Subject | English | Greek |
life.sc., environ. | activated sludge respiration inhibition test | έλεγχος για την αναστολή της αναπνοής της ενεργοποιημένης ιλύος |
life.sc., environ. | activated sludge respiration inhibition test | έλεγχος για την αναστολή της οξυγόνωσης της ενεργοποιημένης ιλύος |
industr., construct., chem. | air inhibition | παρεμποδιστική δράση του αέρα |
environ., chem. | alga, growth inhibition test | δοκιμή παρεμπόδισης ανάπτυξης σε φύκη |
environ., chem. | alga, growth inhibition test | δοκιμή αναστολής ανάπτυξης σε φύκη |
med. | alga inhibition test | δοκιμασία αναστολής αλγών |
environ., chem. | algal growth inhibition test | δοκιμή αναστολής ανάπτυξης σε φύκη |
environ., chem. | algal growth inhibition test | δοκιμή παρεμπόδισης ανάπτυξης σε φύκη |
environ., chem. | algal inhibition test | δοκιμή αναστολής ανάπτυξης σε φύκη |
environ., chem. | algal inhibition test | δοκιμή παρεμπόδισης ανάπτυξης σε φύκη |
IT | between-level inhibition | ασύμβατη αναστολή |
met. | chlorides prevent inhibition owing to their penetrating characteristics | τα χλωριόντα παρεμποδίζουν την αναστολή εξ αιτίας των διεισδυτικών τους ικανοτήτων |
pharma., chem. | clear zone of inhibition | ευκρινής ζώνη αναστολής |
med. | coefficient of inhibition | συντελεστής αναστολής |
IT | competitive inhibition | συναδελφική αναστολή |
environ. | competitive inhibition | ανταγωνιστικός αποκλεισμός |
med. | competitive inhibition | ανταγωνιστική παρεμπόδιση |
med. | competitive inhibition | συναγωνιστική αναστολή |
med. | competitive inhibition assay | ανάλυση συναγωνιστικής αναστολής |
med. | competitive inhibition assay | ανάλυση ανταγωνιστικής σύνδεσης |
health., nat.sc. | concentration causing 50% inhibition of a given parameter | συγκέντρωση προκαλούσα κατά 50% αναστολή συγκεκριμένης παραμέτρου |
health., nat.sc. | concentration causing 50% inhibition of a given parameter | συγκέντρωση που αναστέλλει κατά 50% μια δεδομένη παράμετρο |
med. | concerted feedback inhibition | εναρμονισμένος έλεγχος από επανατροφοδότηση |
med. | contact inhibition | παρεμπόδιση επαφής |
med. | contact inhibition | αναστολή επαφής |
med. | contact inhibition | παρεμπόδιση εξαρτώμενη από την πυκνότητα |
med. | cumulative feedback inhibition | επισωρευτικός έλεγχος με επανατροφοδότηση |
earth.sc. | current inhibition | παρεμπόδιση ρεύματος |
earth.sc. | current inhibition | παρακώληση ρεύματος |
med. | density-dependent inhibition | παρεμπόδιση εξαρτώμενη από την πυκνότητα |
med. | density-dependent inhibition | παρεμπόδιση επαφής |
med. | disappearance of inhibitions | εξαφάνιση αναστολών |
med. | end-product inhibition | επανατροφοδοτική αναστολή |
med. | end-product inhibition | αναδραστική αναστολή |
med. | end-product inhibition | αναστολή από τελικό προϊόν |
med. | enzyme inhibition | παρεμπόδιση ενζύμου |
med. | external inhibition | παρεμπόδιση |
med. | external inhibition | αναστολή |
med. | extrapyramidal inhibition of movement | εξωπυραμιδικός περιορισμός κινήσεων |
med. | feedback inhibition | αναστολή από τελικό προϊόν |
med. | feedback inhibition | επανατροφοδοτική αναστολή |
med. | feedback inhibition | αναδραστική αναστολή |
