Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Icelandic
Irish
Italian
Japanese
Korean
Latvian
Lithuanian
Norwegian Bokmål
Persian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Statistics
containing
Efficiency
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
asymptotic
efficiency
ασυμπτωτική αποτελεσματικότητα
asymptotic relative
efficiency
ασυμπτωτική σχετική αποτελεσματικότητα
Bahadur
efficiency
αποτελεσματικότητα Bahadur
Cramér-Rao
efficiency
αποτελεσματικότητα των Cramér-Rao
Cramér-Rao
efficiency
Cramér-Rao αποτελεσματικότητα
efficiency
equivalence
ισοδυναμία αποδοτικότητας
efficiency
factor
παράγοντας αποδοτικότητας
efficiency
index
δείκτης αποτελεσματικότητας
efficiency
index
δείκτης αποδοτικότητας
local asymptotic
efficiency
τοπική ασυμπτωτική αποτελεσματικότητα
power
efficiency
σχετική αποτελεσματικότητα
(of a test)
power
efficiency
σχετική αποτελεσματικότητα ελέγχου
relative
efficiency
σχετική αποτελεσματικότητα εκτιμήτριας
relative
efficiency
σχετική αποτελεσματικότητα σχεδιασμού δειγματοληψίας
relative
efficiency
σχετική αποτελεσματικότητα
relative
efficiency
of a sample design
σχετική αποτελεσματικότητα
relative
efficiency
of a sample design
σχετική αποτελεσματικότητα σχεδιασμού δειγματοληψίας
relative
efficiency
of a test
σχετική αποτελεσματικότητα
relative
efficiency
of a test
σχετική αποτελεσματικότητα ελέγχου
relative
efficiency
of an estimator
σχετική αποτελεσματικότητα
relative
efficiency
of an estimator
σχετική αποτελεσματικότητα εκτιμήτριας
Get short URL