Subject | English | Greek |
gen. | affirming as the essential objective of their efforts the constant improvement of | θέτοντας ως κύριο σκοπό των προσπαθειών τους τη σταθερή βελτίωση των... |
gen. | to attain, within the framework of the common market, one of the objectives | για την πραγματοποίηση ενός από τους στόχους στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινής αγοράς |
agric. | authorised adjustment of the objectives | εγκεκριμένη προσαρμογή στόχων |
ecol. | 2 ºC objective | στόχος των "2 ºC " |
polit. | Committee for implementation of development cooperation operations which contribute to the general objective of developing and consolidating democracy and the rule of law and to that of respecting human rights and fundamental freedoms 1999-2004 | Επιτροπή για την εφαρμογή δράσεων συνεργασίας για την ανάπτυξη που συμβάλλουν στο γενικό στόχο ανάπτυξης και παγιοποίησης της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου όπως και το σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών 1999-2004 |
fin. | Community initiative concerning the improvement in tendering for services by businesses in Objective 1 regions | κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με την προετοιμασία των επιχειρήσεων στην προοπτική της ενιαίας αγοράς |
econ., fin. | contract of agreed objectives | σύμβαση στόχων |
IT | control objectives | στόχοι ελέγχου |
gen. | conversion objectives | στόχοι μετατροπών |
econ. | Council Decision...on the principles, priorities, intermediate objectives and conditions contained in the Accession Partnership with... | Απόφαση του Συμβουλίου...για τις αρχές, τις προτεραιότητες, τους ενδιάμεσους στόχους και τους όρους που περιέχονται στην εταιρική σχέση για την προσχώρηση της... |
el. | Decision on principles and objectives for nuclear non-proliferation and disarmament | απόφαση για τις αρχές και τους στόχους της μη πυρηνικής διάδοσης και του αφοπλισμού |
nucl.phys. | decision on principles and objectives for nuclear non-proliferation and disarmament | απόφαση για τις αρχές και τους στόχους της μη πυρηνικής διάδοσης και του αφοπλισμού |
ed. | detailed work programme on the follow-up of the objectives of education and training systems in Europe | λεπτομερές πρόγραμμα των επακόλουθων εργασιών σχετικά με τους στόχους των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στην Ευρώπη |
med. | electromagnetic objective lens | ηλεκτρομαγνητικός αντικειμενικός φακός |
gen. | to ensure that the objectives set out in this Treaty are attained | για την πραγματοποίηση των σκοπών της παρούσης συνθήκης |
environ. | environmental quality objectives | ποιοτικοί περιβαλλοντικοί στόχοι |
med. | existential objectives | υπαρξιακοί στόχοι |
market. | franchisees'growth objectives | αναπτυξιακοί στόχοι των δικαιοδόχων |
commer. | franchisor development objectives | αναπτυξιακοί στόχοι του δικαιοπαρόχου |
met. | General objectives for steel 1995 | Γενικοί στόχοι για το χάλυβα με ορίζοντα το 1995 |
industr. | General Steel Objectives 1995 | Γενικοί στόχοι χάλυβα, 1995 |
fin. | instrument for setting objectives | μέσο για τον καθορισμό στόχων |
econ. | intermediate objectives | ενδιάμεσοι στόχοι |
econ. | new Objective 3 | νέος στόχος αριθ.3 |
gen. | new Objective 4 | νέος στόχος αριθ.4 |
industr., construct. | objective containing one or more lenses which | αντικειμενικός φακός |
environ. | objective for the stabilization of carbon dioxide emissions | στόχος σταθεροποίησης των επιπέδων του CO 2 |
med. | objective lens | αντικειμενικός |
gen. | objective of accreditation for the system | στόχος της διαπίστευσης του συστήµατος |
ed., IT | objective over time | στόχος σε συνάρτηση με το χρόνο |
gen. | Objective 1 region | περιφέρεια του στόχου 1 |
gen. | objectives and tasks of the ESCB | στόχοι και καθήκοντα του ΕΣΚΤ |
fin., social.sc. | objectives and tasks of the Structural Funds | στόχοι και αποστολές των διαρθρωτικών ταμείων |
ed. | objectives process | διαδικασία στόχων |
gen. | objectives specifically laid down | οι στόχοι που ορίζονται ειδικά |
law | political objectives | πολιτικοί στόχοι |
law | to prejudice the attainment of the objectives of the treaty | θέτω σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης ΕΚ |
med. | quality objectives | ποιοτικοί στόχοι |
environ. | Quantified Emission Limitation and Reduction Objective | ποσοτικοποιημένη υποχρέωση περιορισμού και μείωσης των εκπομπών |
econ., fin. | quantitative monetary policy objectives | ποσοτικοί στόχοι νομισματικής πολιτικής |
transp. | safety objectives | αντικειμενικοί σκοποί της ασφάλειας |
mater.sc. | scientific and technological objectives | επιστημονικοί και τεχνολογικοί στόχοι |
crim.law. | specific objective physical characteristics not subject to change | ιδιαίτερα αμετάβλητα φυσικά χαρακτηριστικά' ιδιαίτερα, αντικειμενικά και αναλλοίωτα φυσικά χαρακτηριστικά |
polit. | strategic interests and objectives of the Union | στρατηγικά συμφέροντα και στόχοι της Ένωσης |
econ. | such measures shall not prejudice the attainment of the objectives set out | τα μέτρα αυτά δεν επιτρέπεται να θίγουν τους στόχους που αναφέρονται |
environ. | the objective is to reduce emissions through the capture and stable disposal of pollutants | σκοπός είναι να μειωθούν οι εκπομπές ρύπων επιτυγχάνοντας τη δέσμευση και την ασφαλή διάθεσή τους |
gen. | the objectives of this Treaty | οι σκοποί της παρούσης συνθήκης |
life.sc., coal. | wedge to be attached to the objective of an optical shaft plumbing instrument | πρίσμα που προσαρμόζεται στο αντικειμενικό σύστημα όργανου οπτικού καταβιβασμού |
law | with a view to furthering the objective of this Treaty | για να προαχθεί ο στόχος της παρούσας συνθήκης |