Subject | English | Greek |
gen. | Additional Protocol to the Convention on the Reduction of Cases of Multiple Nationality and Military Obligations in Cases of Multiple Nationality | Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τη μείωση των περιπτώσεων πολλαπλής ιθαγένειας και για τις στρατιωτικές υποχρεώσεις στις περιπτώσεις της πολλαπλής ιθαγένειας |
gen. | Agreement between the European Union and New Zealand on the participation of New Zealand in the European Union military crisis management operation in Bosnia and Herzegovina Operation Althea | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Νέας Ζηλανδίας σχετικά με τη συμμετοχή της Νέας Ζηλανδίας στη στρατιωτική επιχείρηση διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη επιχείρηση Althea |
gen. | Agreement between the European Union and the former Yugoslav Republic of Macedonia on the participation of the former Yugoslav Republic of Macedonia in the European Union military crisis management operation in Bosnia and Herzegovina Operation ALTHEA | συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας σχετικά με τη συμμετοχή της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στην επιχείρηση στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη επιχείρηση ALTHEA |
gen. | Agreement between the European Union and the Kingdom of Morocco on the participation of the Kingdom of Morocco in the European Union military crisis management operation in Bosnia and Herzegovina Operation Althea | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου για τη συμμετοχή του Βασιλείου του Μαρόκου στην επιχείρηση στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη επιχείρηση Althea |
gen. | Agreement between the European Union and the Republic of Albania on the participation of the Republic of Albania in the European Union military crisis management operation in Bosnia and Herzegovina Operation Althea | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Αλβανίας για τη συμμετοχή της Δημοκρατίας της Αλβανίας στην στρατιωτική επιχείρηση διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη επιχείρηση ALTHEA |
gen. | Agreement between the European Union and the Republic of Chile on the participation of the Republic of Chile in the European Union military crisis management operation in Bosnia and Herzegovina Operation ALTHEA | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Χιλής σχετικά με τη συμμετοχή της Δημοκρατίας της Χιλής στη στρατιωτική επιχείρηση διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη Επιχείρηση Althea |
gen. | Agreement between the Hellenic Republic and the Supreme Headquarters Allied Powers Europe on the special conditions applicable to the establishment and operation on Greek territory of International Military Headquarters | Συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Ανώτατου Στρατηγείου Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης SHAPE για τους ειδικούς όρους που θα διέπουν την εγκατάσταση και λειτουργία Διεθνών Στρατηγείων στην Ελληνική Επικράτεια |
gen. | Agreement on military cooperation between the Ministry of National Defence of the Hellenic Republic and the Ministry of Defence of the Republic of Armenia | Συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Εθνικής μυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Υπουργείου μυνας της Δημοκρατίας της Αρμενίας |
gen. | automatic military firearm | επαναληπτικό πολεμικό όπλο |
gen. | to call up for military service | στρατεύομαι' καλούμαι υπό τα όπλα |
lab.law. | career military personnel | μόνιμοι στρατιωτικοί |
gen. | Chairman of the European Union Military Committee | Πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης |
gen. | civil and military capabilities | πολιτικό και στρατιωτικό δυναμικό |
gen. | civil and military capabilities | πολιτικές και στρατιωτικές δυνατότητες |
