Subject | English | Greek |
agric. | abnormal growth | αντικανονική αύξηση |
agric. | accessory growth substances | ουσίες βοηθητικές της αύξησης |
econ. | accumulated GDP growth | σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ |
met. | activation energy of the growth process of the oxide film | ενέργεια ενεργοποίησης της διαδικασίας αύξησης του στρώματος οξειδίου |
agric. | advance growth | Προϋπάρχουσα αναγέννηση |
environ., chem. | alga, growth inhibition test | δοκιμή παρεμπόδισης ανάπτυξης σε φύκη |
environ., chem. | alga, growth inhibition test | δοκιμή αναστολής ανάπτυξης σε φύκη |
environ., chem. | algal growth inhibition test | δοκιμή αναστολής ανάπτυξης σε φύκη |
environ., chem. | algal growth inhibition test | δοκιμή παρεμπόδισης ανάπτυξης σε φύκη |
stat. | allometric growth | αλλομετρική ανάπτυξη |
med. | allometric growth | αλλομετρική αύξηση |
met. | alloy growth | ανάπτυξη κράματος |
fin. | annual growth in real terms | ετήσια ανάπτυξη σε πραγματικούς όρους |
nat.sc., life.sc. | annual growth layer | ετησία κατά πλάτος αύξησις |
forestr. | annual growth ring | ετήσιος δακτύλιος |
econ. | Annual Growth Survey | ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης |
gen. | annual rate of growth | ετήσιος ρυθμός αύξησης |
med. | antibody which inhibits acceptance of growth factors by receptors | αντισώματα αντιυποδοχείς των αυξητικών παραγόντων |
med. | antibody which inhibits tumour growth factors | αντισώματα αντιαυξητικοί παράγοντες |
econ. | anticipated growth | προσδοκώμενη οικονομική άνοδος |
econ. | anticipated growth | αναμενόμενη οικονομική μεγέθυνση |
econ. | anticipated growth rate | προσδοκώμενος ρυθμός οικονομικής ανόδου |
econ. | anticipated growth rate | αναμενόμενος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης |
med. | appositional growth | ανάπτυξη με εναπόθεση |
met. | austenite grain growth, terminating in an overheated structure | ανάπτυξη του ωστενιτικού κόκκου η οποία καταλήγει σε μια δομή υπερθέρμανσης |
environ., chem. | average specific growth rate | μέσος ειδικός ρυθμός ανάπτυξης |
med. | bacterial growth | βακτηριακή αύξηση |
med. | bacterial growth factors | παράγοντες βακτηριδιακής αναπτύξεως |
polit., econ. | balanced economic growth | ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη |
econ. | balanced growth | ισόρροπη οικονομική μεγέθυνση |
med. | B-cell growth factor | παράγοντας αύξησης κυττάρων-Β |
med. | bidirectional growth | αμφίδρομη ανάπτυξη |
med., life.sc. | Biotechnology research for innovation, development and growth in Europe | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα της βιοτεχνολογίας 1990-1994 |
nat.sc. | Biotechnology Research for Innovation, Development and Growth in Europe | ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα της βιοτεχνολογίας |
life.sc., R&D. | Biotechnology Research for Innovation, Development and Growth in Europe | Βιοτεχνολογική έρευνα για καινοτομία, ανάπτυξη και οικονομική άνοδο στην Ευρώπη; Πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα της βιοτεχνολογίας |
med., life.sc. | Biotechnology research for innovation, development and growth in Europe | Βιοτεχνολογική έρευνα για καινοτομία,ανάπτυξη και οικονομική μεγέθυνση στην Ευρώπη |
econ., environ. | blue growth | γαλάζια ανάπτυξη |
med. | breadth growth | εύρος ανάπτυξης οργανισμού |
fin. | broad money growth | αύξηση της προσφοράς χρήματος |
fin. | budget heading for employment and growth | κονδύλιο του προϋπολογισμού "απασχόληση και ανάπτυξη" |
med. | callous growth | τύλος (clavus) |
med. | callous growth | κάλος (clavus) |
gen. | capability in epitaxial growth | δυνατότητα επαξόνιας ανάπτυξης |
met. | cast iron growth | διόγκωση σιδηρού χυτού αντικειμένου |
met. | cast iron growth | διόγκωση χυτοσιδήρου |
med. | cell growth | κυτταρική ανάπτυξη |
med. | cell in an exponential stage of growth | κύτταρο σε εκθετική φάση ανάπτυξης |
med. | cephalic growth curve | καμπύλη ανάπτυξης περιμέτρου κεφαλής |
med. | cephalic growth curve | εκατοστιαία θέση περιμέτρου κεφαλής |
polit. | Committee for execution of the specific programme for research, technological development and demonstration on competitive and sustainable growth 1999-2002 | Επιτροπή για την εκτέλεση του ειδικού προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης στον τομέα "Ανταγωνιστική και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη" 1999-2002 |
econ., empl. | Community's cooperative strategy for growth and employment | κοινοτική στρατηγική συνεργασίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση |
econ. | Compact for Growth and Jobs | Σύμφωνο ανάπτυξης και απασχόλησης |
econ. | company growth | ανάπτυξη επιχείρησης |
