DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Patents containing ONE | all forms | exact matches only
EnglishGreek
to be heard by a court or other competent authority in the Member State in which one residesεξετάζεται από τις δικαστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο κάποιος κατοικεί
civil actions on the basis of more than one trade markαστικές αγωγές επί τη βάσει περισσοτέρων του ενός σημάτων
civil actions on the basis of more than one trade markαστικές αγωγές βάσει σημάτων ή άλλων σωρευτικών δικαιωμάτων
to justify one's actionαποδεικνύω την κακοπιστία του δικαιούχου
to present one's comments onλαμβάνω θέση σχετικά ...
to submit in support of one's case facts, evidence and argumentsεπικαλούμαι πραγματικά περιστατικά, προσκομίζω αποδείξεις και διατυπώνω παρατηρήσεις
to submit one's observationsυποβάλλω τις παρατηρήσεις μου