DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Labor law containing PLACE | all forms | exact matches only
EnglishGreek
local heating of work placesατομική θέρμανση ανά θέση εργασίας
MAC at place of workμέγιστη αποδεκτή συγκέντρωση στους εργασιακούς χώρους
maximum allowable concentration at place of workμέγιστη αποδεκτή συγκέντρωση στους εργασιακούς χώρους
place of employmentτόπος εργασίας
place of payment of employees' payτόπος καταβολής μισθού
standby duty at place of work or at homeυποχρέωση επιφυλακής στον τόπο εργασίας ή στην οικία
threshold limit value at place of workμέγιστη αποδεκτή συγκέντρωση στους εργασιακούς χώρους
TLV at place of workμέγιστη αποδεκτή συγκέντρωση στους εργασιακούς χώρους
training placeθέση κατάρτισης
unemployed person difficult to placeάνεργος που βρίσκει δύσκολα μια νέα θέση εργασίας