fin. | constant-growth model | μοντέλο Gordon-Shapiro |
fin. | constant-growth model | μοντέλο σταθερής αύξησης |
econ., fin. | corrective arm of the Stability and Growth Pact | διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης |
econ., fin. | corrective part of the Stability and Growth Pact | διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης |
mater.sc. | crack growth | ανάπτυξη ρωγμών |
tech. | crack growth rate | ρυθμός διευρύνσεως ρωγμής |
econ., fin. | credit growth | αύξηση του δανεισμού |
met. | critical grain growth | κρίσιμη μεγέθυνση κόκκων |
met. | crystal growth | ανάπτυξη κρυστάλλου |
met. | crystal growth in an isotropic temperature field | κρυστάλλωση εντός ισότροπου πεδίου θερμοκρασιών |
forestr. | current annual growth | τρέχουσα ετήσια αύξηση |
industr., construct. | cut growth | ανάπτυξη τομής |
econ., empl. | Declaration of the European Ministers responsible for the Integrated Maritime Policy and the European Commission, on a Marine and Maritime Agenda for growth and jobs | Δήλωση των αρμόδιων για την ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική ευρωπαίων υπουργών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για μια ατζέντα ανάπτυξης και απασχόλησης στους τομείς της θάλασσας και της ναυτιλίας |
earth.sc., el. | dendritic growth | δενδριτική ανάπτυξη |
earth.sc., el. | dendritic growth | ανάπτυξη web |
earth.sc., el. | dendritic web growth | ανάπτυξη web |
earth.sc., el. | dendritic web growth | δενδριτική ανάπτυξη |
el. | diffusion-limited oxide growth | ανάπτυξη οξειδίου περιορισμένη από τη διάχυση |
met. | directional growth | κατευθυνόμενη ανάπτυξη |
econ., fin. | dissuasive arm of the Stability and Growth Pact | διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης |
nat.sc., agric. | disturbance of growth | ανωμαλίες ανάπτυξης |
econ. | domestic-demand-led growth | οικονομική ανάπτυξη μέσω της εσωτερικής ζήτησης |
nat.sc., agric. | double growth ring | διπλός δακτύλιος |
econ., environ. | ecologically sustainable growth | πράσινη ανάπτυξη |
econ., environ. | ecologically sustainable growth | περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη |
fin. | economic growth | οικονομική ανάπτυξη |
environ. | economic growth An increase over successive periods in the productivity and wealth of a household, country or region, as measured by one of several possible variables, such as the gross domestic product | οικονομική μεγέθυνση |
econ. | economic growth | οικονομική μεγέθυνση |
econ., lab.law. | economic growth pattern | αναπτυξιακό μοντέλο |
fin. | EIB Growth and Employment Facility | Διευκόλυνση για την ανάπτυξη και την απασχόληση |
fin. | Emerging Markets Growth Fund EMGF | κεφάλαιο προώθησης για αναδυόμενες αγορές |
fin. | employment growth | αύξηση της απασχόλησης |
agric. | endophytic growth | ενδοφυτική ανάπτυξη |
econ., environ. | environmentally sustainable growth | περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη |
econ., environ. | environmentally sustainable growth | πράσινη ανάπτυξη |
med. | epidermal growth factor | παράγοντας επιδερμικής αύξησης |
med. | epidermal growth factor | επιδερμικός αυξητικός παράγοντας |
gen. | EUROPE 2020 A strategy for smart, sustainable and inclusive growth | Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη |
gen. | EUROPE 2020 A strategy for smart, sustainable and inclusive growth | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" |
gen. | EUROPE 2020 A strategy for smart, sustainable and inclusive growth | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξη |
gen. | Europe 2020 Strategy for Jobs and Growth | Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη |
gen. | Europe 2020 Strategy for Jobs and Growth | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" |
gen. | Europe 2020 Strategy for Jobs and Growth | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξη |
gen. | Europe 2020 strategy for jobs and smart, sustainable and inclusive growth | Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη |
gen. | Europe 2020 strategy for jobs and smart, sustainable and inclusive growth | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" |
gen. | Europe 2020 strategy for jobs and smart, sustainable and inclusive growth | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξη |
econ., fin. | European Action for Growth | Ευρωπαϊκή Δράση για την Οικονομική Μεγέθυνση |
social.sc. | European confidence pact for employment, growth and competitiveness | Ευρωπαϊκό Σύμφωνο εμπιστοσύνης για την απασχόληση, την οικονομική αύξηση και την ανταγωνιστικότητα |
econ., fin. | European Growth Initiative | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανάπτυξη' ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πρωτοβουλία |
