DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Agriculture containing Local | all forms | exact matches only
EnglishGreek
basic local sectorβασικός ενδογενής κλάδος
local freshwater fishing resourcesτοπικοί αλιευτικοί πόροι γλυκέων υδάτων
local operatorσυλλογικός φορέας
local roadεπαρχιακός δρόμος
local soil conditionεδαφολογικές συνθήκες τις περιοχής
local sprayingκατευθυνόμενος ψεκασμός
local sprayingτοπικός ψεκασμός
local tariff tableτοπικόν προοδευτικόν δασμολόγιον
National inter-trade association of table wines and local wines of FranceΔιεπαγγελματική Εθνική 'Ενωση των επιτραπέζιων και των τοπικών οίνων της Γαλλίας
preservation in a way adapted to local technologiesσυντήρηση προσαρμοσμένη στην τοπική τεχνολογία