Subject | English | Greek |
gen. | a decision which is of direct and individual concern to a person | αποφάσεις που αφορούν άμεσα και ατομικά ένα πρόσωπο |
law | action brought by individuals against a Directive | ένδικη προσφυγή ιδιωτών στρεφόμενη κατά οδηγίας |
account. | actual individual consumption | πραγματική ατομική κατανάλωση |
IT | Additional Protocol to the Convention for the Protection of Individuals with regard to Automatic Processing of Personal Data, regarding supervisory authorities and transborder data flows | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα, όσον αφορά τις εποπτικές αρχές και τη διαμεθοριακή ροή δεδομένων |
transp. | all-relay interlocking with individual control switches | χειριστήριο με ηλεκτρονόμο με χειροκίνητους μη εμπλεκόμενους μοχλούς |
econ. | appeals by private individuals | προσφυγή ιδιωτών |
law | to assess individual character | εκτίμηση της ατομικότητας |
med. | asymptomatic individual | άτομο που δεν παρουσιάζει συμπτώματα |
med. | atopic individual | άτομα με ατοπία |
fin. | broker-dealer individual clearer | αντισταθμιστικός διαπραγματευτής |
econ. | changes in prices at the level of individual transactions | μεταβολές των τιμών στο επίπεδο των επιμέρους συναλλαγών |
environ. | chemical interaction of individual contaminants | χημική αλληλεπίδραση των επιμέρους ρύπων |
stat., account. | Classification of Individual final Consumption by Purpose households | Ταξινόμηση της ατομικής τελικής κατανάλωσης με βάση το σκοπό νοικοκυριά |
fin. | classification of individual consumption by purpose | ταξινόμηση της ατομικής κατανάλωσης με βάση το σκοπό |
stat., account. | Classification of Individual Consumption by Purpose for Households | Ταξινόμηση της ατομικής τελικής κατανάλωσης με βάση το σκοπό νοικοκυριά |
gov. | codification and terminology of the personal individual record sheet | κωδικοί αριθμοί και ονοματολογία του δελτίου ατομικών στοιχείων |
gen. | codification and terminology of the personnel individual record sheet | κωδικοί αριθμοί και ονοματολογία του δελτίου ατομικών στοιχείων |
polit. | Committee for application of the legislation on general authorisations and individual licenses in the field of telecommunications services GAIL | Επιτροπή για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τη χορήγηση γενικών και ειδικών αδειών στο πεδίο των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών AGLI |
gen. | Committee on the protection of individuals with regard to the processing of personal data and on the free movement of such data | Επιτροπή για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών |
agric. | compensation for the reduction of individual reference quantities | αποζημίωση για τη μείωση των μεμεονωμένων ποσοτήτων αναφοράς |
law | concept of fair ground for individual dismissal | έννοια της εύλογης αιτίας για την ατομική απόλυση |
law, IT | consent of the individual concerned | συγκατάθεση του ενδιαφερομένου προσώπου |
transp. | consolidation of individual consignments | ενοποίηση ατομικών αποστολών |
med. | constant individual faults | παράγων προσωπικού λάθους ή σφάλματος |
gen. | constituency-based voting for individual candidates | ονομαστική ψήφος ανά εκλογική περιφέρεια |
fin. | contracts concluded with outside bodies or individuals | συμβάσεις που συνάπτονται με τρίτους αιτούντες |
IT | Convention for the Protection of Individuals with regard to Automatic Processing of Personal Data | Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα |
h.rghts.act. | Council for the Defence of Individuals' Rights | Συμβούλιο για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων |
econ. | crime against individuals | έγκλημα κατά προσώπων |
econ. | decision granting individual exemption | απόφαση ατομικής εξαίρεσης |