polit. | civil-military cell | πολιτικοστρατιωτική μονάδα |
gen. | civil-military cooperation | στρατιωτική και μη στρατιωτική συνεργασία |
gen. | civil-military coordination | συντονισμός πολιτικών-στρατιωτικών υπηρεσιών |
polit. | civilian and military assets | μη στρατιωτικά και στρατιωτικά μέσα |
gen. | civilian and military common training | κοινή κατάρτιση για πολίτες και στρατιώτες |
polit. | civilian and military means | στρατιωτικά και μη στρατιωτικά μέσα |
polit. | Civilian Military Cell Strategic Planning Branch | Υποτμήμα Στρατηγικού Σχεδιασμού της Πολιτικοστρατιωτικής Μονάδας |
gen. | Civilian/Military Strategic Planning Branch | υποτμήμα πολιτικού/στρατιωτικού στρατηγικού σχεδιασμού |
gen. | combination of civilian and military instruments | συνδυασμός στρατιωτικών και μη στρατιωτικών μέσων |
gen. | Committee of Contributors for the European Union Military Operation in the Former Yugoslav Republic of Macedonia | Επιτροπή Συνεισφερόντων για τη Στρατιωτική Επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας |
commer., polit. | common list of military equipment | Κοινός στρατιωτικός κατάλογος της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
commer., polit. | common military list | Κοινός στρατιωτικός κατάλογος της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
commer., polit. | Common Military List of the European Union | Κοινός στρατιωτικός κατάλογος της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
econ. | Community programme for the conversion of the armaments industry and military bases | Κοινοτικό πρόγραμμα για τη μετατροπή της πολεμικής βιομηχανίας και των στρατιωτικών βάσεων |
gen. | Conference on Military Capability Improvement | Διάσκεψη για τη βελτίωση του στρατιωτικού δυναμικού |
transp., avia. | controlling military unit | στρατιωτική μονάδα ελέγχου |
environ. | Convention on the Prohibition of Military or any other Hostile Use of Environmental Modification Techniques | Σύμβαση για την απαγόρευση της στρατιωτικής ή οποιασδήποτε άλλης εχθρικής χρήσης των τεχνικών μεθόδων μεταβολής του περιβάλλοντος |
gen. | Convention on the Reduction of Cases of Multiple Nationality and on Military Obligations in Cases of Multiple Nationality | Σύμβαση για τη μείωση των περιπτώσεων πολλαπλής ιθαγένειας και για τις στρατιωτικές υποχρεώσεις στις περιπτώσεις της πολλαπλής ιθαγένειας |
life.sc. | countries and territories not disclosed for commercial or military reasons | χώρες και εδάφη που δεν αποκαλύπτονται για εμπορικούς ή στρατιωτικούς λόγους |
social.sc. | Cross of Military Valour | Σταυρός της Στρατιωτικής Αξίας |
environ. | damage from military manoeuvres Injury or harm resulting from the planned movement of armed forces or from the tactical exercises simulating war operations that is carried out for training and evaluation purposes | ζημία από οφειλόμενη σε στρατιωτικές ασκήσεις |
environ. | damage from military manoeuvres | ζημία από οφειλόμενη σε στρατιωτικές ασκήσεις |
gen. | Deputy Chairman of the European Union Military Committee | Μόνιμος Αναπληρωτής Πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
gen. | Deputy Director General and Chief of Staff of the European Union Military Staff | Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής / Αρχηγός του Στρατιωτικού Επιτελείου της Ευρωπαϊκής Ενωσης |
polit. | Deputy Director-General for Politico-Military Affairs | αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής για πολιτικοστρατιωτικά θέματα |
gen. | Director General of the European Union Military Staff | Γενικός Διευθυντής του Στρατιωτικού Επιτελείου της Ευρωπαϊκής Ενωσης |
gen. | Director General of the Military Staff | Γενικός Διευθυντής του Στρατιωτικού Επιτελείου της Ευρωπαϊκής Ενωσης |