econ. | European growth initiative | ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πρωτοβουλία |
econ., fin. | European Initiative for Growth | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανάπτυξη' ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πρωτοβουλία |
commer. | EU-US High-Level Working Group on Jobs and Growth | Ομάδα υψηλού επιπέδου ΕΕ-ΗΠΑ για την απασχόληση και την ανάπτυξη |
med. | expansive growth | επεκτατική ανάπτυξη |
fin. | expected dividend growth | αναμενόμενη αύξηση μερισμάτων |
med. | exponential growth | εκθετική αύξηση |
econ. | external growth by acquisition | ανάπτυξη με εξαγορές |
nat.sc., agric. | false annual growth ring | ψευδοδακτύλιος |
met. | fatigue crack growth | ανάπτυξη ρωγμών κόπωσης |
med. | fetal growth retardation | καθυστέρηση ενδομήτριας ανάπτυξης |
med. | fibroblast growth factor | ινοβλαστικός αυξητικός παράγοντας |
med. | fibroblast growth factor | αυξητικός παράγοντας ινοβλαστών |
med. | fibroblast growth hormone | ινοβλαστικός αυξητικός παράγοντας |
med. | fibroblast growth hormone | αυξητικός παράγοντας ινοβλαστών |
environ. | fixed growth | σταθερή ανάπτυξη |
med. | foetal growth retardation | καθυστέρηση ενδομήτριας ανάπτυξης |
nat.sc., agric. | forked growth | ανάπτυξις κατά τον κύριον βλαστόν |
environ. | fouling growth | αύξηση των ακάθαρτων αποθέσεων ακαθαρσιών |
environ. | fouling growth The adhesion of different marine organisms to the underwater parts of ships, causing the ships to loose speed | αύξηση των ακάθαρτων αποθέσεων |
polit. | Framework for Strong, Sustainable and Balanced Growth | πλαίσιο για ισχυρή, βιώσιμη και ισόρροπη ανάπτυξη |
forestr. | fungal growth | μυκητική προσβολή |
forestr. | fungal growth | ανάπτυξη μυκήτων |
chem. | fungal growth | μούχλιασμα |
econ., environ. | green growth | περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη |
econ., environ. | green growth | πράσινη ανάπτυξη |
el. | grid growth | διόγκωση πλέγματος |
fin. | growth adjustment fund | Ταμείο προσαρμογής στην οικονομική μεγέθυνση |
econ. | "Growth and environment" pilot project Community support for environmental investments by SMEs | Πειραματικό πρόγραμμα "Ανάπτυξη και περιβάλλον"Κοινοτική υποστήριξη για περιβαλλοντικές επενδύσεις από ΜΜΕ |
econ., construct. | growth axis | άξονας ανάπτυξης |
agric., tech. | growth band | Δενδρομετρική ταινία |
econ. | growth by acquisition | ανάπτυξη με εξαγορές |
gen. | growth centre | πόλος ανάπτυξης |
earth.sc., mech.eng. | growth chamber | φύτοτρο |
agric. | growth class | κατηγορία γονιμότητος |
med. | growth cone | αυξητικός κώνος |
med. | growth cone | κώνος ανάπτυξης |
fin. | growth contingency cofinancing | συγχρηματοδότηση κάτω του ορίου ανάπτυξης |
med. | growth control | έλεγχος αύξησης |
forestr. | growth crack | αυξητική ρωγμή |
agric. | growth cracks | ρήξεις των κονδύλων |
med. | growth curve | αυξητική καμπύλη |
stat. | growth curve | καμπύλη ανάπτυξης |
med. | growth curve | καμπύλη αύξησης |
life.sc., agric. | growth cycle | βλαστικός κύκλος |
agric. | growth data | αυξητικά στοιχεία |
earth.sc., el. | growth direction | διεύθυνση ανάπτυξης |
med. | growth disk | επιφυσιακή πλάκα (cartilago epiphysialis) |
med. | growth disk | επιφυσιακός χόνδρος (cartilago epiphysialis) |
med. | growth disk | δίσκος επίφυσης (cartilago epiphysialis) |
med. | growth disk | αυξητικός χόνδρος (cartilago epiphysialis) |
fin. | growth dynamics | προοπτικές ανάπτυξης |
fin. | growth dynamics | αναπτυξιακή δυναμική |
econ. | growth-enhancing item | τομέας που προωθεί την οικονομική ανάπτυξη |
med. | growth factor | αυξητικός παράγοντας |
med. | growth factor receptor | υποδοχέας αυξητικού παράγοντα |
agric. | growth fertilizer | λίπανση αύξησης |
med. | growth fever | πυρετός της ανάπτυξης |
med. | growth fraction | κλάσμα αυξήσεως |
econ., fin. | growth-friendly fiscal consolidation | φιλοαναπτυξιακή δημοσιονομική εξυγίανση |
econ., fin. | growth-friendly fiscal consolidation | έξυπνη δημοσιονομική εξυγίανση |
econ., tax. | growth-friendly tax system | φορολογικό σύστημα ευνοϊκό για την ανάπτυξη |
agric. | growth habit | τροπισμός (habitus) |
med. | growth hormone | αυξητική ορμόνη |
health. | growth hormone | φυτική ορμόνη |
health. | growth hormone | ορμόνη ανάπτυξης |
med. | growth hormone | σωματοτροπίνη |
med. | growth hormone | σωματοτρόπος ορμόνη |
med. | growth hormone | αυξίνη |
agric. | growth hormone | φυτορμόνη |
agric. | growth hormone | αυξητική ουσία |
med. | growth hormone | ανθρώπινη αυξητική ορμόνη |
med. | growth hormone inhibiting hormone | ανασταλτική ορμόνη αυξητικής ορμόνης |