med. | feedback inhibition | έλεγχος με ανάδραση |
el. | gate inhibition | πύλη απαγόρευσης |
nat.res. | growth inhibition | αναστολή της ανάπτυξης |
agric. | growth inhibition | αναστολή της αύξησης |
health., environ. | growth inhibition test | δοκιμή δοκιμές αναστολής αναπτύξεως |
health., anim.husb. | growth inhibition test | δοκιμασία αναστολής της ανάπτυξης |
health. | haemagglutination inhibition | αναστολή αιμοσυγκόλλησης |
med. | haemagglutination inhibition test | δοκιμασία αναστολής της αιμοσυγκόλλησης |
life.sc. | inhibition curve | καμπύλη αναστολής |
med. | inhibition ELISA | παρεμποδιστική ΕLΙSΑ |
med. | inhibition of blood-coagulation | αναστολή πήξης αίματος |
med. | inhibition of collagen synthesis | αναστολή της σύνθεσης κολλαγόνου |
med. | inhibition of limiting output | οριακή αναστολή |
med. | inhibition of movement | κινητική βλάβη |
med. | inhibition of the cell growth | αναστολή της κυτταρικής ανάπτυξης |
med. | inhibition of the cell growth | ανάσχεση της κυτταρικής ανάπτυξης |
med. | inhibition of the mental process | επιβράδυνση της σκέψης |
med. | inhibition test | δοκιμασία αναστολής |
nat.res. | inhibition to microbiological activity | αναστολή της μικροβιολογικής δράσης |
law, lab.law. | inhibition to practise | αναστολή ασκήσεως του επαγγέλματος |
med. | internal inhibition | αναστολή |
med. | internal inhibition | παρεμπόδιση |
med. | lateral inhibition | πλευρική αναστολή |
med. | migration inhibition factor | παράγοντας παρεμπόδισης μετανάστευσης |
med. | mitotic inhibition | αναστολή μίτωσης |
med. | mixed inhibition | μεικτή αναστολή |
life.sc. | negative inhibition | αρνητική αναστολή |
med. | non-competitive inhibition | μη ανταγωνιστική παρεμπόδιση |
med. | noncompetitive inhibition | μη συναγωνιστική αναστολή |
med. | partial inhibition of mitosis | μερική αναστολή της μιτώσεως |
nat.sc. | percentage inhibition | επί τοις εκατό ποσοστό αναστολής |
med. | postsynaptic inhibition | μετασυναπτική αναστολή |
med. | presynaptic inhibition | προσυναπτική αναστολή |
med. | Ranschburg inhibition | αναστολή του Ranschburg |
med. | reciprocal inhibition | αλληλένδετη αναστολή |
med. | recurrent inhibition | παλίνδρομη αναστολή |
med. | reflex inhibition | ανακλαστική αναστολή |
med. | reflex inhibition | ανακλαστική παρεμπόδιση |
med. | reflex inhibition | κατάργηση αντανακλαστικού |
med. | reversible inhibition | αντιστρεπτή αναστολή |
med. | selective inhibition | συναγωνιστική αναστολή |
med. | sequential feedback inhibition | διαδοχικός έλεγχος με επανατροφοδότηση έγχου |
health. | shunting inhibition | σιωπηλή αναστολή |
health. | shunting inhibition | διορθωτική αναστολή |
med. | side inhibition | πλευρική αναστολή |
health. | silent inhibition | διορθωτική αναστολή |
health. | silent inhibition | σιωπηλή αναστολή |
agric., industr. | sucker inhibition | ανάσχεση πλάγιας βλάστησης |
med. | synaptic inhibition | συναπτική αναστολή |
med. | theory of inhibition | θεωρία αναστολής |
industr., construct., chem. | total inhibition point | σημείο ολικής αναστολής |
med. | uncompetitive inhibition | μη αντιστρεπτή παρεμπόδιση |
health. | unit inhibition | αναστολή μονάδας |