DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Technology containing E | all forms | exact matches only
EnglishGreek
E or emfηλεκτροκινητική δύναμη
E or emfτάση
E or emfδιαφορά δυναμικού
ENTSO-E operational planning data environmentπεριβάλλον δεδομένων επιχειρησιακού σχεδιασμού του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας
source e.m.f.τάση ανοικτού κυκλώματος
source e.m.f.ηλεκτρεγερτική δύναμη πηγής