h.rghts.act. | Declaration on the Right and Responsibility of Individuals, Groups and Organs of Society to Promote and Protect Universally Recognized Human Rights and Fundamental Freedoms | Διακήρυξη για το δικαίωμα και την ευθύνη των ατόμων και κοινωνικών ομάδων και φορέων για την προώθηση και προάσπιση των διεθνώς ανεγνωρισμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών |
commun. | degree of individual distortion | βαθμός υποκειμενικής παραμόρφωσης |
commun. | degree of individual distortion of a particular significant instant | βαθμός ατομικής παραμόρφωσης μιας ιδιαίτερης χαρακτηριστικής χρονικής στιγμής |
transp. | degree of individual service | στάθμη εξυπηρέτησης |
transp. | degree of individual service | επίπεδο εξυπηρέτησης |
med. | delaying the functional decline of the individual | καθυστέρηση της έκπτωσης των λειτουργιών του ατόμου |
gen. | Department for individual cases in matters of international judicial cooperation | υπηρεσία των κατ´ιδίαν περιπτώσεων σε θέματα διεθνούς δικαστικής συνεργασίας |
law | design considered to have an individual character | ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι έχει ατομικότητα |
crim.law., h.rghts.act., econ. | Directive on the protection of individuals with regard to the processing of personal data by competent authorities for the purposes of prevention, investigation, detection or prosecution of criminal offences or the execution of criminal penalties, and the free movement of such data | Πρόταση οδηγίας του ΕΚ και του Συμβουλίου για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών |
gen. | dismantling of fuel stringers into individual elements | αποσυναρμολόγησις ράβδων δέσμης πυρηνικού καυσίμου σε επί μέρους στοιχεία |
commun., IT | distribution service with user individual presentation control | υπηρεσία διανομής με ατομικό έλεγχο παρουσίασης χρήστη |
commun. | distribution service without user individual control | υπηρεσία διανομής χωρίς ατομικό έλεγχο χρήστη |
commun., IT | distribution service without user individual presentation control | υπηρεσία διανομής χωρίς ατομικό έλεγχο χρήστη |
work.fl., IT | documentation of individual entities | τεκμηρίωση ατομικών οντοτήτων |
industr., mech.eng. | during the individual modes | κατά τη διάρκεια κάθε φάσης λειτουργίας |
cust. | each individual package shall be sealed | πραγματοποιείται σφράγιση καθενός κιβωτίου |
econ. | ECSC individual Decision | ατομική απόφαση ΕΚΑΧ |
gen. | European Convention on the Control of the Acquisition and Possession of Firearms by Individuals | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την απόκτηση και την κατοχή πυροβόλων όπλων από ιδιώτες |
fin. | exposure to individual clients | άνοιγμα έναντι μεμονωμένων πελατών |
fin. | to finance through individual loan | χρηματοδότηση μέσω ατομικού δανείου |
transp. | fixed individual air fare | μεμονωμένα καθοριζόμενος σταθερός αεροπορικός ναύλος |
econ. | flexible approach to remunerations depending on the individual performance | ελαστικότητα των αμοιβών σε συνάρτηση με την ατομική απόδοση |
fin. | fund investing in an individual country | εταιρεία επενδύσεων σε συγκεκριμένη χώρα |
fin. | fund investing in an individual industry | εταιρεία επενδύσεων σε συγκεκριμένο παραγωγικό κλάδο |
stat., scient. | Galton's individual difference problem | πρόβλημα των ατομικών διαφορών του Galton |
stat. | Galton's individual difference problem | μεμονωμένο πρόβλημα διαφοράς του Galton |
environ. | goal of individual economic business The aim, purpose, objective, or end for a profit-seeking enterprise engaged in commerce, manufacturing, or a service | στόχοι των επιμέρους επιχειρηματικών κλάδων |
environ. | goal of individual economic business | στόχοι των επιμέρους επιχειρηματικών κλάδων |
environ. | goals of individual economic businesses | στόχοι των επιμέρους επιχειρηματικών κλάδων |
transp. | Guided Automated Individual Transportation System | σύστημα αυτομάτως καθοδηγούμενης μεταφοράς ιδιωτικής χρήσης |
lab.law. | individual accident | ατομικό ατύχημα |
fin., IT | individual account identification | αριθμός λογαριασμού |
