλωση |
gen. | post-convention | μετασυμβατικός |
work.fl. | post-coordination | μεταπαράταξη |
gen. | post-crisis country | χώρα μετά από κρίση |
environ. | post-crisis management | διαχείριση μετά την κρίση |
gen. | post-crisis situation | υπό συνθήκες µετά από κρίση |
industr., construct., chem. | post-cure | πρόσθετη σκλήρυνση |
industr., construct. | post-cure-inflation | διόγκωση κατά τον βουλκανισμό |
agric., industr. | post cutting curing | ξήρανση μετά την κοπή |
med. | post-decompression shock | μεταποσυμπιεστικό σοκ |
med. | post-decompression shock | μεταποσυμπιεστική καταπληξία |
med. | post-decompression syndrome | μεταποσυμπιεστικό σοκ |
med. | post-decompression syndrome | μεταποσυμπιεστική καταπληξία |
med. | post-descent shock | μεταποσυμπιεστική καταπληξία |
med. | post-descent shock | μεταποσυμπιεστικό σοκ |
el. | post-detection baseband signal-to-noise ratio | λόγος σήματος ζώνης βάσης προς θόρυβο μετά τη φώραση |
el. | post-detection signal degradation | υποβάθμιση του σήματος μετά τη φώραση |
el. | post-detection signal to interference-plus-noise energy ratio | λόγος ενέργειας σήματος μετά τη φώραση προς την παρεμβολή συν το θόρυβο |
commun. | post-dialing delay | καθυστέρηση μετά την επιλογή |
commun. | post dialing delay | καθυστέρηση μετά την επιλογή |
commun. | post-dialling delay | καθυστέρηση μετά την επιλογή |
commun. | post dialling delay | καθυστέρηση μετά την επιλογή |
gen. | post-disassembly phase | φάση μετά την αποσύνθεση |
environ. | post disaster needs assessment | εκτίμηση των αναγκών που πραγματοποιείται μετά την καταστροφή |
ed. | post-doctoral fellowship | υποτροφία μεταδιδακτορικού επιπέδου |
ed. | post-doctoral fellowship | υποτροφία για σπουδές μεταδιδακτορικής στάθμης |
ed., school.sl. | post-doctoral level | μεταδιδακτορικό επίπεδο |
ed. | post-doctoral research | ερευνητική εργασία μεταδιδακτορικού επιπέδου |
ed. | post-doctoral researcher | ερευνητής μεταδιδακτορικού επιπέδου |
agric. | post driver | οδηγός πασσάλων |
agric. | post driver | εργαλείο εμφύτευσης πασσάλων |
med. | post duration of excitation | εμμονή της διέγερσης |
ed. | post-educational training courses | μετασχολικά προγράμματα κατάρτισης |
gen. | post-embargo country | χώρα στην οποία έχει αρθεί η απαγόρευση |
environ., chem. | post-emergence herbicide | μεταφυτρωτικό ζιζανιοκτόνο |
agric. | post-emergence spraying | μεταφυτρωτική επέμβαση |
agric. | post-emergence treatment | μεταφυτρωτική επέμβαση |
account. | post-employment benefit | παροχή μετά την έξοδο από την υπηρεσία |
account. | post-employment benefit plans | προγράμματα παροχών μετά την έξοδο από την υπηρεσία |
account. | post-employment benefits | παροχές μετά την έξοδο από την υπηρεσία |
stat., social.sc. | post-enumeration check | μεταπογραφικός έλεγχος |
stat. | post-enumeration survey | μεταπογραφικός έλεγχος |
stat. | post-enumeration survey | μεταπογραφική έρευνα |
stat. | post-enumeration test | έρευνα ελέγχου |
stat. | post-enumeration test | επαληθευτική έρευνα |
stat., social.sc. | post-enumeration test | μεταπογραφικός έλεγχος |
gen. | post-evaluation report | αξιολογική έκθεση |
comp., MS | post-event | μετά το συμβάν (Occurring after a core system operation has been completed) |
fin., tax. | Post Exchange | Πι-εξ |
earth.sc., transp. | post-exit drag | οπισθέλκουσα ταχυρεύματος εξαγωγής |
earth.sc., transp. | post-exit drag | αντίσταση ταχυρεύματος εξαγωγής |
earth.sc. | post-exit streamtube | ιδεατός σωλήνας ταχυρεύματος εξαγωγής |
earth.sc. | post-exit thrust | ώση ταχυρεύματος εξαγωγής |
life.sc. | post-exposure phase | φάση αποβολής |
life.sc. | post-exposure phase | φάση μεταέκθεσης |
life.sc. | post-exposure phase | φάση απώλειας |