med. | growth hormone inhibiting hormone | σωματοστατίνη |
med. | growth hormone release-inhibiting hormone | ανασταλτική ορμόνη αυξητικής ορμόνης |
med. | growth hormone release-inhibiting hormone | σωματοστατίνη |
med. | growth hormone-releasing factor | παράγοντας έκλυσης αυξητικής ορμόνης |
med. | growth hormone-releasing factor | σωματολιβερίνη |
med. | growth hormone-releasing factor | εκλυτική ορμόνη αυξητικής ορμόνης |
med. | growth hormone-releasing hormone | παράγοντας έκλυσης αυξητικής ορμόνης |
med. | growth hormone-releasing hormone | σωματολιβερίνη |
med. | growth hormone-releasing hormone | εκλυτική ορμόνη αυξητικής ορμόνης |
nat.sc. | growth in height | κατά μήκος αύξηση |
nat.sc. | growth in height | ανάπτυξη καθ΄ύψος |
econ., lab.law. | growth in output | αύξηση παραγωγής |
nat.res. | growth inhibition | αναστολή της ανάπτυξης |
agric. | growth inhibition | αναστολή της αύξησης |
health., environ. | growth inhibition test | δοκιμή δοκιμές αναστολής αναπτύξεως |
health., anim.husb. | growth inhibition test | δοκιμασία αναστολής της ανάπτυξης |
pharma., chem. | growth inhibitor | ανασταλτικό αύξησης |
environ., agric. | growth inhibitor | αναστολέας της αύξησης |
nat.sc., agric. | growth layer | δακτύλιος αυξήσεως |
social.sc. | growth-linked guaranteed minimum wage | ελάχιστος εγγυημένος μισθός |
med. | growth medium | θρεπτικό υπόστρωμα |
life.sc. | growth medium | θρεπτικό υλικό |
life.sc. | growth medium | θρεπτικό μέσο |
med. | growth medium | αυξητικό θρεπτικό υλικό |
med. | growth medium | αυξητικό μέσο καλλιέργειας |
health. | growth modifier | τροποποιητής ανάπτυξης |
environ. | growth of a plume in atmospheric flow | ανάπτυξη τολύπης καπνού σε ατμοσφαιρική ροή |
environ. | growth of algae | ανάπτυξη των φυκών (Flos algae) |
environ. | growth of algae | εμφάνιση αλγών (Flos algae) |
environ. | growth of algae | διάδοση φυκών (Flos algae) |
environ. | growth of algae | έκρηξη στον αριθμό των φυκιών (Flos algae) |
med. | growth of bacteria | βακτηριακή ανάπτυξις |
med. | growth of nerval fibres | ανάπτυξη νευρικών ινών |
agric. | growth parameter | παράμετρος ανάπτυξης |
econ. | growth path | αναπτυξιακή τροχιά |
econ., lab.law. | growth pattern | αναπτυξιακό μοντέλο |
earth.sc., life.sc. | growth phase | φάση ανόδου |
med. | growth phase | φαση ανάπτυξης |
med. | growth piate | επιφυσιακή πλάκα (cartilago epiphysialis) |
med. | growth piate | επιφυσιακός χόνδρος (cartilago epiphysialis) |
med. | growth piate | δίσκος επίφυσης (cartilago epiphysialis) |
med. | growth piate | αυξητικός χόνδρος (cartilago epiphysialis) |
econ. | growth point | πόλος ανάπτυξης |
stat., social.sc. | growth potential | δυναμικό ανάπτυξης |
stat., social.sc. | growth potential | δυνατότητα ανάπτυξης |
econ. | growth potential | αναπτυξιακό δυναμικό |
econ., lab.law. | growth profile | αναπτυξιακό μοντέλο |
chem. | growth promoter | αυξητικός παράγοντας |
agric. | growth promoter | επιταχυντής ανάπτυξης ή αύξησης ενν. βάρους |
agric. | growth promotion | ερέθισμα αύξησης |
health., chem. | growth promotor | αυξητικός παράγοντας |
health. | growth promotor | αυξητική ορμόνη |
health., chem. | growth promotor | αυξητική ουσία |
nat.sc. | growth promotor | αυξητικός παράγων |
med. | growth rate | ρυθμός αύξησης |
med. | growth rate | ταχύτητα αύξησης |
econ. | growth rate | ποσοστό αύξησης; ρυθμός αύξησης, μεγέθυνσης ή οικονομικής ανάπτυξης; συντελεστής αύξησης; ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης |
stat. | growth rate | λόγος αύξησης |
stat. | growth rate | ρυθμός μεγέθυνσης |
stat. | growth rate | ποσοστό ανάπτυξης |
nat.sc. | growth rate | ποσοστό αύξησης |
health. | growth rate | ταχύτητα ανάπτυξης |
med. | growth rate | ρυθμός αναπαραγωγής |
gen. | growth rate "excluding Community assistance" | ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης "εκτός κοινοτικών συνδρομών" |
med. | growth rate of population | ποσοστό αύξησης του πληθυσμού |
agric. | growth reduction | αναστολή της αύξησης |
med. | growth regulator | ρυθμιστής αύξησης |
agric., chem. | growth regulator | ρυθμιστής ανάπτυξης |
gen. | growth regulator | ρυθμιστής αύξησης; ρυθμιστής της αύξησης των φυτών |
med. | growth retardation | καθυστέρηση ανάπτυξης |
med. | growth retardation | καθυστέρηση της ανάπτυξης |
nat.sc. | growth retarder | επιβραδυντής ανάπτυξης |
med. | growth ring | ετήσιος δακτύλιος |
environ. | growth ring | αυξητικός δακτύλιος |
nat.sc., agric. | growth ring | συγκεντρική γραμμή |
med. | growth ring | δακτύλιος κορμού δένδρου |
nat.sc., agric. | growth ring | συγκεντρική κυκλική γραμμή |
med. | growth ring | δακτύλιος ανάπτυξης |
nat.sc. | growth-ring boundary | όριο αυξητικού δακτυλίου |