proced.law., busin., labor.org. | individual action | ατομικές διώξεις των πιστωτών |
lab.law. | individual adaptability to user | προσαρμοστικότητα στον κάθε χρήστη |
el. | individual aerial | ατομική κεραία |
social.sc. | individual ageing | ατομικό γήρας |
law, lab.law. | individual agreement | ατομική σύμβαση |
gen. | individual agreement | ατομική συμφωνία |
econ., commer. | individual aid | ατομική ενίσχυση |
market., fin. | individual aid credit | μεμονωμένη πίστωση βοήθειας |
agric. | individual air blast nozzle | οπή σωλήνα μικρού διαμετρήματος |
mech.eng. | individual air module | συσκευή ατομικού αερισμού |
transp., mech.eng. | individual air outlet | στόμιο ατομικού εξαερισμού |
fin. | individual annual tranche | μεμονωμένη ετήσια δόση |
el. | individual antenna | ατομική κεραία |
med. | individual anthropology | ατομική ανθρωπολογία |
med. | individual antigen | ατομικό αντιγόνο |
agric. | individual apertures | μεμονωμένα ανοίγματα |
h.rghts.act. | individual application | ατομική προσφυγή |
gen. | individual application for assistance | επί μέρους αίτηση για χορήγηση συνδρομής |
transp., mil., grnd.forc. | individual approval | επιμέρους έγκριση |
transp., mil., grnd.forc. | individual approval certificate | πιστοποιητικό επιμέρους έγκρισης |
immigr. | individual assessment | εξατομικευμένη εκτίμηση |
transp., mech.eng. | individual axle-drive | ανεξάρτητος χειρισμός κάθε άξονα |
transp., el. | individual axle-drive | ατομική μετάδοση |
agric. | individual box for calves | ατομικό χώρισμα για μόσχους |
fin. | individual budget commitment | ατομική δημοσιονομική δέσμευση |
fin. | individual budgetary commitment | ατομική δημοσιονομική δέσμευση |
tech., industr., construct. | individual captan system of a ring doubling and twisting frame | εκδοτικό σύστημα νήματος με έλεγχο τάνυσης για αδελφωτική και στριπτική μηχανή |
commun. | individual case basis | βάση ατομικής περίπτωσης |
pharma. | individual case safety report | έκθεση ασφάλειας για την αναφορά μεμονωμένου περιστατικού |
tax., nat.res., agric. | individual ceiling | ατομική οροφή |
construct. | individual central heating | ατομική κεντρική θέρμανση |
gen. | individual commitments | επιμέρους αναλήψεις υποχρεώσεων |
met. | individual construction | κατασκευή ανά μονάδα |
commer. | individual consumers | μεμονωμένοι καταναλωτές |
account. | individual consumption expenditure | ατομική καταναλωτική δαπάνη |
health. | individual container | ατομικό δοχείο |
insur. | individual contract | ατομική σύμβαση |
commun., mech.eng. | individual control | ατομικός χειρισμός |
mech.eng. | individual control | αυτοτελής έλεγχος |
commun., mech.eng. | individual control | ανεξάρτητος χειρισμός |
invest. | individual custody | χωριστή παρακατάθεση |
invest. | individual custody | ατομική παρακαταθήκη |
gen. | individual decision relating to a service franchising agreement | μεμονωμένη απόφαση σχετικά με συμφωνία franchising παροχής υπηρεσιών |
law | individual decision under civil law | ατομική απόφαση αστικού δικαίου |
agric. | individual declaration | ατομικές ατομική δηλώσειςδήλωση |
med. | individual diagnosis | διάγνωση προσωπικότητας |
gen. | individual directive | ειδική οδηγία |
med. | individual dose | ατομική δόσις |
health. | individual dose | ατομική δόση |
med. | individual dose | προσωπική δόσις |
med. | individual dose | προσωπική δόση |
med. | individual dose equivalent | ατομική ισοδύναμη δόση |
med. | individual dosimetry | ατομική δοσιμετρία |
transp., el. | individual drive | ατομική μετάδοση |
mech.eng. | individual drive | χειρισμός με ανεξάρτητο κινητήρα |
el. | individual drive | ατομικός χειρισμός |
agric. | individual earnings of persons engaged in agriculture | ατομικό εισόδημα των εργαζομένων στη γεωργία |
law, lab.law. | individual employment contract | ατομική σύμβαση εργασίας |
polit. | Individual Entitlements and Payroll Unit | Μονάδα Ατομικών Δικαιωμάτων και Μισθοδοσίας |