environ. | disused military site Military site where all activity has ceased. Such areas, being extremely well sheltered against outside disturbances and in many ways less affected by human landuse than many other open landscapes, can contain significant natural habitats and rare or endangered wildlife. Abandoned military territories constitute an important source of natural landscapes to be managed and restored in an environmentally sound way | στρατιωτική περιοχή εκτός ενεργείας |
environ. | disused military site | στρατιωτική περιοχή εκτός ενεργείας |
gen. | Ecowas Military Mission in Liberia | Δυτικοαφρικανική ειρηνευτική δύναμη |
polit. | effectiveness of military expenditure | αποτελεσματικότητα των στρατιωτικών δαπανών |
transp., nautic. | Embarked Military Force | τα επί του πλοίου στοιχεία προστασίας |
lab.law. | employee conscripted for military service | στρατευμένος μισθωτός |
tech. | equipment exclusively for military use | υλικό αποκλειστικά στρατιωτικής χρήσης |
gen. | EU military bridging operation | Στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Δημοκρατία του Τσαντ και την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία |
gen. | EU military bridging operation | Ενωσιακή στρατιωτική επιχείρηση γεφύρωσης |
econ. | EU Military Committee | Στρατιωτική Επιτροπή της ΕΕ |
gen. | EU Military Committee | Στρατιωτική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
econ. | EU military mission | στρατιωτική αποστολή της ΕΕ |
gen. | EU Military Rapid Response Concept | Γενική ιδέα της ΕΕ για Στρατιωτική Ταχεία Αντίδραση |
econ. | EU Military Staff | Στρατιωτικό Επιτελείο της ΕΕ |
gen. | EU Military Staff | Στρατιωτικό Επιτελείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
polit. | European Organisation of Military Associations | Ευρωπαϊκή Οργάνωση Στρατιωτικών |
gen. | European Union civilian-military supporting action to the African Union mission in the Darfur region of Sudan | Πολιτικοστρατιωτική δράση στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την αποστολή της Αφρικανικής Ένωσης στην περιοχή Νταρφούρ του Σουδάν |
gen. | European Union Military Committee | Στρατιωτική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
gen. | European Union Military Committee Working Group | Ομάδα της στρατιωτικής επιτροπής |
gen. | European Union military coordination action in support of UN Security Council resolution 1816 | Δράση στρατιωτικού συντονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς στήριξη της απόφασης 1816 2008 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών |
gen. | European Union military mission to contribute to the training of Somali Security Forces | Στρατιωτική αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην εκπαίδευση των σομαλικών δυνάμεων ασφαλείας |
gen. | European Union military mission to contribute to the training of the Malian Armed Forces | Στρατιωτική αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην εκπαίδευση των ενόπλων δυνάμεων του Μάλι |
gen. | European Union military operation in Bosnia and Herzegovina | στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη ΒΕρ |
gen. | European Union military operation in Bosnia and Herzegovina | EUFOR Αλθαία |
gen. | European Union military operation in support of humanitarian assistance operations in response to the crisis situation in Libya | στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υποστήριξη επιχειρήσεων ανθρωπιστικής βοήθειας προς ανταπόκριση στην κατάσταση κρίσης που επικρατεί στη Λιβύη |
gen. | European Union military operation in the Central African Republic | στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία |
gen. | European Union military operation in the Former Yugoslav Republic of Macedonia | στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας |
gen. | European Union military operation to contribute to the deterrence, prevention and repression of acts of piracy and armed robbery off the Somali coast | Στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην αποτροπή, στην πρόληψη και στην καταστολή των πειρατικών επιθέσεων και των ένοπλων ληστειών στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας |
gen. | European Union Military Staff | Στρατιωτικό Επιτελείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
gen. | Exchange of Military Young Officers | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανταλλαγή νέων αξιωματικών |
gen. | Exchange of Military Young Officers | ευρωπαϊκό Erasmus |
gen. | failure to report for military service | ανυποταξία |
med. | federal military hospital | ομοσπονδιακό στρατιωτικό νοσοκομείο |
health. | General Military Hospital of Athens | Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο |
polit. | group of military experts | προσωρινό Γενικό Στρατιωτικό Επιτελείο |
UN | Guidelines on the Use of Foreign Military and Civil Defence Assets in Disaster Relief | Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη χρήση στρατιωτικών πόρων και πόρων πολιτικής άμυνας για την αντιμετώπιση καταστροφών |
gen. | Hellenic Military Geographical Service | Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού |
gen. | Initiating Military Directive | προκαταρκτική στρατιωτική οδηγία |
gen. | Initiating Military Directive | προκαταρκτική οδηγία |
polit. | interim Military Body | προσωρινό στρατιωτικό όργανο |
gen. | Interim Military Body | προσωρινό στρατιωτικό όργανο |
polit. | interim Military Staff | προσωρινό Γενικό Στρατιωτικό Επιτελείο |
polit. | interim Military Working Party | προσωρινή στρατιωτική ομάδα |
gen. | International Military Staff | Διεθνές Στρατιωτικό Επιτελείο |
gen. | Joint Military Commission | Κοινή Στρατιωτική Επιτροπή |
gen. | Joint Military Council | κοινό αμυντικό συμβούλιο |
gen. | Joint Political Military Commission | μεικτή πολιτικοστρατιωτική επιτροπή |
law, IT | leave for military service | άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων |
gen. | mechanism to administer the financing of the common costs of European Union operations having military or defence implications | μηχανισμός διαχείρισης της χρηματοδότησης των κοινών εξόδων των επιχειρήσεων της ΕΕ που έχουν στρατιωτικές συνέπειες ή συνέπειες στον τομέα της άμυνας |
law, social.sc. | Military Accident Act | νόμος περί ατυχημάτων στρατιωτικών |
environ. | military activities | στρατιωτικές δραστηριότητες |
environ. | military activities Actions and movements pertaining to or conducted by the armed forces | στρατιωτικές δραστηριότητες |
polit. | military advice and assistance tasks | αποστολές με στόχο την παροχή συμβουλών και αρωγής επί στρατιωτικών θεμάτων |
UN | military advisor of the Secretary General | στρατιωτικός σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα |
gen. | Military Agency for Standardization | Στρατιωτικός Οργανισμός Τυποποιήσεως |
tech. | military aid | στρατιωτική βοήθεια |
environ. | military air traffic | στρατιωτική εναέρια κυκλοφορία |
environ. | military air traffic Air traffic of or relating to the armed forces | εναέρια κυκλοφορία |
environ. | military air traffic Air traffic of or relating to the armed forces | στρατιωτική εναέρια κυκλοφορία |
transp., avia., tech. | military aircraft | πολεμικό αεροσκάφος |
econ. | military aircraft | στρατιωτικό αεροσκάφος |
law | military analysis and planning section | τμήμα ανάλυσης και στρατιωτικού σχεδιασμού |
UN | Military and Civil Defence Assets | αμυντικά μέσα στρατιωτικά και μη |
gen. | military arm of the European Union | στρατιωτικό σκέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
econ. | military arms and equipment sold by general government | στρατιωτικός εξοπλισμός και εφόδια που πωλούνται από το δημόσιο |
environ. | military aspects | Στρατιωτικά ζητήματα |