med. | post-extractional tooth-ache | άλγος μετά την εξαγωγή οδόντος |
fin. | post-fixed coupon | εκ των υστέρων καθοριζόμενο τοκομερίδιο |
fin. | Post-fixed coupon | Εκ των υστέρων καθοριζόμενο τοκομερίδιο |
nat.sc. | post flowering | στάδιο μετά την άνθιση |
agric. | post free | ελεύθερο εξόδων αποστολής |
life.sc. | post-frontal fog | μεταμετωπική ομίχλη |
nat.sc. | post-genomic research | μετα-γονιδιωματική έρευνα |
comp., MS | post grades | δημοσίευση βαθμολογιών (To publish grades and feedback so that they are available to students) |
med. | post-haemorrhagic shock of the newborn | μεθ'αιμορραγική καταπληξία νεογέννητου |
gen. | Post-Hague Programme | το μετά τη Χάγη Πρόγραμμα |
gen. | Post-Hague Programme | Πρόγραμμα της Στοκχόλμης |
agric. | post-harvest adding to the value of products | προστιθέμενη αξία των προϊόντων μετά την συγκομιδή |
econ. | post-harvest loss | απώλεια μετά τη συγκομιδή |
met. | post-heat pressure time | χρόνος εφαρμογής πιέσεως μεταθερμάνσεως |
met., el. | post-heat time | χρόνος μεταθερμάνσεως |
agric. | post hole auger | τρυπάνι για πασσάλους περίφραξης |
agric. | post hole borer | τρυπάνι για πασσάλους περίφραξης |
agric. | post hole digger | τρυπάνι για πασσάλους περίφραξης |
med. | post-hospital care | μετανοσοκομειακή φροντίδα |
med. | post-implantation | μετεμφυτευτικός |
med. | post-implantation embryo | μετεμφυτευτικό πρωτοέμβρυο |
gen. | post in the public service | θέση στη δημόσια διοίκηση |
econ. | post-industrial economy | μεταβιομηχανική οικονομία |
med. | post-infectious glomerulonephritis | μεταμολυσματική σπειραματονεφρίτις |
gen. | post-irradiation annealing | ανόπτηση μετά την ακτινοβόληση |
energ.ind., el. | post-irradiation examination | εξέταση μετά την ακτινοβόληση |
gen. | post-irradiation examination | ανάλυση μετά την ακτινοβόληση |
econ. | post-judgment attachment | κατάσχεση μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης |
environ. | post-Kyoto agreement on climate change | μετά-Κυότο συμφωνία |
econ., social.sc. | post-2010 Lisbon Strategy | Στρατηγική της Λισσαβώνας που θα ισχύσει μετά το 2010 |
pharma., health., anim.husb. | post-marketing surveillance study | μετεγκριτική μελέτη επιτήρησης |
gen. | post-marketing surveillance study | μελέτη εποπτείας μετά τη θέση σε κυκλοφορία |
fin. | post-maturity interest | τόκος υπερημερίας |
med. | post-menopausal | μετακλιμακτηρικός |
med. | post-menopausal | μεταεμμηνοπαυσιακός |
med. | post-menopausal phase | μετά την εμμηνόπαυση |
med. | post-menopausal pregnancy | εγκυμοσύνη μετά την εμμηνόπαυση |
gen. | post meridiem | μετά μεσημβρίαν (post meridiem) |
law | post-ministerial conference | μεταϋπουργική διάσκεψη |
gen. | Post Ministerial Conference | συνδιάσκεψη που ακολούθησε τη συνεδρίαση των Υπουργών |
gen. | Post Ministerial Meeting | συνδιάσκεψη που ακολούθησε τη συνεδρίαση των Υπουργών |
med. | post-mitochondrial fraction | μεταμιτοχονδριακό κλάσμα |
med. | post-mortem | νεκροψία |
med. | post-mortem examination | νεκροψία |
IT | post-mortem routine | μετατελεύτια ρουτίνα |
stat., social.sc. | post-neonatal mortality | μετανεογνική θνησιμότητα |
med. | post-neonatal mortality | μεταγεννητική θνησιμότητα |
gen. | post office | ταχυδρομικό γραφείο |
fin. | post office account | τρεχούμενος ταχυδρομικός λογαριασμός |
fin. | post office account | λογαριασμός ταχυδρομικών επιταγών |
commun. | Post Office Code Standardisations Advisory Group | Συμβουλευτική Ομάδα των Οργανισμών Ταχυδρομείων για την Τυποποίηση των Κωδικών |
econ. | post office financial services | χρηματοοικονομικές υπηρεσίες των ταχυδρομείων |
fin. | post office giro account | λογαριασμός ταχυδρομικών επιταγών |
fin. | post office giro account | τρεχούμενος ταχυδρομικός λογαριασμός |
