English | Greek |
acid oil from refining | όξινο λάδι από ραφινάρισμα |
acid oil from refining | όξινο λάδι από εξευγενισμό |
anthracene oil, anthracene paste | έλαιο ανθρακενίου, πάστα ανθρακενίου |
anthracene oil, anthracene paste, anthracene fraction | έλαιο ανθρακενίου, πάστα ανθρακενίου, κλάσμα ανθρακενίου |
anthracene oil, anthracene paste, distn. lights | έλαιο ανθρακενίου, πάστα ανθρακενίου, ελαφρά αποστάγματα |
anthracene oil, anthracene-low | έλαιο ανθρακενίου, χαμηλής περιεκτικότητας σε ανθρακένιο |
blend oil gas | αέριο ελαίου ανάμειξης |
castor oil acid | οξύ καστορελαίου |
circulated gas-oil ratio | λόγος εγχεομένου αερίου προς εξαγόμενο πετρέλαιο |
crude oil engine | κινητήρας βαρέος πετρελαίου |
crude oil piping | σωλήνωση βαρέος πετρελαίου |
crude oil reserves | αποθέματα πετρελαίου |
epoxidized oil polyester | πολυεστερικό εποξυέλαιο |
light oil redistillate | επαναπόσταγμα ελαφρού ελαίου |
light oil separation | αποβενζολίωση πετρελαίου |
lube oil additive | πρόσθετο λιπαντικού λαδιού |
oil absorption | απορρόφηση λαδιού |
oil absorption | απορρόφηση ελαίου |
oil admission period | περίοδος καρβιδίωσης |
oil baffle | διάφραγμα δεξαμενής ελαίου |
oil blended with graphite | γραφιτωμένο λάδι |
oil brown | σκούρο έλαιο |
oil consumption | κατανάλωση λαδιού |
oil control valve | βαλβίδα ελέγχου ελαίου |
oil debasing | απομάκρυνση βάσεων |
oil dephenolating | απομάκρυνση φαινολών |
oil dilution | διάλυμα λαδιού |
oil-extended rubber | συνθετικό καουτσούκ με προσθήκη ελαίων |
oil extractor | διαχωριστήρας λαδιού |
oil fogging | εκνέφωση πετρελαίου |
oil foots and dregs | κατακάθια ή μούργες λαδιών |
oil for heavy duty work | λάδι μεγάλης αντοχής |
oil from the "stripping" of gas | έλαιο προερχόμενο εκ της αφαιρέσεως του βενζολίου |
oil lamp | λάμπα λαδιού |
oil length | περιεκτικότητα σε έλαια |
oil lighting | φωτισμός με λάδι |
oil liquor | ελαιώδες υγρό |
oil liquor | ελαιώδες συμπύκνωμα |
oil of camphor | έλαιο καμφοράς |
oil of vitriol | θειικό οξύ |
oil-on period | περίοδος καρβιδίωσης |
oil or fat extracted from marrow | λάδι ή λίπος που εξάγεται από τον μυελό των κοκκάλων |
oil oxidation stabiliser | πρόσθετο λιπαντικού λαδιού |
oil oxidation stabiliser | σταθεροποιητής λαδιού κατά της οξείδωσης |
oil oxidation stabilizer | πρόσθετο λιπαντικού λαδιού |
oil oxidation stabilizer | σταθεροποιητής λαδιού κατά της οξείδωσης |
oil oxydation | οξείδωση λαδιού |
oil recovery techniques | τεχνικές απόληψης πετρελαίου |
oil recovery techniques | τεχνικές ανάκτησης πετρελαίου |
oil-repellent | ελαιόφοβος |
oil-resin | ρητινέλαιο |
oil scavenge | επιστροφή λαδιού |
oil scavenge | έξοδος λαδιού |
oil-sealed governor | αναγωγική δικλείδα με ελαιόπωμα |
oil separator | διαχωριστήρας λαδιού |
oil stripping | αποβενζολίωση πετρελαίου |
oil tank | δοχείο λαδιού |
oil vat | δοχείο λαδιού |
product obtained from a condensation oil-deposit | συμπυκνωμένο προϊόν από κοίτασμα πετρελαίου |
tall oil alkyd | αλκυδικό ταλέλαιο |
tall oil fatty acid | λιπαρό οξύ του ταλελαίου |
tall oil pitch | πίσσα ταλελαίου |
tall-oil resin | ρητινώδες προϊόν που λαμβάνεται με διαχωρισμό των λιπαρών οξέων του ταλλελαίου |
tall oil resin acid | ρητινικό οξύ του ταλλελαίου |
tall oil rosin | ρητίνη ταλελαίου |
tall oil rosin acid | ρητινικό οξύ ταλελαίου |
tall oil soap | σαπούνι ταλλελαίου |
vacuum-distilled lubricating oil fraction | κλάσμα λαδιού λίπανσης που έχει αποσταχθεί σε κενό |
wash oil distillate | απόσταγμα ελαίου έκπλυσης |