polit. | Individual Entitlements Service | Υπηρεσία Ατομικών Δικαιωμάτων |
stat. | individual enumeration | ατομική καταμέτρηση |
polit. | Individual Equipment and Logistics Unit | Μονάδα Εξοπλισμού και Υλικοτεχνικής Υποστήριξης |
transp. | individual exemption | ατομική εξαίρεση |
fin. | individual exemption | ατομική απαλλαγή |
stat., agric. | individual farm | ατομική εκμετάλλευση |
stat., agric. | individual farming | ατομική εκμετάλλευση |
law | individual fee | ατομικό τέλος |
agric. | individual feeding | τροφοδοσία κατά ζώο |
agric. | individual feeding | ατομικό σύστημα τροφοδοσίας |
industr., construct. | individual filaments stretched lengthwise | στοιχειώδεις συνεχείς κλώνοι διευθετημένοι κατά μήκος |
chem., el. | individual flue system | ατομική καπνοδόχος |
law | individual freedoms | ατομικά δικαιώματα |
gen. | individual grant | επί μέρους επιχορήγηση |
gen. | individual grant | επί μέρους επιδότηση |
tech., law, el. | individual grid model | ατομικό μοντέλο δικτύου |
cust. | individual guarantee | μεμονωμένη εγγύηση |
transp. | individual hand-operated mechanism | αποκλειστικός χειροκίνητος μηχανισμός |
social.sc., health. | individual health record | ατομικός ιατρικός φάκελος |
tax. | individual income tax on natural persons | φόρος επί του εισοδήματος φυσικών προσώπων |
IT, dat.proc. | individual-index file | μονοευρετηριακό αρχείο |
IT, dat.proc. | individual-index file | αρχείο ενός ευρετηρίου |
med. | individual infectivity | ατομική μολυσματικότητα |
polit. | Individual Infrastructure Management | Διαχείριση Ατομικών Υποδομών |
fin. | individual investor | τελικός επενδυτής |
agric. | individual invitation to tender | ειδική δημοπρασία |
market., fin. | individual item usable in itself | είδος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως έχει |
transp. | individual journey | μονομελής ταξιδιωτική αποστολή |
transp. | individual journey speed | ταχύτητα διαδρομής |
commun., transp. | individual junction control | τοπική ρύθμιση |
commun., transp. | individual junction control | ρύθμιση μεμονωμένου κόμβου |
agric. | individual keeping | ατομική εκτροφή |
ed., IT | individual learners connected to the system | μεμονωμένοι μαθητές συνδεδεμένοι με το σύστημα |
market. | individual ledgers | ιδιωτική λογιστική |
proced.law., busin., labor.org. | individual legal action | ατομικές διώξεις των πιστωτών |
commun. | individual licence | ειδική άδεια |
insur. | individual life assurance | ατομική ασφάλιση ζωής |
insur. | individual life insurance policies taken out by households | ατομικές ασφάλειες ζωής που συνάπτουν τα νοικοκυριά |
transp., el. | individual lighting | ατομικός φωτισμός |
agric. | individual limit per producer | ατομικό όριο ανά παραγωγό |
commun., IT | individual line | ατομική γραμμή |
earth.sc. | individual line | μονήρης γραμμή |
earth.sc. | individual line | απομονωμένη γραμμή |
transp. | individual load | μεμονωμένο φορτίο |
fin. | individual loan | ατομικό δάνειο |
IT, dat.proc. | individual macro | ανεξάρτητη μακροεντολή |
law, fin. | individual mark | ατομικό σήμα |
ed. | individual mark sheet | ατομικό δελτίο επιδόσεων |
law | individual markings | μεμονωμένο σήμα |
law | individual marks | μεμονωμένο σήμα |
law, fin. | individual master file | γενικό μητρώο μέλους |
health. | individual means of protection | ατομικά μέσα προστασίας |
gen. | individual measure | μεμονωμένο μέτρο |
stat. | individual measurement | μεμονομένη μέτρηση |
IT | individual media object | επιμέρους αντικείμενο του μέσου |
IT | individual message | προσωπικό μήνυμα |
IT | individual message | μήνυμα από χρήστη σε χρήστη |
energ.ind. | individual meter | ιδιωτικός μετρητής |
energ.ind. | individual metre | ιδιωτικός μετρητής |
stat., social.sc. | individual migration | ατομική μετανάστευση |
social.sc. | individual mobility grant | ατομική επιδότηση κινητικότητας |
fin., unions. | individual monitoring | ατομική εποπτεία |