fin. | post office or bank transfer order | πληρωμή με ταχυδρομική ή τραπεζική εντολή |
fin., commun. | post office savings bank | ταχυδρομικό ταμιευτήριο |
comp., MS | post-operational workflow | μετα-λειτουργική ροή εργασίας (A workflow that is asynchronous or that starts at a later time, but does not have to wait for a previous workflow to finish) |
med. | post-operative | μετεγχειρητικός |
med. | post-operative care unit | μονάδα μετεγχειρητικής νοσηλείας |
med. | post-operative nursing attendance | αποκλειστικός νοσοκόμος |
med. | post-operative shock | μετεγχειρητική συγκοπή |
med. | post-operative treatment | μετεγχειρητική αγωγή |
mater.sc., mech.eng. | post pallet | παλέτα σε στύλους |
industr., construct. | post peeling machine | μηχανή για το ξεφλούδισμα στύλων |
el. | post power amplifier filter loss | απώλεια φίλτρου μετά τον ενισχυτή ισχύος |
ed. | post-primary school | σχολείο μεταπρωτοβάθμιας εκπαίδευσης |
chem., el. | post-purge | απόπλυση |
cust. | post-release control | εκ των υστέρων έλεγχος |
law | post-release follow-up activity | παρακολούθηση μετά την έκτιση της ποινής |
med. | post-replicative repair | μετααντιγραφική επιδιόρθωση |
comp., MS | Post Rule Configurations | Ρυθμίσεις παραμέτρων κανόνα καταχώρησης (Tab on the Records section of the ribbon in CRM that contains the controls for setting the rules about how posts are handled for Yammer) |
ed. | post-school education institutions | ιδρύματα μετασχολικής εκπαίδευσης |
ed. | post-secondary adult education | μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση για ενήλικες |
ed. | post-secondary course | μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση |
ed. | post-secondary institution | ίδρυμα μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης |
law | post-sentencing follow-up | ποινή παρακολούθησης |
law | post-sentencing phase of criminal proceedings | φάση της ποινικής δίκης μετά την επιμέτρηση της ποινής |
agric. | post sharpener | ακονιστήριο πασσάλων |
med. | post shift levels of 2,5 hexanedione in urine | επίπεδα της 2,5 εξανεδιόνης στα ούρα μετά τη μετατροπή |
med. | post shift urine samples | δείγματα ούρων μετά τη μετατροπή |
econ., fin. | post-shortfall year | το έτος μετά την ελλειμματική χρήση |
mater.sc. | post shrink-tunnel tightening | μετασυρρικνωτικό σφίξιμο |
el. | post signaling delay | διάρκεια επιλογής μετά την αποστολή των ψηφίων |
el. | post signalling delay | διάρκεια επιλογής μετά την αποστολή των ψηφίων |
agric. | post smolt | μετα-σμόλτ |
gen. | post-soldered double seam process | διαδικασίες διπλής ραφής σε δοχεία με ακόλλητη πλάγια ραφή |
agric., chem. | post-sowing treatment | φροντίδα μετά τη σπορά |
earth.sc. | post-swirl-technique | τεχνική μεταπεριδίνησης |
med. | post-synaptic receptor | μετα-συναπτικός υποδοχέας |
construct. | post-tensioned | μετατανυσμένος |
law | post-term use ban | απαγόρευση χρήσης μετά τη λήξητης συμφωνίας |
social.sc. | post-therapeutic social aid | μετανοσοκομειακή κοινωνική βοήθεια ή περίθαλψις |
lab.law. | post to be filled | θέση που πρόκειται να πληρωθεί |
IT | post to be filled | θέση προς πλήρωση |
med. | post-translational event | μετα-μεταφραστικό φαινόμενο |
life.sc. | post-translational modification | μετα-μεταφραστική τροποποίηση |
med. | post-traumatic | μετατραυματικός |
med. | post-traumatic epilepsy | μετατραυματική επιληψία (epilepsia posttraumatica) |
med. | post-traumatic stress disorder | διαταραχή μετατραυματικής καταπόνησης |
med. | post-traumatic stress syndrome | διαταραχή μετατραυματικής καταπόνησης |
environ. | post-treatment | επεξεργασία εκ των υστέρων |
environ. | post-treatment Treatment of treated water or wastewater to improve the water quality | επεξεργασία εκ των υστέρων |
