DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Accounting containing Forward | all forms | exact matches only
EnglishGreek
balance brought forward from previous yearλογαριασμός εσόδων εκ μεταφοράς προηγούμενης χρήσης
balance brought forward from previous yearπλεόνασμα εσόδων
balance brought forward from previous yearέσοδα προηγούμενης χρήσης
balance carried forward from previous yearλογαριασμός εσόδων εκ μεταφοράς προηγούμενης χρήσης
balance carried forward from previous yearπλεόνασμα εσόδων
balance carried forward from previous yearέσοδα προηγούμενης χρήσης
balance carried forward to new accountμεταφορά υπολοίπων εις επομένη χρήση
balance carried forward to new accountυπόλοιπο σε νέο
balance carried forward to new accountμεταφορά υπολοίπων
brought forward from preceding fiscal yearλογαριασμός εσόδων εκ μεταφοράς προηγούμενης χρήσης
brought forward from preceding fiscal yearέσοδα προηγούμενης χρήσης
brought forward from preceding fiscal yearπλεόνασμα εσόδων
carry-forwardμεταφορά υπολοίπων
carry-forwardμεταφορά υπολοίπων εις επομένη χρήση
carry-forwardυπόλοιπο σε νέο
carry forward into subsequent periodμεταφορά υπολοίπων
carry forward into subsequent periodμεταφορά υπολοίπων εις επομένη χρήση
carry forward into subsequent periodυπόλοιπο σε νέο
forward exchange marketαγορά συναλλάγματος προθεσμίας ; προθεσμιακή αγορά συναλλάγματος
forward exchange transactionπροθεσμιακή πράξη συναλλάγματος ; πράξη συναλλάγματος υπό προθεσμία
profit and loss account reserve brought forwardαποτελέσματα εις νέο-υπόλοιπο κερδών χρήσεως εις νέο ή υπόλοιπο ζημιών χρήσεως εις νέο
profit balance to be carried forwardυπόλοιπο σε νέο
profit balance to be carried forwardμεταφορά υπολοίπων εις επομένη χρήση
profit balance to be carried forwardμεταφορά υπολοίπων
profit brought forwardέσοδα προηγούμενης χρήσης
profit brought forwardλογαριασμός εσόδων εκ μεταφοράς προηγούμενης χρήσης
profit brought forwardπλεόνασμα εσόδων
profit carried forwardμεταφορά υπολοίπων
profit carried forwardμεταφορά υπολοίπων εις επομένη χρήση
profit carried forwardυπόλοιπο σε νέο
profit carried forward from previous yearλογαριασμός εσόδων εκ μεταφοράς προηγούμενης χρήσης
profit carried forward from previous yearέσοδα προηγούμενης χρήσης
profit carried forward from previous yearπλεόνασμα εσόδων
profit or loss brought forwardαποτελέσματα μεταφερόμενα "εις νέον"; αποτελέσματα εκ μεταφοράς
surplus carried forward from previous yearέσοδα προηγούμενης χρήσης
surplus carried forward from previous yearλογαριασμός εσόδων εκ μεταφοράς προηγούμενης χρήσης
surplus carried forward from previous yearπλεόνασμα εσόδων
surplus carried forward to new accountμεταφορά υπολοίπων εις επομένη χρήση
surplus carried forward to new accountμεταφορά υπολοίπων
surplus carried forward to new accountυπόλοιπο σε νέο