stat., agric. | growth season | εποχή βλάστησης |
gen. | growth sector | τομέας ανάπτυξης |
fin. | growth share | μετοχές σε επιχείρηση με προοπτικές ανάπτυξης |
fin. | growth share | μετοχές με προοπτική ανατίμησης λόγω κεφαλαιοποίησης κερδών |
nat.sc. | growth stage | αυξητικό στάδιο |
health., chem. | growth stimulant | αυξητική ουσία |
health., agric., anim.husb. | growth stimulant | επιταχυντής αύξησης του βάρους |
health., chem. | growth stimulant | αυξητικός παράγοντας |
health., agric., anim.husb. | growth stimulant | επιταχυντής ανάπτυξης |
med. | growth stimulant | τονωτικό της αύξησης |
agric. | growth stimulation | ερέθισμα αύξησης |
fin. | growth stock | μετοχές με προοπτική ανατίμησης λόγω κεφαλαιοποίησης κερδών |
fin. | growth stock | μετοχές σε επιχείρηση με προοπτικές ανάπτυξης |
nat.sc., agric. | growth stress | τάσις αυξήσεως |
med. | growth substance | αυξίνη |
health., chem. | growth substance | αυξητική ουσία |
agric. | growth substance | φυτορμόνη |
health., chem. | growth substance | αυξητικός παράγοντας |
med. | growth substance | αυξητική ορμόνη |
forestr. | growth twist | αυξητική συστροφή |
agric. | habit of growth | τροπισμός (habitus) |
med. | haemopoietic cell growth factor | αιμοποιητικός αυξητικός παράγοντας |
med. | hair-growth | τριχότης |
med. | hair-growth | τριχωτό σύστημα |
environ. | harmful biological growth | βλαβερή βιολογική ανάπτυξη |
med. | hepatocyte growth factor | ηπατοκυτταρικός αυξητικός παράγοντας |
med. | human epidermal growth factor | επιδερμικός αυξητικός παράγοντας ανθρώπου |
med. | human epidermal growth factor | ουρογαστρόνη |
med. | human growth hormone | αυξητική ορμόνη |
med. | human growth hormone | σωματοτροπίνη |
med. | human growth hormone | ανθρώπινη αυξητική ορμόνη |
crim.law. | illicit trafficking in hormonal substances and other growth promoters | λαθρεμπόριο ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων |
law | illicit trafficking in hormonal substances and other growth promoters | λαθρεμπόριo oρμovικώv oυσιώv και άλλωv αυξητικώv παραγόvτωv |
met. | in the martensitic transformation, coherent growth occurs | στην μαρτενσιτική περιοχή πραγματοποιείται μια συμπαγής εξέλιξη |
econ., social.sc. | inclusive growth | ανάπτυξη χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς |
nat.sc. | increment of growth | ποσοστό αύξησης |
econ., stat. | industrial growth | βιομηχανική επέκταση |
econ., stat. | industrial growth | βιομηχανική αύξηση |
med. | infection growth | λοιμώδης εξοίδηση |
med. | infiltrating growth | διηθητική εξεργασία |
med. | infiltrating growth | διηθητική επέκταση |
med. | infiltrating growth | διηθητική ανάπτυξη |
med. | inhibition of the cell growth | αναστολή της κυτταρικής ανάπτυξης |
med. | inhibition of the cell growth | ανάσχεση της κυτταρικής ανάπτυξης |
med. | insulin growth factor 1 | ινσουλινοειδής αυξητικός παράγοντας |
med. | insulin-like growth factor 1 | ινσουλινοειδής αυξητικός παράγοντας |
med. | insulin-like growth factor | αυξητικός παράγοντας τύπου ινσουλίνης |
med. | insulin-like growth factor | ινσουλινοειδής αυξητικός παράγοντας |
econ., empl., unions. | Integrated Guidelines for Growth and Jobs | ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη και την απασχόληση |
mater.sc., met. | interaction between the formation of a constriction and the growth of fissures | αλληλεπίδραση μεταξύ του σχηματισμού εκλέπτυνσης και της προώθησης των ρωγμών |
med. | intercalary growth zone | ενδιάμεση ζώνη αύξησης |
med. | intercalary growth zone | εμβόλιμη ζώνη αύξησης |
econ. | internal determinant of growth | εσωτερικός παράγων ανάπτυξης |
med. | interstitial growth | ενδογενής ανάπτυξη |
med. | intrauterine growth retardation | καθυστέρηση ενδομήτριας ανάπτυξης |
med. | intrinsic growth rate | ενδογενής αυξητικός ρυθμός |
med. | invasive growth | διηθητική εξεργασία |
med. | invasive growth | διηθητική ανάπτυξη |
med. | invasive growth | διηθητική επέκταση |
med. | isometric growth | ισομετρική αύξηση |
econ., empl. | job-creating growth | οικονομική μεγέθυνση δημιουργός θέσεων απασχόλησης |
econ., unions. | jobless growth | ανάκαμψη χωρίς απασχόληση |
econ., empl. | job-rich growth | οικονομική μεγέθυνση δημιουργός θέσεων απασχόλησης |
law | Justice for growth | Δικαιοσύνη για την ανάπτυξη |
law | Justice for growth | ατζέντα "Δικαιοσύνη για την ανάπτυξη" |
law | "Justice for growth" agenda | ατζέντα "Δικαιοσύνη για την ανάπτυξη" |
law | "Justice for growth" agenda | Δικαιοσύνη για την ανάπτυξη |
environ. | lasting growth with due respect for the environment | διαρκής ανάπτυξη που σέβεται το περιβάλλον |
fin., insur. | linear growth depreciation | υποτίμηση με γραμμική αύξηση |