environ. | post-treatment management | διαχείριση μετά την επεξεργασία |
environ. | post-treatment measures | μέτρα μετεπεξεργασίας |
gen. | post-trip shutdown logic | λογικό σύστημα διακοπής της λειτουργίας μετά από αναγκαστική κράτηση |
chem. | post-type change-can mixer | σταθερός αναδευτήρας με κινητό κάδο |
gen. | post vacant from | θέση κενή από |
gen. | post vacant on | θέση κενή από |
econ. | post-war reconstruction | μεταπολεμική ανασυγκρότηση |
fin., social.sc. | post-war situation | µεταπολεµική κατάσταση |
chem., el. | post-weld heat treatment | θερμική κατεργασία μετά τη συγκόλληση |
met. | post weld upsetting in the welding machine | επανασύνθλιψη |
gen. | post-write disturb pulse | παλμός διαταραχής μετά την εγγραφή |
med. | post-zygotic exclusion | μεταζυγωτικός αποκλεισμός |
commun. | posting abroad of letter-post items | ταχυδρόμηση στο εξωτερικό αντικειμένων επιστολικού ταχυδρομείου |
commun. | posting by self | ταχυδρόμηση για ίδιο λογαριασμό |
commun. | posting by self | αυτοταχυδρόμηση |
commun. | posting collection | περισυλλογή από το γραμματοκιβώτιο |
fin., IT | posting date | ημερομηνία καταχώρισης |
lab.law. | posting of an employed person | απόσπαση μισθωτού |
social.sc., empl. | posting of workers | απόσπαση εργαζομένων |
gen. | Posting of Workers Directive | Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών |
commun. | posting on their own behalf | ταχυδρόμηση για ίδιο λογαριασμό |
commun. | posting paid for with meter impression | αντικείμενο με σφραγίδα προπληρωμής |
industr., construct., mech.eng. | posting square | οδηγός ρυθμίσεως |
gen. | posting to a non-member country | απόσπαση σε τρίτη χώρα |
fin., econ., account. | posts authorised for the financial year | θέσεις που έχουν εγκριθεί στα πλαίσια του οικονομικού έτους |
gen. | posts for street signs | κολώνες για πινακίδες δρόμων |
law | posts that are vacant | χηρεία των θέσεων |
gov. | posts which require special qualifications | θέσεις που απαιτούν ειδικά προσόντα |
gen. | posts which require special qualifications | θέση που απαιτεί ειδικά προσόντα |
nat.sc., agric. | powder-post beetle | βόστρυχος ο τυπογράφος,δασικό έντομο |
nat.sc., agric. | powder post beetle | λύκτος (Lyctus) |
nat.sc., agric. | powder-post borer | βόστρυχος ο τυπογράφος,δασικό έντομο |
gen. | pre-& post tours | προσυνεδριακή-μετασυνεδριακή εκδρομή |
comp., MS | Product Evaluation Post Launch | Αξιολόγηση προϊόντος μετά την κυκλοφορία (A template that will walk you through key areas of evaluating a product's performance after it has been placed in the marketplace) |
agric. | to reduce pre-and post-harvest losses | ελάττωση της φύρας πριν και μετά τη συγκομιδή |
fin. | regular ex post exercise | περιοδική αξιολόγηση "ex post" |
gen. | relinquishing of post | εγκατάλειψη θέσης |
gen. | removal from post | παύση |
gen. | removal from post | ανάκληση |
gov. | report on the ability to perform the duties pertaining to a post | έκθεση για την ικανότητα του ενδιαφερόμενου να εκπληρώνει τα καθήκοντα που ανάγονται στη θέση του |
gen. | report on the ability to perform the duties pertaining to a post | έκθεση για την ικανότητα εκπλήρωσης των καθηκόντων που ανάγονται σε μια θέση |
commun. | request for withdrawal from the post | αίτηση ανάληψης |
social.sc., lab.law. | reservation of special posts | σύστημα προσδιορισμού ειδικών θέσεων εργασίας |
market. | reversal of a posting | ακύρωση εγγραφής |
min.prod., fish.farm., tech. | rudder post | ποδόστημα πηδαλίου, ποδόστημα |
life.sc., tech. | sampling post | θέσις δειγματοληψίας |
agric. | sampson post | ιστός φορτωτήρα |
agric. | sampson post | στύλος υποστήριξης φορτωτήρα |
