DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Transport containing PLACE | all forms | exact matches only
EnglishGreek
at a regular placeσ'ένα συνηθισμένο μέρος
crane-vehicle for lifting or placing railsβαγόνι γερανός για την τοποθέτηση σιδηροτροχιών
to fair in placeεπισκευάζω επί τόπου
ferry mooring placeθέση προσδέσεως του οχηματαγωγού
in place recyclingεπί τόπου ανακύκληση
mooring placeθέση πλεύρισης
mooring placeθέση προσδέσεως
mooring placeθέση αγκυροβολίας
natural ground in placeφυσικό έδαφος
passenger placeθέση επιβάτου
passing placeδιαπλάτυνσις οδού
pile cast in placeεπί τόπου χύτευση πασσάλου
pile formed in placeεπί τόπου χύτευση πασσάλου
to place a wagon out of serviceαποσύρω από την κυκλοφορία φορτηγό βαγόνι
place of checkτόπος ελέγχου
place of disembarkationχώρος αποβιβάσεως
place of embarkationχώρος επιβιβάσεως
place of fulfilmentτόπος εκτελέσεως
place of fulfilmentτόπος εκπληρώσεως
place of loadingτόπος φόρτωσης
place of refugeκαταφύγιο
place of workυπηρεσιακή έδρα
place of workέδρα εργασίας
to place on jigνα τοποθετηθεί στην καλίμπρα
to place on jigνα τοποθετετθεί στη μήτρα
place under sealμολυβδοσφραγίζω
place where the current passes from one bank to the otherθέση στην οποία το ρεύμα μετατοπίζεται από τη μια όχθη στην άλλη
placing in serviceθέση σε λειτουργία
principal place of businessκύριος τόπος επιχείρησης
resting and stopping placeσταθμός ανάπαυσης και στάθμευσης
turning round placeπεριοχή στροφής
tying-up placeπεριοχή ελλιμενισμού
tying-up placeπεριοχή σταθμεύσεως
tying-up placeαραξοβόλιο