law | military assessment and planning branch | τμήμα ανάλυσης και στρατιωτικού σχεδιασμού |
gen. | military attache | στρατιωτικός ακόλουθος |
gen. | military balance | ισορροπία δυνάμεων |
econ. | military base | στρατιωτική βάση |
industr., construct. | military braid | στρατιωτική ταινία |
gen. | military build-up | συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων |
gen. | military build-up | αύξηση των στρατιωτικών δυνάμεων |
gen. | Military Capabilities Commitment Conference | Διάσκεψη για τη διάθεση στρατιωτικών δυνατοτήτων |
gen. | Military Capabilities Commitment Declaration | δήλωση για τη διάθεση στρατιωτικού δυναμικού |
gen. | military capability | στρατιωτικές δυνατότητες |
gen. | military capability objective | στόχος στρατιωτικού δυναμικού |
gen. | military capability target | στόχος στρατιωτικού δυναμικού |
life.sc. | military cartography | στρατιωτική χαρτογράφιση |
econ. | military cemetery | στρατιωτικό νεκροταφείο |
law, IT | military classification | στρατιωτική διαβάθμιση |
market. | military commissary | κατάστημα εξυπηρέτησης στρατιωτικών δυνάμεων |
polit. | Military Committee | στρατιωτική επιτροπή |
gen. | Military Committee | Στρατιωτική Επιτροπή |
gen. | Military Committee of the European Union | Στρατιωτική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
gen. | Military Committee Working Group | Ομάδα της στρατιωτικής επιτροπής |
gen. | Military Committee Working Group HTF | Ομάδα της Στρατιωτικής Επιτροπής Ειδική ομάδα για τον πρωταρχικό στόχο (HTF) |
life.sc. | military compass | στρατιωτική πυξίδα |
law | military contributions | στρατιωτικές εισφορές |
econ. | military cooperation | στρατιωτική συνεργασία |
econ. | military court | στρατοδικείο |
law | Military Court | Στρατοδικείο |
econ. | military criminal law | ποινικό στρατιωτικό δίκαιο |
gen. | military crisis management | στρατιωτική διαχείριση κρίσεων |
gen. | military delegate | στρατιωτικός αντιπρόσωπος |
econ. | military discipline | στρατιωτική πειθαρχία |
econ. | military end use | στρατιωτική τελική χρήση |
environ. | military equipment Equipment necessary to the performance of military activities, either combat or noncombat | στρατιωτικό υλικό |
environ. | military equipment | στρατιωτικό υλικό |
commer., polit. | military equipment | αμυντικός εξοπλισμός |
econ. | military equipment | εξοπλισμοί |
gen. | military equipment | στρατιωτικός εξοπλισμός |
gen. | military equipment arms | στρατιωτικός εξοπλισμός |
gen. | Military Erasmus | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανταλλαγή νέων αξιωματικών |
gen. | Military Erasmus | ευρωπαϊκό Erasmus |
gen. | military establishment | στρατιωτική εγκατάσταση |
gen. | military exercise | στρατιωτική άσκηση' στρατιωτικές ασκήσεις |
gen. | military field-telephone | φορητό τηλέφωνο εκστρατείας |
gen. | military forces of a State | στρατιωτικές δυνάμεις Κράτους |
social.sc. | Military Galantry Cross | Σταυρός της Στρατιωτικής Τιμής |
social.sc. | Military Gallantry Medal | Μετάλλιο της Στρατιωτικής Τιμής |
econ. | military goods control | κατάσταση στρατιωτικού υλικού |
gen. | Military Goods Controls | έλεγχος στρατιωτικών προϊόντων |
gen. | military headline goal | στρατιωτικός πρωταρχικός στόχος |
industr., construct. | military helmet | στρατιωτικό κράνος |
med. | military hospital | στρατιωτικό νοσοκομείο |
med. | military infirmary | στρατιωτικό νοσοκομείο |
gen. | military intelligence | στρατιωτικές πληροφορίες |
econ. | military intervention | στρατιωτική επέμβαση |
econ. | military law | στρατιωτικό δίκαιο |
law | military law | στρατιωτικοί νόμοι |
econ. | military manoeuvres | στρατιωτικά γυμνάσια |
social.sc. | Military Medal | Στρατιωτικό Μετάλλιο |
econ. | military occupation | στρατιωτική κατοχή |
gen. | military operation | στρατιωτική επιχείριση |
