Subject | English | Greek |
life.sc., coal. | connection between an underground working and an exploration working | επικοινωνία υπαίθριας εκμετάλλευσης με άλλη εκμετάλλευση |
min.prod., fish.farm. | Convention for the International Council for the Exploration of the Sea | Σύμβαση του Διεθνούς Συμβουλίου για την εξερεύνηση των θαλασσών |
environ. | Convention on Civil Liability for Oil Pollution Damage Resulting from Exploration for and Exploitation of Seabed Mineral Resources | Σύμβαση για την αστική ευθύνη όσον αφορά τις ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο, η οποία προέρχεται από την έρευνα και την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου στο θαλάσσιο υπέδαφος |
el. | earth exploration satellite | δορυφόρος εξερεύνησης εδάφους |
el. | earth exploration satellite | δορυφόρος έρευνας για εντοπισμό γήινων αποθεμάτων |
commun., astronaut., transp. | Earth exploration satellite service | δορυφορική υπηρεσία γήινης εξερεύνησης |
life.sc., transp. | experimental earth exploration satellite | πειραματικός δορυφόρος εξερεύνησης της γης |
environ. | exploration and exploitation of the seabed | εξερεύνηση και εκμετάλλευση του βυθού |
econ. | exploration and prospecting program | πρόγραμμα έρευνας και εξερεύνησης |
coal. | exploration for petroleum and natural gas | έρευνα για πετρέλαιο και φυσικό αέριο |
econ. | exploration fund | κεφάλαια για εξερεύνηση |
environ., coal., oil | exploration licence | άδεια εξερεύνησης |
environ., coal., oil | exploration licence | άδεια έρευνας |
life.sc., coal. | exploration map | ερευνητικός χάρτης |
environ., coal., oil | exploration permit | άδεια έρευνας |
environ., coal., oil | exploration permit | άδεια εξερεύνησης |
life.sc., coal. | exploration plan | ερευνητικό πεδίο |
life.sc., coal. | exploration point of a deposit | σημείο έρευνας κοιτάσματος |
oil | exploration well | ερευνητική γεώτρηση |
med. | functional exploration | λειτουργική διερεύνηση |
coal. | geochemical exploration | γεωχημική μέθοδος αναζήτησης κοιτασμάτων |
life.sc., el. | geological exploration | μέθοδος γεωλογικής αναζήτησης |
life.sc., el. | geological exploration | μέθοδος γεωλογικής έρευνας |
chem., el. | geological exploration drilling | γεώτρηση γεωλογικής έρευνας |
life.sc., el. | geophysical exploration | γεωφυσικές μέθοδοι αναζήτησης |
life.sc., el. | geophysical exploration | γεωφυσικές μέθοδοι έρευνας |
life.sc., coal. | geophysical exploration map | χάρτης γεωφυσικής έρευνας |
life.sc., el. | geophysical exploration techniques | γεωφυσικές μέθοδοι αναζήτησης |
life.sc., el. | geophysical exploration techniques | γεωφυσικές μέθοδοι έρευνας |
life.sc., el. | geothermal exploration | γεωθερμική αναζήτηση |
life.sc., el. | geothermal exploration | γεωθερμική έρευνα |
life.sc. | hydrochemical exploration | υδροχημική έρευνα |
nat.sc., environ. | Institute of Geology and Mineral Exploration | Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών |
min.prod., fish.farm., R&D. | International Commission for Scientific Exploration of the Mediterranean Sea | Διεθνής Επιτροπή για την Επιστημονική Εξερεύνηση της Μεσογείου |
fish.farm. | International Council for the Exploration of the Sea | Διεθνές Συμβούλιο για την Εξερεύνηση των Θαλασσών |
astronaut., transp. | lunar exploration module | όχημα εξερεύνησης σελήνης |
life.sc., el. | magnetic exploration | γεωμαγνητική μέθοδος |
account. | mineral exploration | μεταλλευτικές έρευνες |
environ. | natural gas exploration Underground prospection conducted with various methods to discover natural gas deposits which are usually found in the immediate vicinity of crude petroleum | έρευνα διερεύνηση για φυσικό αέριο |
environ. | natural gas exploration | έρευνα διερεύνηση για φυσικό αέριο |
environ. | natural gas exploration | έρευνα διερεύνηση για φυσικό αέριο |
min.prod., energ.ind., oil | offshore exploration | θαλάσσια έρευνα |
environ. | oil exploration | έρευνα διερεύνηση για πετρέλαιο |
environ. | oil exploration | έρευνα διερεύνηση για πετρέλαιο |
environ. | oil exploration No definition needed | έρευνα διερεύνηση για πετρέλαιο |
econ. | petroleum exploration | έρευνα πετρελαίων |
environ. | Protocol for the Protection of the Mediterranean Sea against Pollution Resulting from Exploration and Exploitation of the Continental Shelf and the Seabed and its Subsoil | Πρωτόκολλο για την προστασία της Μεσογείου από τη ρύπανση που προκαλείται από την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση του θαλάσσιου βυθού και του υπεδάφους του |
earth.sc. | seismic exploration method | σεισμική μέθοδος |
transp., construct. | site exploration | επιτόπια διερεύνηση |
transp., construct. | site exploration | επιτόπια εξερεύνηση |
transp., construct. | site exploration | επιτόπια έρευνα |
law | trade mark exploration licence | άδεια χρήσης σήματος |
astronaut., R&D. | Treaty on Principles Governing the Activities of States in the Exploration and Use of Outer Space, including the Moon and Other Celestial Bodies | Συνθήκη "επί των αρχών των διεπουσών την δραστηριότητα των κρατών κατά την εξερεύνησιν και χρησιμοποίησιν του διαστήματος, συμπεριλαμβανομένης της Σελήνης και άλλων ουρανίων σωμάτων" |
R&D., UN | United Nations Conference on the Exploration and Peaceful Uses of Outer Space | Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την εξερεύνηση και χρησιμοποίηση του διαστήματος για ειρηνικούς σκοπούς |
environ. | Waste resulting from exploration, mining, dressing and further treatment of minerals and quarrying | Απόβλητα που προκύπτουν από εξερεύνηση, εξόρυξη, επεξεργασία εμπλουτισμού και περαιτέρω επεξεργασία ορυκτών και προϊόντων λατομείου |
environ., coal. | waste resulting from exploration, mining, dressing and further treatment of minerals and quarrying | απόβλητα που προκύπτουν από εξερεύνηση,εξόρυξη,επεξεργασία εμπλουτισμού και περαιτέρω επεξεργασία ορυκτών και προϊόντων λατομείου |
environ., coal. | wastes resulting from exploration, mining, quarrying, and physical and chemical treatment of minerals | απόβλητα που προκύπτουν από εξερεύνηση,εξόρυξη,επεξεργασία εμπλουτισμού και περαιτέρω επεξεργασία ορυκτών και προϊόντων λατομείου |