med. | individual motoricity | ατομική κίνηση |
agric. | individual nest | ατομική φωλιά |
med. | individual norm | ατομικός τύπος |
gen. | individual occupant mass | μάζα επιβαίνοντος |
law | individual or body approved as experts | πρόσωπο ή οργανισμός που προκρίνεται ως πραγματογνώμονας |
econ. | individual output | ατομική απόδοση |
fin. | individual own-account share | μεμονωμένο ποσοστό |
tech., mater.sc., mech.eng. | individual pack | ατομική συσκευασία |
tech., mater.sc., mech.eng. | individual package | ατομική συσκευασία |
agric. | individual packaging | ατομική συσκευασία |
med. | individual parasitism | ατομικός παρασιτισμός |
gen. | Individual Partnership Programme | Ατομικό Πρόγραμμα Συνεργασίας |
transp. | individual passenger | επιβάτης μεμονωμένος |
sec.sys. | individual pension scheme | ατομικό συνταξιοδοτικό σύστημα |
forestr. | individual pile on a truck | μεμονωμένος σωρός (σε ένα φορτηγό) |
lab.law., agric. | individual plough body safety release | διάταξη ασφαλείας ενσωματωμένη στο σώμα |
lab.law., agric. | individual plough body safety release | διάταξη ασφαλείας ενσωματωμένη με το πλαίσιο των αρότρων |
construct. | individual podium step | ατομική σκάλα με κεφαλόσκαλο |
ed., empl. | Individual Portfolio of Competence | προσωπικός φάκελος προσόντων ; φάκελος προσόντων |
fin. | individual portfolio of investments | ατομικό χαρτοφυλάκιο επένδυσης |
agric. | individual portion | ατομική μερίδα |
med. | individual predisposition | ατομική προδιάθεση |
gen. | individual premium | ατομικό ασφάλιστρο |
law | individual product group | μεμονωμένη ομάδα προϊόντων |
gen. | individual project | μεμονωμένο έργο |
construct. | individual project | ανεξάρτητον έργον |
gen. | individual project | επί μέρους έργο |
tech. | individual protection system | σύστημα ατομικής προστασίας |
med. | individual psychology | ψυχολογία της προσωπικότητας |
health. | individual psychotherapy | ατομική ψυχοθεραπεία |
agric., mech.eng. | individual quick freezing | ταχεία κατάψυξη προϊόντων μικρών διαστάσεων |
fin. | individual quota | ατομική ποσόστωση |
health., environ. | individual radio-sensitivity | ατομική ευαισθησία στις ακτινοβολίες |
commun. | individual reception | ατομική λήψη μέσω δορυφόρου |
insur. | individual record of actual expenditure | ατομική κατάσταση πραγματικών δαπανών |
insur. | individual record of actual expenditure | έντυπο Ε125 |
insur. | individual record of monthly lump-sum payments | έντυπο Ε127 |
insur. | individual record of monthly lump-sum payments | ατομική κατάσταση των μηνιαίων εφάπαξκατ αποκοπήποσών |
market. | individual records | ιδιωτική λογιστική |
polit., agric. | individual reference quantity determined | προσδιορισθείσα ατομική ποσότητα αναφοράς |
law, IT | individual registered | καταχωρισμένο άτομο |
law, IT | individual registered | αρχειοθετημένο πρόσωπο |
law, IT | individual registered | ενδιαφερόμενο πρόσωπο |
law, IT | individual registered | καταχωρισμένο πρόσωπο |
law, IT | individual registered | υποκείμενο των δεδομένων |
fin., lab.law. | individual retirement account | αποταμίευση προσωπικής σύνταξης |
health. | individual rights | ατομικά δικαιώματα |
tech., industr., construct. | individual ring holder of a ring doubling and twisting frame | διακριτό στήριγμα δακτυλιδιού αδελφωτικής και στριπτικής μηχανής με δακτυλίδι |
gen. | individual risk | ατομικός κίνδυνος |
health. | individual risk of exposure | επιμέρους κίνδυνος που συνεπάγεται η έκθεση |
transp. | individual rocket stage | μεμονωμένη βαθμίδα πυραύλου |
law | individual's right | δικαιώματα |
law, IT | individual's right to privacy | δικαίωμα του ατόμου για ιδιωτικότητα |
law, IT | individual's right to privacy | δικαίωμα ιδιωτικότητας |
law, IT | individual's right to privacy | δικαίωμα για ιδιωτικότητα |
fin. | individual safekeeping account | ειδικός λογαριασμός μετάλλου |
stat., social.sc. | individual schedule | ατομικό δελτίο |
transp. | individual seat | ατομικό κάθισμα |