econ., social.sc. | Lisbon Agenda for Growth and Jobs | Πρόγραμμα της Λισσαβώνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση |
nat.sc. | long growth cycle | μεγάλος βιολογικός κύκλος |
nat.sc., agric. | longitudinal growth | αύξηση κατά μήκος |
environ. | low-carbon growth plan | σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης με χαμηλές ανθρακούχες εκπομπές |
econ. | lower growth forecast | προς τα κάτω αναθεώρηση των προβλέψεων για τους ρυθμούς ανάπτυξης |
environ. | macrophytic and algal growth | ανάπτυξη μακροφύτων ή αλγών φυκιών |
fin. | marginal growth in the banking sector | οριακή ανάπτυξη της τραπεζικής αγοράς |
med. | mast cell growth factor | παράγοντας αρχέγονων κυττάρων |
gen. | materials growth | ανάπτυξη των υλικών |
econ. | mechanism of economic growth | μηχανισμός οικονομικής ανάπτυξης |
med. | microbial growth | μικροβιακή χλωρίδα |
med. | microbial growth | μικροβιολογική χλωρίδα |
earth.sc. | molecular beam epitaxial growth | επιταξιακή ανάπτυξη μέσω μοριακής δέσμης |
nat.sc. | molecular beam epitaxial growth equipment | εξοπλισμός επιταξιακής ανάπτυξης μέσω μοριακής δέσμης |
gen. | money supply growth | ρυθμός διόγκωσης της προσφοράς χρήματος |
el. | multi-layer growth | ανάπτυξη πολλαπλού στρώματος |
nat.sc., agric. | multiple growth ring | πολλαπλός δακτύλιος |
agric. | muscle growth capacity | κρεατοπαραγωγική ικανότητα |
nat.sc., agric. | mycelium growth | εξάπλωση εμβολίου |
nat.sc., agric. | mycelium growth | αύξηση μυκηλίου |
stat., social.sc. | natural growth | φυσική αύξηση |
nat.res. | natural growth hormone | ωξίνη |
nat.res. | natural growth hormone | αυξίνη,φυτική ορμόνη |
nat.res. | natural growth hormone | αυξίνη |
account. | natural growth of non-cultivated biological resources | φυσική αύξηση μη καλλιεργούμενων βιολογικών πόρων |
gen. | natural population growth | φυσική αύξηση του πληθυσμού |
econ. | negative contribution to growth | αρνητική τάση μεγέθυνσης |
stat., social.sc. | negative growth | αρνητική αύξηση |
med. | nerve growth factor | νευρικός αυξητικός παράγοντας |
med. | Nerve Growth Factor | αυξητικός παράγοντας του νευρικού ιστού |
med. | nerve growth factor | αυξητικός παράγοντας νεύρων |
fin., social.sc. | no growth | μηδενική αύξηση |
econ. | no growth | μηδενική μεγέθυνση |
fin., econ. | non-inflationary economic growth | μη πληθωριστική οικονομική ανάπτυξη |
nat.sc. | normal growth | κανονική αύξηση |
agric. | nutritive salt for early growth | θρεπτικό άλας για νεαρά φυτά |
econ. | overall rate of economic growth | συνολικό ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης |
econ., lab.law. | pattern of growth | αναπτυξιακό μοντέλο |
environ. | pattern of urban growth The combination of acts, tendencies and other observable characteristics that demonstrates a municipal area's progress or state of development, including its population trends | διαρθρωση της αστικής ανάπτυξης |
fin. | P/E ratio to eps growth | δείκτης τιμής/κέρδους προς αύξηση κέρδους ανά μετοχή |
met. | perpendicular to the direction of growth of the rods | κάθετα στην διεύθυνση ανάπτυξης των ραβδίων |
med. | phases of longitudinal growth | στάδια ανάπτυξης |
med. | pituitary growth hormone | σωματοτροπίνη |
med. | pituitary growth hormone | αυξητική ορμόνη |
med. | pituitary growth hormone | σωματοτρόπος ορμόνη |
med. | pituitary growth hormone | υποφυσιακή αυξητική ορμόνη |
med. | placental growth | ανάπτυξις του πλακούντος |
med. | placental growth | ανάπτυξη του πλακούντα |
med. | placental growth hormone | πλακουντιακή αυξητική ορμόνη |
med. | placental growth hormone | ανθρώπινη χοριονική σωματομαμοτροφίνη |
agric., chem. | plant growth inhibitor | αυξοανασταλτικό |
agric., chem. | plant growth inhibitor | ανασχαιτικό της αύξησης |
chem. | plant growth regulator | ρυθμιστικό της ανάπτυξης των φυτών |
nat.res., agric., chem. | plant growth regulator | ρυθμιστής της ανάπτυξης των φυτών |
gen. | plant-growth-regulator | ρυθμιστής αύξησης; ρυθμιστής της αύξησης των φυτών |
nat.sc., agric. | plant growth type | τύπος ανάπτυξης |
med. | platelet-derived growth factor | αυξητικός παράγοντας αιμοπεταλίων |
med. | platelet-derived growth factor | αιμοπεταλιακός αυξητικός παράγοντας |
med. | platelets-derived growth factor | αιμοπεταλιακός αυξητικός παράγοντας |
econ. | policy of stability and growth | πολιτική σταθερότητας και ανάπτυξης |
med. | poor fetal growth | ανεπαρκής ανάπτυξη του εμβρύου |
med. | poor foetal growth | ανεπαρκής ανάπτυξη του εμβρύου |
med. | poor growth | ισχνή αύξηση |
environ. | population growth An increase in the total number of inhabitants of a country, city, district or area | αύξηση του πληθυσμού |