fin., econ., account. | schedule of annual requirements in appropriations and posts | χρονοδιάγραμμα των ετησίων αναγκών σε πιστώσεις και σε προσωπικό |
commun. | self-posting | αυτοταχυδρόμηση |
commun. | Senior Officials'Group on Posts | Ανώτερη Υπηρεσιακή Ομάδα για τα Ταχυδρομεία |
gen. | sensitive post | ευαίσθητη θέση |
law | service effected by post | κλήτευση με ταχυδρομική επίδοση |
construct. | spur-post | τροχοσόβη |
gen. | State Secretary, Federal Ministry of Post and Telecommunications | Υφυπουργός, Ομοσπονδιακό Υπουργείο Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
gen. | State Secretary for Posts and Telecommunications | Υφυπουργός Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
agric. | steel sheet post with clips | πάσσαλοι από ατσαλολαμαρίνα με άγγιστρα |
agric. | steel sheet post with hooks | πάσσαλοι από ατσαλολαμαρίνα με άγγιστρα |
gen. | subject to release of the post | με την επιφύλαξη αποδέσμευσης |
market. | summary posting | ανακεφαλαιωτική εγγραφή |
gen. | support for firing post | υποστήριξη σταθμού πυρός |
health., anim.husb. | system for health control of imports from third countries at frontier inspection posts | Σύστημα για τον υγειονομικό έλεγχο των εισαγωγών από τρίτες χώρες στους μεθοριακούς σταθμούς ελέγχου |
ed. | taking up of a post | ανάληψη καθηκόντων |
ed. | teacher in permanent post | διδάσκων με μόνιμη θέση |
gov., social.sc., patents. | temporary posting | προσωρινή άσκηση καθηκόντων ανώτερου βαθμού ή θέσης |
lab.law. | temporary posting | προσωρινός εκπατρισμός |
gen. | temporary posting | προσωρινή υπηρεσία |
gen. | temporary posting | προσωρινά |
gov. | temporary posting allowance | αποζημίωση για την προσωρινή άσκηση καθηκόντων ανώτερης θέσης |
gen. | temporary posting allowance | αποζημίωση για την προσωρινή άσκηση καθηκόντων |
lab.law., transp., construct. | term of posting | περίοδος αποσπάσεως |
nat.sc., agric. | test fields to permit annual post-control of seed | συγκριτικοί αγροί για να επιτραπεί ένας ετήσιος μετέλεγχος των σπόρων |
lab.law. | the number, remuneration and distribution of posts | ο αριθμός,η αμοιβή και η κατανομή των θέσεων |
patents. | the Office's list of posts | πίνακας των θέσεων εργασίας του Γραφείου |
gen. | the official may be called upon to occupy a post temporarily | ο υπάλληλος δύναται να κληθεί να καταλάβει προσωρινά μια θέση |
gen. | the official may be called upon to occupy a post temporarily | ο υπάλληλος δύναται να κληθεί προσωρινά να ασκήσει καθήκοντα |
gen. | the official shall continue in his post | ο υπάλληλος πρέπει να παραμείνει στη θέση του |
gov. | to transfer to another post | μεταθέτω |
gen. | transfer to another post, to | μεταθέτω |
agric. | trellis posts | στύλοι |
agric. | trellis posts | πάσσαλοι |
nat.sc., agric. | true powder post beetle | λύκτος ο γραμμικός (Lyctus linearis) |
construct. | tubular fountain posts | σωληνοειδείς κολώνες για δημόσιες βρύσες |
transp., construct. | tubular guard posts with hot-forged bull-heads as curbstones | σωληνοειδείς προστατευτικές κολώνες με φραιζωτή κεφαλή,σφυρήλατη εν θερμώ |
work.fl., IT | up-posting | πολυσταθμική ευρετηρίαση |
gen. | upgraded post | θέση που αναβαθμίστηκε |
commun. | user of the post | πελάτης ταχυδρομείου |
gov. | vacancy post | κενή θέση |
gov., law | vacant post | χηρεύουσα θέση' χηρεύει η θέση |
gen. | vacant post | θέση προς πλήρωση |
gen. | voting by post | άσκηση εκλογικού δικαιώματος ταχυδρομικώς |
construct. | wall post | επενδυμένος ξύλινος τοίχος |
industr., construct., met. | working on blown post | θέση παραγωγής φυσητών |
commun. | world post day | παγκόσμια ημέρα Ταχυδρομείου |
ed. | young persons undergoing apprenticeships or post-educational training courses | μαθητευόμενοι νέοι |