DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Transport containing PIN | all forms | exact matches only
EnglishGreek
to bend split pin ofνα αποχωρισθούν τα άκρα μίας περόνης ασφάλισης
to bend split pin ofνα ανοιχθούν οι μύτες μίας κοπίλιας
braced pin-jointed structuresδομή τριγωνικού δικτυώματος με αμφιέρειστα μέλη
centre-pin bolsterστήριγμα κεντρικού πείρου
centre-pin supportστήριγμα κεντρικού πείρου
crank pin bearingέδρανο κομβίων στροφάλου
lock cylinder with pin tumblersβικίο με περόνες
pin chainαρθρωτή αλυσίδα
pin-chainερπύστρια
pin fixingστερέωση με πείρο
pin jointed strutαρθρωτή ράβδος
pin jointed strutαρθρωτή αντηρίδα
safety pin stowageαποθήκη ασφαλιστικών περονών