med. | population growth | πληθυσμιακή αύξηση |
social.sc. | population growth | αύξηση του πληθυσμού |
med. | population growth | αύξηση πληθυσμού |
fin. | potential output growth | αύξηση του δυνητικού προϊόντος |
fin. | poverty reduction and growth facility | μηχανισμός μείωσης της φτώχειας και οικονομικής αύξησης |
econ., fin. | preventive arm of the Stability and Growth Pact | προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης |
econ., fin. | preventive part of the Stability and Growth Pact | προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης |
fin. | price/earning ratio to eps growth | δείκτης τιμής/κέρδους προς αύξηση κέρδους ανά μετοχή |
econ., stat. | process of economic growth | διαδικασία ανάπτυξης |
econ., stat. | process of economic growth | διαδικασία αύξησης |
econ., stat. | process of economic growth | αναπτυξιακή διαδικασία |
med. | product of bacterial growth | προϊόν βακτηριακής αναπτύξεως |
nat.sc., agric. | rank growth | πλούσια βλάστηση |
stat. | rate of growth | ρυθμός μεγέθυνσης |
stat. | rate of growth | λόγος αύξησης |
stat. | rate of growth | ποσοστό ανάπτυξης |
gov., interntl.trade. | rate of growth | ρυθμός αύξησης |
agric. | rate of growth | ταχύτης αναπτύξεως |
fin. | rate of growth of GNP | ποσοστό αυξήσεως του ΑΕΠ |
gen. | rate of growth of population | ποσοστό αύξησης του πληθυσμού |
agric. | ration for growth | αυξητική μερίδα |
med. | re-growth promotion | τόνωση της εκ νέου αύξησης |
econ. | real growth | πραγματική ανάπτυξη |
fin., econ. | reference value for monetary growth | τιμή αναφοράς για τη νομισματική αύξηση |
econ., fin. | relaunch of growth | αναπτυξιακή ώθηση |
econ., social.sc. | renewed Lisbon Strategy for Growth and Jobs | ανανεωμένη στρατηγική της Λισσαβώνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση |
gen. | reproducible growth of large area heterostructures | αναπαραγώγιμη ανάπτυξη ετεροδομών μεγάλης επιφάνειας |
gen. | Resistance to crack growth of vulcanised natural or synthetic rubber | Αντίσταση σε αύξηση ρωγμών βουλκανισμένου φυσικού ή συνθετικού ελαστικού |
mater.sc. | resistance to fungus growth | αντοχή στη μικροβιολογική διάβρωση |
el. | rheotaxial growth process | ροοταξική μέθοδος ανάπτυξης |
med. | rhythmic nuclear growth | ρυθμική ανάπτυξη του πυρήνος |
agric. | second growth | δευτερογενής βλαστός του οποίου η κοπή αναβάλλεται μέχρι περαιτέρω ωριμάνσεώς του |
agric. | second growth | μορφολογικές ανωμαλίες των κονδύλων |
agric. | second growth | δευτερογενής βλαστός |
med. | secondary growth | δευτερογενής πάχυνση |
nat.sc. | secondary growth | δευτερογενής προσαύξησις |
med. | secondary growth | δευτερογενής ανάπτυξη |
econ. | secular growth | μακροχρόνια ανάπτυξη |
met. | segregation has an influence on grain growth | ο διαφορισμός επηρεάζει την ανάπτυξη των κόκκων |
social.sc. | sharing the benefits of growth | κατανομή των καρπών της οικονομικής ανάπτυξης |
el. | silicon oxide growth | ανοδική διεργασία |
el. | silicon oxide growth | θερμική διεργασία |
el. | silicon oxide growth | ανάπτυξη οξειδίου του πυριτίου |
earth.sc., el. | silicon ribbon growth | ανάπτυξη των ταινιών του πυριτíου |
el. | silicon-vapor-phase epitaxial-growth technique | τεχνική επιταξιακής ανάπτυξης πυριτίου από φάση ατμού |
el. | silicon-vapour-phase epitaxial-growth technique | τεχνική επιταξιακής ανάπτυξης πυριτίου από φάση ατμού |
mater.sc. | slow crack growth | αργή διάδοση των ρηγμάτων |
environ. | sludge growth index | δείκτης όγκου λάσπης |
econ. | smart growth | έξυπνη ανάπτυξη |
econ., social.sc. | socially inclusive economic growth | ανάπτυξη χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς |
econ., social.sc. | socially inclusive growth | ανάπτυξη χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς |
life.sc. | specific growth rate | ειδικός ρυθμός ανάπτυξης |
econ. | Specific programme for research, technological development and demonstration on Competitive and Sustainable Growth | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης με θέμα "Ανταγωνιστική και αειφόρος οικονομική ανάπτυξη" |
econ. | Specifications on the implementation of the Stability and Growth Pact and Guidelines on the format and content of Stability and Convergence Programmes | Προδιαγραφές για την εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και κατευθυντήριες γραμμές για τη μορφή και το περιεχόμενο των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης |
med. | speed of growth | ταχύτητα αύξησης |
med. | speed of growth | ρυθμός αύξησης |
forestr. | spiral growth | σπειροειδής διεύθυνση |
forestr. | spiral growth | σπειροειδής δομή ξυλωδών ινών |
forestr. | spiral growth | στρεψοΐνια |
