Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Finances
containing
High
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
agreed
higher
limit
συμφωνημένο ανώτερο όριο
agricultural activity of
high
economic value
αγροτική δραστηριότητα υψηλής οικονομικής αξίας
alloy steel and
high
carbon steel
χαλυβοκράματα και εκλεκτοί χάλυβες δι'άνθρακος
High
-Access Precautionary Arrangement
προληπτική συμφωνία υψηλής πρόσβασης
high
degree of convergence
υψηλός βαθμός σύγκλισης
high
flyers
μετοχές με εξαιρετική άνοδο της τιμής τους
high
-frequency trade
συναλλαγές υψηλής συχνότητας
high
-grade contract
συμβόλαιο μετάλλου υψηλής καθαρότητας
High
Level Expert Group on EU financial supervision
Ομάδα υψηλού επιπέδου για την ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία
High
Level Group on Financial Supervision
Ομάδα υψηλού επιπέδου για την ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία
High
Level Group on public sector information
ομάδα υψηλού επιπέδου για τις πληροφορίες του δημόσιου τομέα
High
level group on the operation of the internal market
ομάδα υψηλού επιπέδου για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς
high
-powered money
χρήμα μεγάλης ισχύος
high
-powered money
νομισματική βάση
high
price
υψηλότερη τιμή έτους
high
-priced security
μετοχές υψηλής τιμής
high
priced shares
μετοχές υψηλής τιμής
high
ratio mortgage
δάνειο με υψηλό ποσοστό κάλυψης μέσω υποθήκης
high
volume
or "retail"
automated payment system
αυτοματοποιημένο σύστημα μαζικών
ή "λιανικών"
πληρωμών
high
-yield security
αποδοτικοί τίτλοι
high
-yielding country
χώρα με υψηλές αποδόσεις
higher
income brackets
ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια
higher
-range Community model
κοινοτικό μοντέλο υψηλότερης ποιότητας
higher
return
υψηλότερες αποδόσεις
higher
secondary vocational education
ανώτερη δευτεροβάθμια τεχνική εκπαίδευση
low-to-
high
refunding
εξαγορά χαμηλότοκου από υψηλότοκο χρεόγραφο
product of
high
unit value
προϊόν υψηλής κατά µονάδα αξίας
the
High
Authority may receive gifts
η Aνωτάτη Aρχή δύναται να αποκτά εκ χαριστικής αιτίας
the resources assigned by the
High
Authority
οι ποσότητες που έχουν διατεθεί από την Aνωτάτη Aρχή
transnational
high
-technology project
διεθνικό σχέδιο υψηλής τεχνολογίας
Get short URL