industr., construct., met. | individual section machine | μηχανή περιεκτών ΙS |
med. | individual selection | ατομική επιλογή |
transp. | individual service contract | σύμβαση μεμονωμένων υπηρεσιών |
chem., el. | individual service pipe | ατομική παροχή |
IT | individual signal amplitude | εύρος μεμονωμένου σήματος |
commun., IT | individual signals | διακριτά σήματα |
IT | individual software | εξατομικευμένο λογισμικό |
IT | individual software | ατομικό λογισμικό |
med. | individual specificity | ατομική ειδικότητα |
commun., IT | individual speed dialing | ατομικός ταχυκλητικός αριθμός |
commun., IT | individual speed dialling | ατομικός ταχυκλητικός αριθμός |
agric. | individual stall for calves | ατομικός σταύλος για μόσχους |
agric. | individual stalls or pens | κιβώτιο μεταφοράς' ιπποφορείο' μεμονωμένο διαμέρισμα σταβλισμού' κλωβός σταβλισμού |
stat., social.sc. | individual table | αναλυτικός πίνακας |
med. | individual test | ατομική δοκιμασία |
transp. | individual ticket | ατομικό εισιτήριο |
commun., IT | individual toll readout request | αίτηση αναλυτικής κατάστασης χρέωσης κλήσεων |
insur. | individual transaction | μεμονωμένη πράξη |
fin. | individual transaction | μεμονωμένη συναλλαγή πίστωσης |
insur. | individual transactions involving life insurance | ατομικές συναλλαγές που αφορούν ασφάλειες ζωής |
commun. | individual transfer - all calls | μεταφορά όλων των κλήσεων από σταθμό |
fish.farm. | individual transferable quota | ατομική μεταβιβάσιμη ποσόστωση |
commun., IT | individual transfer-all calls | μεταφορά όλων των κλήσεων από σταθμό |
transp., el. | individual transmission | ατομική μετάδοση |
transp. | individual travel speed | ταχύτητα διαδρομής |
commun. | individual trunk | ατομική απερχόμενη γραμμή |
fin. | individual validation | χωριστή εκκαθάριση |
econ., environ., mater.sc. | individual value | αξία του καθένα |
lab.law. | individual wage bargaining | ατομική διαπραγμάτευση των μισθών |
transp. | individual warning system | ατομικό σύστημα προειδοποίησης |
environ. | individual wastewater treatment The process of using a natural system or mechanical device to collect, treat and discharge or reclaim wastewater from an individual dwelling without the use of community-wide sewers or a centralised treatment facility | χωριστή διαχωρισμένη επεξεργασία λυμάτων |
environ. | individual wastewater treatment | χωριστή διαχωρισμένη επεξεργασία λυμάτων |
gen. | individual weapon | ατομικό όπλο |
crim.law. | individual who cooperates with the judicial process | άτομο συνεργαζόμενο με τη δικαιοσύνη' συνεργάτης |
law | individual who cooperates with the judicial process | άτομο συνεργαζόμενο με τη δικαιοσύνη |
h.rghts.act. | individual with multiple identities | άτομο με πολλαπλές ταυτότητες |
tech., industr., construct. | individual yarn delivery system of an uptwister | ατομικό σύστημα παράδοσης νήματος αδελφωτικής και στριπτικής μηχανής |
stat. | individual year of age | ηλικία |
stat., social.sc. | individual years of age | μονοετείς ηλικίες |
med. | intra-individual | ενδοπροσωπικός |
med. | intra-individual variation | διακύμανση στα ίδια τα πρόσωπα |
agric. | investment aid programme for individual holdings | πρόγραμμα προώθησης των επενδύσεων μεμονωμένων επιχειρήσεων |
law | judicial protection of individual interests | δικαστική προστασία των πολιτών |
gen. | judicial protection of individual interests | δικαστική προστασία των προσώπων |
law, social.sc. | Law on individual accommodation assistance | νόμος σχετικά με το ατομικό βοήθημα στέγασης |
construct. | lightweight individual mobile platform | ελαφρή ατομική κινητή εξέδρα |
gen. | linking of individual electricity supply grids | σύνδεση των ατομικών δικτύων παροχής ηλεκτρικής ενέργειας |
industr., construct. | long individual piece of solid parquet | μακρά περσίς παρκέτου |
ed. | Marie Curie individual fellowship | ατομική υποτροφία Μαρία Κιουρί |
