DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing Full | all forms | exact matches only
EnglishGreek
application in fullπλήρης εφαρμογή
to be in regular full-time attendance at an educational establishmentφοιτώ κανονικά και με πλήρες πρόγραμμα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα
to carry the flag at full mastέχω τη σημαία πλησίστιο
child of full ageενήλικο τέκνο
to climb to full-power operationαυξάνω το φορτίο μέχρι πλήρους ισχύος
full American planπλήρης διατροφή
full boardπλήρης διατροφή
full-face respiratorαναπνευστική συσκευή για ολόκληρο το πρόσωπο
full fire developmentπλήρης ανάπτυξη πυρκαγιάς
full metal jacketσφαίρα με χάλκινο περίβλημα
full metal jacket bulletσφαίρα με χάλκινο περίβλημα
full operating capabilityπλήρης επιχειρησιακή δυνατότητα
full operational capabilityπλήρης επιχειρησιακή δυνατότητα
full power testδοκιμή πλήρους ισχύος
full rateπλήρης χρέωση
Full report on Northern Dimension PoliciesΠλήρης έκθεση σχετικά με τις πολιτικές της Βόρειας Διάστασης
full residence allowanceπλήρες επίδομα διαμονής
full roof hoodαναρρόφηση από πλευρική χοάνη
full textπλήρους κειμένου
full-time activityπλήρης απασχόληση
full-time activityμερική απασχόληση
full to overflowingυπερεκχειλίζων
full to overflowingγεμάτο μέχρι την υπερχείλιση
having exchanged their Full Powersμετά την ανταλλαγή των πληρεξουσίων εγγράφων τους
keep-full systemσύστημα εξασφαλίσεως της υδραυλικής πληρότητας
negotiator with full powersδιαπραγματευτής με πλήρεις εξουσίες
negotiator with full powersδιαπραγματευτής με πλήρη δικαιώματα
performance of full-time or part-time dutiesασκώ καθήκοντα με μειωμένο ή πλήρες ωράριο
to take full advantage of the Union's potentialαξιοποιώ το δυναμικό της Ένωσης
their Full Powers, found in good and due formτα πληρεξούσια έγγραφά τους που ευρέθησαν εν τάξει