DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing P | all forms | exact matches only
EnglishGreek
A/P2 filter respirator for organic vapour and harmful dustαναπνευστικό φίλτρο τύπου A/P2 για οργανικούς ατμούς και επιβλαβείς σκόνες
anti-P antibodyαντίσωμα αντι-P
anti-P antiserumαντιορός αντι-P
chargé d'affaires e.p.μόνιμος επιτετραμμένος
ethyl p-hydroxybenzoateπ-υδροβενζοϊκός αιθυλεστέρας ; 4-υδροβενζοϊκός αιθυλεστέρας ; Ε 214
In P based materialsυλικά με βάση In Ρ
methyl p-hydroxybenzoateπ-υδροξυβενζοϊκό μεθύλιο ; 4-υδροβενζοϊκός μεθυλεστέρας ; Ε 218
P.A.X.ιδιωτικό αυτόματο τηλέφωνο
P2 filter respirator for harmful particlesαναπνευστικό φίλτρο τύπου P2 για επιβλαβή σωματίδια
P1 filter respirator for inert particlesαναπνευστικό φίλτρο τύπου P1 για αδρανή σωματίδια
P3 filter respirator for toxic particlesαναπνευστικό φίλτρο τύπου P3 για τοξικά σωματίδια
p-formπαρα-μορφή
p-markerφραστικός δείκτης
P.R.M.ρύθμιση συχνότητας παλμών
p-sulfaminobenzoicπ-σουλφαμινοβενζοϊκό οξύ
pulse duration modulation, pulse width modulation P.W.M.διαμόρφωση της παλμικής διάρκειας
sodium ethyl p-hydroxybenzoateπ-υδροξυβενζοϊκού αιθυλίου, άλας μέ νάτριο ; 4-υδροβενζοϊκός νατριοαιθυλεστέρας Ε 215
sodium methyl p-hydroxybenzoateπ- υδροξυβενζοϊκού μεθυλίου, άλας με νάτριο ; 4-υδροβενζοϊκός νατριομεθυλεστέρας Ε 219