Subject | English | Greek |
el. | carrier frequency transmission over high-voltage lines | εκπομπή με φέρουσα συχνότητα επί των γραμμών υψηλής τάσεως |
earth.sc., el. | coupling between different phases of 2 circuits of a high-voltage link | σύζευξη μεταξύ διαφόρων φάσεων δύο κυκλωμάτων ενός συνδέσμου υψηλής τάσεως |
earth.sc., el. | coupling between different phases of two circuits of a high-voltage link | σύζευξη μεταξύ διαφόρων φάσεων δύο κυκλωμάτων ενός συνδέσμου υψηλής τάσεως |
el. | extra-high-voltage network | δίκτυο υπερυψηλής τάσεως |
environ. | fairly high X-radiation dose rates at normal operating voltages | Αρκετά υψηλοί ρυθμοί δόσης ακτίνων Χ σε κανονικές τάσεις λειτουργίας. |
earth.sc., el. | high frequency capacitance vs.voltage | υψίσυχνη χωρητικότητα συναρτήσει της τάσης |
earth.sc., el. | high frequency capacitance vs.voltage | υψίσυχνη C-V |
commun. | high voltage | υψηλή τάση |
gen. | high voltage | Υψηλή τάση |
commun. | high voltage alarm | συναγερμός υπέρτασης |
IT | high voltage analogue device | αναλογικά υψηλής τάσης |
el. | high voltage bus | κεντρικός αγωγός υψηλής τάσης |
energ.ind. | high voltage electricity transmission grid | δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας |
environ. | high voltage line | γραμμή υψηλής τάσης |
environ. | high voltage line An electric line with a voltage on the order of thousands of volts | γραμμή υψηλής τάσης |
el. | high voltage power line | γραμμή υψηλής τάσης |
tech., el. | high voltage time test | υψιτασική δοκιμή χρόνου |
tech., el. | high voltage time test | δοκιμή χρόνου υψηλής τάσης |
gen. | High voltage transmission line | Γραμμή μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσης |
environ. | high voltage was measured to ground with an electrostatic voltmeter | Η υψηλή τάση μετρήθηκε ως προς τη γη με ένα ηλεκτροστατικό βολτόμετρο. |
earth.sc., el. | high voltage wiring | καλωδίωση υψηλής τάσης |
el. | highest voltage for equipment | μέγιστη τάση συσκευής |
gen. | highest voltage of a system | ανώτατη τάση συστήματος |
med. | high-voltage | υψηλή τάση |
commun. | high-voltage alarm | συναγερμός υπέρτασης |
el. | high-voltage assembly | υψιτασικό συναρμολόγημα |
el. | high-voltage assembly | συναρμολόγημα υψηλής τάσης |
earth.sc., el. | high-voltage capacitor | πυκνωτής υψηλής τάσεως |
el. | high-voltage charge-storage integrated diode | ολοκληρωμένη δίοδος σε τρανζίστορ με βραχυκύκλωση εκπομπού-βάσης |
el. | high-voltage compound | εγκατάσταση υψηλής τάσεως |
mater.sc., el. | high-voltage consumer | πελάτης υψηλής τάσης |
mater.sc., el. | high-voltage consumer | καταναλωτής υψηλής τάσης |
el. | high-voltage contact | επαφή υψηλής τάσης |
el. | high-voltage crossing | διασταύρωση γραμμών ψηλής τάσης |
el. | high-voltage current | ρεύμα υψηλής τάσης |
energ.ind. | high-voltage d.c.link | σύνδεση συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσης |
el. | high-voltage direct current | συνεχές ρεύμα υψηλής τάσεως |
energ.ind. | high-voltage direct current power | τροφοδοτικό συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσης |
el. | high-voltage direct-current long-distance transmission | μεταφορά συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσης σε μεγάλη απόσταση |
el. | high-voltage direct-current short connection | υψιτασική συνεχορρευματική βραχυσύνδεση |
el. | high-voltage direct-current short connection | συνεχορρευματική βραχεία σύνδεση υψηλής τάσης |
energ.ind. | high-voltage direct-current transmission | μεταφορά συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσεως |
med. | high-voltage electron microscope | ηλεκτρονικό μικροσκόπιο υψηλής τάσης |
med. | high-voltage electron microscopy | ηλεκτρονική μικροσκοπία υψηλής τάσης |
earth.sc., el. | high-voltage fuse | ασφάλεια υψηλής τάσης |
health. | high-voltage generator | γεννήτρια υψηλών τάσεων |
earth.sc., el. | high-voltage harness | καλωδίωση υψηλής τάσης |
el. | high-voltage integrated circuit | ολοκληρωμένο κύκλωμα υψηλής τάσης |
el. | high-voltage integrated diode | ολοκληρωμένη δίοδος σε τρανζίστορ με ανοικτό εκπομπό |
el. | high-voltage line | γραμμή υψηλής τάσης |
el. | high-voltage plant | εγκατάσταση υψηλής τάσης |
transp. | high-voltage pulse | ώση υψηλής τάσης |
transp. | high-voltage pulse | παλμός υψηλής τάσης |
transp. | high-voltage pulsed track circuit | κύκλωμα γραμμής με ρευματωθήσεις υψηλής τάσης |
gen. | High-voltage switchgear | Εξοπλισμός μεταγωγής υψηλής τάσης |
earth.sc., industr., construct. | high-voltage synchronizer | συγχρονιστής υψηλής τάσης |
mater.sc., el. | high-voltage tariff | τιμολόγιο υψηλής τάσης |
mech.eng., el. | high-voltage test | δοκιμή διηλεκτρικής αντοχής |
med. | high-voltage therapy | θεραπεία με ακτινοβολία υψηλής τάσης |
el. | high-voltage underground power transmission | υπόγεια μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσης |
el. | high-voltage underground power transmission | υπόγεια μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας υπό υψηλή τάση |
el. | high-voltage underground power transmission | μεταφορά υπογείως ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσης |
earth.sc., el. | high-voltage winding | πηνίο υψηλής τάσης |
earth.sc., el. | high-voltage winding | περιέλιξη υψηλής τάσης |
el. | input-high voltage | τάση υψηλής εισόδου |
commun. | low-high voltage alarm | συναγερμός εξοριακής τάσης |
mech.eng., el. | low-frequency high-voltage test | δοκιμή διηλεκτρικής αντοχής χαμηλής συχνότητας |
environ. | measurements were made of household line voltage and operating high voltage | Μετρήσεις έγιναν στην τάση του δικτύου πόλεως και στην υψηλή τάση λειτουργίας. |
el. | output-high voltage | τάση εξόδου υψηλής κατάστασης |
health. | power output of a high-voltage generator | ισχύς εξόδου γεννήτριας υψηλής τάσης |
environ. | screen to protect the high-voltage and stabilization unit | Θωράκιση για την προστασία της μονάδας υψηλής τάσης και σταθεροποίησης |