Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Chinese
English
Esperanto
German
Greek
Italian
Japanese
Norwegian Bokmål
Polish
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Agriculture
containing
ONE
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
an automatic harvester is a special
one
-crop machine
τα υλικά ολικής μηχανοποίησης είναι ειδικά υλικά για μιά καθορισμένη καλλιέργεια
4-
2-chlorophenylhydrazono
-3-methylisoxazol-5-
one
ντραζοξολόν
milk yield of
one
udder quarter
γάλα από το ένα τέταρτο του μαστού
one
blade disk plow
μονόδισκο άροτρο
one
blade disk plow
δισκάροτρο με ένα δίσκο
one
-bottom plow
μονόυνο άροτρο
one
bottom plow
απλό άροτρο
one
-course farming
μονοκαλλιέργεια
one
-crop economy
μονοκαλλιέργεια
one
-crop farm
εκμετάλλευση μονοκαλλιέργειας
one
-crop system
μονοκαλλιέργεια
one
-cut shelterwood method
απομάκρυνσις παρακρατημάτων διά μιας
one
-grained wheat
σίτος ο μονόκοκκος
(Triticum monococcum)
one
-horse draught
ζεύξη ενός ίππου
one
-man saw
ατομικός πρίων
one
-mash method
μέθοδος ζυθοποίησης με μια διαβροχή
one
-piece can
μονοκόμματο κουτί
one
-piece shaker
τινάκτης ενός στοιχείου
one
-piece shaker
αχυροτινάκτης
one
-piece shaker
άλογα
one
-tank system
μέθοδος με μια δεξαμενή
one
thousand square metres
δεκάριο
one
-way blow diffuser
διαχύτης μιας κατεύθυνσης
one
way disk
πολύδισκος καλλιεργητής
one
way disk
πολύδισκο άροτρο
one
way disk
δισκάροτρο
one
way disk plow
πολύδισκο άροτρο
one
way disk plow
πολύδισκος καλλιεργητής
one
way disk plow
δισκάροτρο
one
way plough
περιστρεφόμενο άροτρο
one
way plough
άροτρο για επίπεδο όργωμα
one
way ploughing
όργωμα με το οποίο επιτυγχάνεται ισοπέδωση του εδάφους
one
way ploughing
όργωμα με το οποίο επιτυγχάνεται αναστροφή του εδάφους
one
-year shoot
πρέμνο ενός έτους
one
-year shoot
κλήμα ενός έτους
one
-year-old containerised seedling
μονοετές βωλόφυτο φυτάριο
one
years'old ewe
μηλιόρι
one
years'old ewe
μηλιόρα
package in
one
-kilo bags
συσκευασία σε πακέτα του ενός κιλού
planting of seeds
one
by one
μονόσπερμος σπορά
planting of seeds
one
by one
μονόκοκκος σπορά
to
practise farming as
one
's main occupation
γεωργός κατά κύρια απασχόληση
Protocol adjusting the trade aspects of the Europe Agreement establishing an association between the European Communities and their Member States, of the
one
part, and the Republic of Latvia, of the other part, to take account of the outcome of negotiations between the parties on new mutual agricultural concessions
Πρωτόκολλο για την προσαρμογή των εμπορικών πτυχών της ευρωπαϊκής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Λεττονίας, αφετέρου, ώστε να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών σχετικά με τις νέες αμοιβαίες γεωργικές παραχωρήσεις
sowing and weed control treatment in
one
single operation
ζιζανιοκτονία ταυτόχρονα με τη σπορά
three phases in
one
method
σύστημα με σήραγγα
three phases in
one
method
3 φάσεις 1
three phases in
one
method
τρείς φάσεις σε μία μέθοδο
three-phases-in-
one
method
μαζική παστερίωση
three-phases-in-
one
method
παστερίωση ασυσκεύαστου υποστρώματος
three-phases-in-
one
method
παστερίωση υποστρώματος σε σήραγγα
Get short URL