med. | military ophthalmia | τράχωμα |
med. | military ophthalmia | αιγυπτιακή οφθαλμία |
social.sc. | Military Order of Italy | Στρατιωτικό Τάγμα της Ιταλίας |
gen. | military pass | στρατιωτικό δελτίο ταυτότητας |
stat., social.sc. | military personnel | στρατιωτικοί |
stat., social.sc. | military personnel | μέλη των ενόπλων δυνάμεων |
econ. | military personnel | στρατιωτικό προσωπικό |
gen. | Military Planning Syndicate | Τμήμα Στρατιωτικού Σχεδιασμού |
transp. | military platform | στρατιωτική αποβάθρα |
transp. | military platform | αποβάθρα εξυπηρέτησης στρατιωτικών επιχειρήσεων |
el. | military range | στρατιωτική περιοχή |
el. | military range | στρατιωτική κλίμακα |
mech.eng. | military rated power | μέγιστη στρατιωτική ώση |
econ. | military regime | στρατιωτικό καθεστώς |
gen. | military representative | στρατιωτικός αντιπρόσωπος |
gen. | military representative of a Member State | στρατιωτικός εκπρόσωπος ενός κράτους μέλους |
econ. | military research | έρευνα για στρατιωτικούς σκοπούς |
econ. | military sanctions | στρατιωτικές κυρώσεις |
econ. | military science | στρατιωτική επιστήμη |
econ. | military secret | στρατιωτικό απόρρητο |
gen. | military service | στρατιωτικές υποχρεώσεις |
gen. | military service | στρατιωτική θητεία |
gen. | military space race | στρατιωτικοποίηση του διαστήματος |
gen. | Military Staff Committee | Επιτροπή Στρατιωτικού Επιτελείου |
gen. | Military Staff of the European Union | Στρατιωτικό Επιτελείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
tech., mater.sc. | Military Standard 105 | πρότυπο του αμερικανικού στρατούMilitary Standard 105 |
gen. | military strategic option | στρατιωτική στρατηγική επιλογή |
gen. | Military Strategic Option Directive | Οδηγία περί στρατηγικών στρατιωτικών επιλογών |
gen. | Military technical agreement | στρατιωτική τεχνική συμφωνία |
gen. | Military Technical Agreement between the International Security Force "KFOR" and the governments of the Federal Republic of Yugoslavia and the Republic of Serbia | Στρατιωτική και Τεχνική Συμφωνία μεταξύ της KFOR και των κυβερνήσεων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσβαβίας και της Δημοκρατίας της Σερβίας |
IT, el. | military temperature range | στρατιωτικό πεδίο θερμοκρασιών |
industr., construct. | military tent | στρατιωτική σκηνή |
econ. | military training | στρατιωτική εκπαίδευση |
industr., construct. | military uniform | στρατιωτική στολή |
gen. | military weapon | πολεμικό όπλο |
account. | military weapons and supporting systems | πολεμικά όπλα και συστήματα υποστήριξης |
environ. | military zone Area whose utilization is exclusively reserved to the army | στρατιωτική περιοχή |
gen. | military zone | στρατιωτική περιοχή |
int. law. | Montreux Document on Pertinent International Legal Obligations and Good Practices for States related to Operations of Private Military and Security Companies during Armed Conflict | έγγραφο του Montreux σχετικά με τις συναφείς διεθνείς νομικές δεσμεύσεις και τις ορθές πρακτικές κρατών, οι οποίες αφορούν επιχειρήσεις ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών και ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας σε ένοπλες συγκρούσεις |
int. law. | Montreux Document on Private Military and Security Companies | έγγραφο του Montreux σχετικά με τις συναφείς διεθνείς νομικές δεσμεύσεις και τις ορθές πρακτικές κρατών, οι οποίες αφορούν επιχειρήσεις ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών και ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας σε ένοπλες συγκρούσεις |
med. | myositis ossificans circumscripta of military personnel | οστεοποιός μυίτις από την πίεση του όπλου |
commun., transp., avia. | NATO Joint Civil and Military Frequency Agreement | Κοινή συμφωνία του ΝΑΤΟ περί συχνοτήτων |
gen. | NATO military command and control structure | δομή στρατιωτικής διοίκησης και ελέγχου του NATO |