med. | spiral growth | σπειροειδής ανάπτυξη |
construct., econ., fin. | Stability and Growth Pact | Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης |
med. | stage of growth | στάδιο αύξησης |
med. | stage of growth | αυξητικό στάδιο |
life.sc. | stimulating growth factor | διεγερτικός παράγοντας της αύξησης |
life.sc. | stimulating growth factor | διεγερτικός παράγoντας της ανάπτυξης |
life.sc. | stimulating growth factor | διεγερτικός αυξητικός παράγων |
econ. | structural impediment to growth | διαρθρωτικό εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη |
med. | stunted growth | καθυστέρηση ανάπτυξης |
el. | sublimation-growth epitaxial substrate | επιταξιακό υπόστρωμα με ανάπτυξη από εξάχνωση |
el. | sublimation growth process | διεργασία ανάπτυξης με εξάχνωση |
med. | summer growth zone | δακτύλιος του θέρους |
econ. | sustainable and non-inflationary growth | αειφόρος μη πληθωριστική ανάπτυξη |
econ. | sustainable economic growth | σταθερή οικονομική μεγέθυνση |
econ. | sustainable economic growth | αειφόρος οικονομική ανάπτυξη |
econ. | sustainable economic growth | διατηρήσιμη ανάπτυξη |
econ. | sustainable economic growth | αειφόρος ανάπτυξη |
econ. | sustainable growth | αειφόρος ανάπτυξη |
econ. | sustainable growth | αειφόρος οικονομική ανάπτυξη |
econ. | sustainable growth | διατηρήσιμη ανάπτυξη |
econ. | sustainable growth | σταθερή οικονομική μεγέθυνση |
fin. | sustained growth of output and employment | διαρκής αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης |
fin. | target corridor for M3 growth | όρια του στόχου σχετικά με την αύξηση του Μ3 |
econ., market. | the enterprise dimension essential to Community growth | η επιχείρηση στο επίκεντρο της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη |
met. | the kinetics of this growth are controlled by the relative positions of the curves | η κινητική της ανάπτυξης εξαρτάται από την σχετική θέση των καμπυλών |
met. | the nucleation curve can occur beyond growth | η καμπύλη πυρηνοποίησης μπορεί να βρίσκεται έξω από την ζώνη ανάπτυξης |
gen. | the speedy establishment and growth of nuclear industries | η ταχεία ίδρυση και ανάπτυξη των πυρηνικών βιομηχανιών |
met. | there exists a preferential direction for growth of the crystals | υπάρχει μια κατά προτίμηση διεύθυνση ανάπτυξης των κρυστάλλων |
met. | there is a grain growth | πραγματοποιείται ανάπτυξη των κόκκων |
met. | this directional growth of the pearlite | ανάπτυξη του περλίτη σύμφωνα με ευνοϊκές διευθύνσεις |
met. | this micrograph also shows the acicular growth of the bainite | η μικρογραφία αυτή αποκαλύπτει επίσης την βελονοειδή ανάπτυξη της βεανιτικής δομής |
stat., fin., social.sc. | total growth | συνολική αύξηση |
med. | transforming growth factor | αυξητικός παράγοντας μεταμόρφωσης |
econ. | trend growth | αύξηση με βάση την τάση |
social.sc., empl. | Tripartite Social Summit for Growth and Employment | τριμερής κοινωνική σύνοδος κορυφής για την ανάπτυξη και την απασχόληση |
med. | type of hair-growth | τύπος τριχοφυίας |
med. | unidirectional growth | μονοκατευθυνόμενη ανάπτυξη |
social.sc. | urban growth | αστική ανάπτυξη |
fin. | virtuous growth circle | ενάρετος κύκλος ανάπτυξης |
pharma., chem. | virus growth | καλλιέργεια του ιού |
agric. | volunteer growth | Προϋπάρχουσα αναγέννηση |
agric. | water favourable to shellfish growth | νερό κατάλληλο για οστρακοκαλλιέργεια |
environ., fish.farm. | waters favourable to shellfish growth | νερό για οστρακοειδή |
environ., fish.farm. | waters favourable to shellfish growth | ύδατα ανάπτυξης οστρακοειδών |
environ., fish.farm. | waters favourable to shellfish growth | ύδατα για οστρακοειδή |
agric., chem. | weed growth regulator | απορρυθμιστικά ζιζανιοκτόνα |
agric., chem. | weed growth regulator | ορμονικά ζιζανιοκτόνα |
fin., lab.law. | White Paper on "Growth, competitiveness and employment - the challenges and ways forward into the 21st century" | Λευκή Βίβλος "Ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα και απασχόληση - οι προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους, για μετάβαση στον 21ο αιώνα" |
fin., lab.law. | White Paper on Growth, Competitiveness, Employment | Λευκό Βιβλίο "Ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα, Απασχόληση" |
health. | winter growth zone | δακτύλιος του χειμώνα |
gen. | Working Party on Competitiveness and Growth | Ομάδα "Ανταγωνιστικότητα και Ανάπτυξη" |
stat. | yearly rate of growth | ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης |
econ. | zero economic growth | μηδενική μεγέθυνση |
econ. | zero growth | μηδενική μεγέθυνση |
fin., econ., UN | zero real growth | μηδενικός πραγματικός ρυθμός αύξησης |