stat., industr. | minimum unit of individual accommodation | κατώτατο στεγαστικό σύνολο |
mech.eng. | nominal tensile strength of one individual wire | ονομαστική αντοχή συρματιδίου |
econ. | non-market services provided to individuals | μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες που πάρέχονται σε άτομα |
law | obstacle to the individual pursuit | εμπόδιο στην ατομική άσκησητων δραστηριοτήτων |
agric. | platform drier with individual sack apertures | ξηραντήριο με μάνικες αερισμού |
law | possibility for a Directive to be relied on against an individual | δυνατότητα επικλήσεως οδηγίας κατά ιδιώτη |
law | possibility of entrusting the task of giving an expert opinion to any individual, body, authority, committee or other organization | δυνατότητα αναθέσεως πραγματογνωμοσύνης σε οποιοδήποτε πρόσωπο,σώμα,γραφείο,επιτροπή ή όργανο |
transp., el. | power signal box with individual levers | χειριστήριο που λειτουργεί με ενέργεια με μοχλούς χωριστούς κατά συσκευή |
transp., el. | power signal box with individual levers | κουτί χειρισμών που λειτουργεί με ενέργεια με μοχλούς χωριστούς κατά συσκευή |
fin., mater.sc. | private individual | ιδιώτης |
law | proceedings against decisions or recommendations which are individual in character | προσφυγή κατά ατομικών αποφάσεων και συστάσεων |
market. | product sold by individual item | προϊόντα που πωλούνται με το κομμάτι |
tech. | prohibited arm for private individuals | όπλο απαγορευμένο στους ιδιώτες |
busin., labor.org. | prohibition of proceedings brought by individual creditors | απαγόρευση της ατομικής διώξεως |
h.rghts.act., commun. | protection of individual privacy | σεβασμός της ιδιωτικής ζωής |
h.rghts.act., commun. | protection of individual privacy | προστασία της ιδιωτικής ζωής |
IT | protection of individuals in relation to the processing of personal data | προστασία των ατόμων σχετικά με τη μηχανοπγράφηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα |
law | protection of individuals with regard to the processing of personal data | προστασία των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα |
law | publication substituted for individual notification | κοινοποίηση που αντικαθίσταται από δημοσίευση |
el. | radiological data of individual exposure monitoring | ακτινολογικά στοιχεία της ατομικής παρακολούθησης εκθέσεως |
lab.law. | recognition of individual performance | αναγνώριση προσωπικών επιδόσεων |
ed. | recruitment of individual workers | ονομαστική πρόσληψη εργαζομένων |
law | regulation of individual concern to the applicant | ο κανονισμός πρέπει να αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα |
h.rghts.act., IT | Regulation on the protection of individuals with regard to the processing of personal data and on the free movement of such data | κανονισμός για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών |
gen. | Regulatory Committee on the Minimum Requirements for the Use by Workers of Individual Protection Equipment | επιτροπή κανονιστικής ρύθμισης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη χρήση εξοπλισμού ατομικής προστασίας από τους εργαζόμενους |
el. | repetition rate of individual impulses | ρυθμός επανάληψης μεμονωμένων παλμών |
law | right of individual application | δικαίωμα ατομικής προσφυγής |
law | right of individual recourse | δικαίωμα ατομικής προσφυγής |
law | rights of individuals in criminal procedure | δικαιώματα των προσώπων στην ποινική διαδικασία |
environ. | rights of the individual Just claims, legal guarantees or moral principles accorded to each and every member of a group or state, including the freedom to do certain things and the freedom from certain intrusions imposed by the collective body | ατομικά δικαιώματα |
econ. | rights of the individual | ατομικά δικαιώματα |
law | rules relating to the protection of individuals | κανόνες σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων |
fin. | sale to individuals | πώληση σε ιδιώτες |