gen. | NATO permanent liaison team at the EU Military Staff | Μονάδα συνδέσμου του ΝΑΤΟ |
gen. | NATO permanent liaison team at the EU Military Staff | Μόνιμη ομάδα συνδέσμου του ΝΑΤΟ στο Στρατιωτικό Επιτελείο της ΕΕ |
environ. | non-military crisis management | διαχείριση κρίσεων με μη στρατιωτικά μέσα |
gen. | non-military crisis management | μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων |
gen. | non-organic military force | μη εντεταγμένη στρατιωτική δύναμη |
gen. | operation having military or defence implications | επιχείρηση που έχει στρατιωτικές συνέπειες ή συνέπειες στην άμυνα |
gen. | political and military group | πολιτικοστρατιωτική ομάδα |
gen. | Politico-Military Group | πολιτικο-στρατιωτική ομάδα |
gen. | Politico-Military Group | Πολιτικοστρατιωτική Oμάδα |
gen. | Politico-Military Working Group | Πολιτικοστρατιωτική Oμάδα |
gen. | Private Military Company | ιδιωτική στρατιωτική εταιρεία |
gen. | products which are not intended for specifically military purposes | τα προ2bόντα που δεν προορίζονται για στρατιωτικούς ειδικά σκοπούς |
gen. | Protocol Amending the Convention on the Reduction of Cases of Multiple Nationality and Military Obligations in Cases of Multiple Nationality | Πρωτόκολλο για την τροποποίηση της Σύμβασης για τη μείωση των περιπτώσεων πολλαπλής ιθαγένειας και για τις στρατιωτικές υποχρεώσεις στις περιπτώσεις της πολλαπλής ιθαγένειας |
gen. | Protocol on the Status of International Military Headquarters set up pursuant to the North Atlantic Treaty | Πρωτόκολλο "επί του νομικού καθεστώτος των διεθνών στρατιωτικών αρχηγείων των εγκαθιδρυομένων συμφώνως προς την Συνθήκην του Βορείου Ατλαντικού" |
mater.sc. | research for non-military purposes | έρευνα για μη στρατιωτικούς σκοπούς |
gen. | Second Protocol amending the Convention on the Reduction of Cases of Multiple Nationality and Military Obligations in Cases of Multiple Nationality | Δεύτερο πρωτόκολλο για την τροποποίηση της Σύμβασης για τη μείωση των περιπτώσεων πολλαπλής ιθαγένειας και για τις στρατιωτικές υποχρεώσεις στις περιπτώσεις της πολλαπλής ιθαγένειας |
law | Senior Military Advisor | Ανώτερος Στρατιωτικός Σύμβουλος |
gen. | Senior Military Representative | Ανώτερος Στρατιωτικός Αντιπρόσωπος |
gen. | single civilian-military strategic planning structure | ενιαία δομή πολιτικοστρατιωτικού σχεδιασμού |
social.sc. | Sovereign Military Order of Malta | Τάγμα της Μάλτας ή Μελίτης |
gen. | special leave for military service or other national service | ειδική άδεια για την εκπλήρωση στρατιωτικής ή ανάλογης πολιτικής θητείας |
transp., avia. | Study Group of the Civil and Military Alternates to the Members of the Permanent Commission | Ομάδα μελέτης των πολιτικών και στρατιωτικών αναπληρωτών της Μόνιμης Επιτροπής ; Ομάδα μελέτης των αναπληρωτών |
polit. | Support to Chairman of the European Union Military Committee | υποστήριξη προς τον Πρόεδρο της Στρατιωτικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης |
gen. | Supreme Military Court | ανώτατο στρατοδικείο |
IT | tactical military cable | τακτικό στρατιωτικό καλώδιο |
gen. | territory designated as being of military importance | ζώνη που έχει κηρυχθεί ως στρατιωτικής σημασίας |
gen. | third party military force | ένοπλες δυνάμεις ουδετέρων χωρών |
transp. | train carrying military equipment | αμαξοστοιχία μεταφοράς στρατιωτικού υλικού |
UN | United Nations Military Liaison Officer | Στρατιωτικός Αξιωματικός Σύνδεσμος στα Ηνωμένα Έθνη |
UN | United Nations Military Observer Group in India and Pakistan | Ομάδα στρατιωτικών παρατηρητών στην Ινδία και το Πακιστάν |
gen. | United Nations Military Staff Committee | Επιτροπή Στρατιωτικού Επιτελείου |
econ. | voluntary military service | εθελοντική θητεία |
econ. | women's military service | θητεία γυναικών |