DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing Forward | all forms | exact matches only
EnglishGreek
delivery via a forwarding agentπαράδοση που πραγματοποιείται με τη μεσολάβηση μεταφορέα
to forward a copyκοινοποίηση αντίγραφου
forward a reportδιαβιβάζω έκθεση
period of carry-forwardπερίοδος μεταφοράς σε επόμενη φορολογική χρήση
put forward its point of viewυποστηρίζω την άποψή μου
spot and forwardάμεσης και προθεσμιακής εκτέλεσης