econ. | service provided to individuals | υπηρεσίες που παρέχονται σε άτομα |
fin. | services for outside bodies and individuals | ενέργειες για λογαριασμό τρίτων |
fin. | services for outside bodies or individuals | υπηρεσίες σε τρίτους |
fin. | services for outside bodies or individuals | υπηρεσίες για λογαριασμό τρίτων |
sociol. | services to individuals | προσωπικές κοινωνικές, υγειονομικές και εκπαιδευτικές υπηρεσίες |
industr., construct. | short individual piece of laminated parquet | κοντή φυλλιδωτή περσίς παρκέτου |
industr., construct. | short individual piece of solid parquet | κοντή περσίς παρκέτου |
transp. | signal box with individual electric levers | ηλεκτρικό χειριστήριο με ανεξάρτητα κινούμενους μοχλούς |
commun., transp. | signal box with individual levers | χειριστήριο με ατομικούς μοχλούς |
commun., transp. | signal box with individual levers | θάλαμος χειρισμού με ατομικούς μοχλούς |
transp. | signal box with individual push-button control | "block post" χειριζόμενο επί τόπου με κομβία |
transp. | signal box with individual switch control | κέντρο ελέγχου αλλαγών |
transp. | signal box with individual track switches | χειριστήριο με ατομικούς μοχλούς χειρισμού των γραμμών |
med. | single individual created from two eggs fertilised at the same time | μονήρες άτομο δημιουργημένο από δύο ωάρια γονιμοποιηθέντα ταυτόχρονα |
fin. | single tax on individuals | ενιαία εισφορά των ιδιωτών |
med. | solution of individual vegetable extracts | διάλυμα ομοιογενών φυτικών εκχυλισμάτων |
el. | spectral luminous efficiency for an individual observer | φασματική ικανότητα φωτεινότητας για έναν μεμονωμένο παρατηρητή |
transp. | spot individual speed | στιγμιαία ταχύτητα |
med. | standardised individual vegetable extracts | βαθμολογημένα ομοιογενή φυτικά εκχυλίσματα |
law, busin., labor.org. | stay of proceedings brought by individual creditors | αναστολή της ατομικής διώξεως |
gen. | Supply of expert services by research organizations or individual researchers in the domain of scientific and technological options assessment-S scientific and Technological Options Assessment | Παροχή υπηρεσιών εμπειρογνώμονα εκ μέρους ερευνητικών οργανισμών ή ιδιωτών ερευνητών στον τομέα της αξιολόγησης επιστημονικών και Τεχνολογικών Επιλογών-Αξιολόγηση Επιστημονικών και Τεχνολογικών Επιλογών |
polit. | Support for Changes to Individual Equipment | Υποστήριξη στην Εξέλιξη του Ατομικού Εξοπλισμού |
med. | susceptible individual | επίνοσο άτομο |
law, fin. | taxpayer's individual account | ατομικός λογαριασμός του υποκείμενου στο φόρο |
agric. | the individual earnings of persons engaged in agriculture | το ατομικό εισόδημα των εργαζομένων στη γεωργία |
met. | the individual pearlite colonies appear with different degrees of contrast | οι διάφοροι κρυσταλλίτες περλίτη διαχωρίζονται από την διαφορετική τους απόχρωση |
polit., h.rghts.act. | the right of individuals to petition | το δικαίωμα αναφοράς των πολιτών |
commun. | title of individual volume | τίτλος χωριστού τόμου |
account. | transfers of individual non-market goods and services | μεταβιβάσεις ατομικών μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών |
social.sc. | treating irradiated individuals | θεραπεία των ατόμων που έχουν υποστεί ακτινοβόληση |
econ. | value of each individual good | αξία κάθε επιμέρους αγαθού |
polit., h.rghts.act., dat.proc. | Working Party on the Protection of Individuals with regard to the Processing of Personal Data | Ομάδα προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα |
tech., industr., construct. | yarn delivery system individual for each spindle of a ring doubling and twisting frame | σύστημα παράδοσης νήματος ατομικό για κάθε αδράκτι αδελφωτικής και στριπτικής μηχανής με δακτυλίδι |
tech., industr., construct. | yarn individual delivery system of a ring doubling and twisting frame | εκδοτικό σύστημα νήματος με έλεγχο τάνυσης για αδελφωτική και στριπτική μηχανή |