Subject | English | Greek |
econ. | agricultural cooperative | γεωργικός συνεταιρισμός |
fin., agric. | agricultural production cooperative | γεωργική παραγωγική ένωση |
fin. | bank organised along cooperative lines | τράπεζα με συνεταιριστική οργάνωση |
environ. | building cooperative | οικοδομικός συνεταιρισμός |
crim.law. | Charter of organization and operation of the Southeast European Cooperative Initiative Regional Center for the combating of transborder crime | Καταστατικός Χάρτης οργάνωσης και λειτουργίας του Περιφερειακού Κέντρου της Πρωτοβουλίας Συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης για την καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος |
transp., agric. | collection of milk by tankers from the cooperative or company | συλλογή του γάλακτος με τα βυτιοφόρα από τον συνεταιρισμό η την εμπορική επιχείρηση |
interntl.trade., polit. | Colombo Plan for Cooperative Economic and Social Development in Asia and the Pacific | Σχέδιο του Κολόμπο για την ανάπτυξη της οικονομικής και κοινωνικής συνεργασίας στην Ασία και τον Ειρηνικό |
econ., empl. | Community's cooperative strategy for growth and employment | κοινοτική στρατηγική συνεργασίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση |
IT | Computer Supported Cooperative Work | συνεργασία με τη βοήθεια υπολογιστών |
IT | computer supported cooperative working | συλλογική εργασία υποστηριζόμενη από υπολογιστή |
fin. | Consultative Committee for cooperatives, mutual societies, associations and foundations | συμβουλευτική επιτροπή των συνεταιρισμών, ταμείων αλληλασφάλισης, ενώσεων και ιδρυμάτων |
econ. | consumer cooperative | καταναλωτικός συνεταιρισμός |
market. | cooperative advertising | συλλογική διαφήμιση |
market. | cooperative advertising | συνεταιριστική διαφήμιση |
market. | cooperative advertising | κλαδική διαφήμιση |
med. | cooperative allostery | συνεργατικός αλλοστερισμός |
fin. | cooperative arrangement | μηχανισμός συνεργασίας |
agric. | cooperative association owned by farmers | συνεταιριστική επιχείρηση ανήκουσα στους εκτροφείς |
econ. | cooperative bank | συνεταιριστική τράπεζα |
med. | cooperative binding | συνεργατική σύνδεση |
demogr., construct. | cooperative building company | οικοδομικοί συνεταιρισμοί και εταιρίες |
fin. | cooperative building society | Στεγαστικό Ταμιευτήριο |
fin. | cooperative credit bank | συνεταιριστική πιστωτική τράπεζα |
transp., avia. | Cooperative Development of Operational Safety and Continuing Airworthiness Programme | Δεσμοί συνεργασίας των προγραμμάτων επιχειρησιακής ασφαλείας και διαρκούς αεροπορικής αξιοπλοΐας |
IT | cooperative, distributed decision making | συνεργατική κατανεμημένη λήψη αποφάσεων |
IT | cooperative expert system | σύστημα συνεργασίας εμπειρογνωμόνων |
IT | cooperative installation | Συνεταιριστική εγκατάσταση |
econ. | cooperative joint venture | κοινή επιχείρηση με χαρακτήρα συνεργασίας |
transp. | cooperative management of the cargo flow | συνεργασία στη διαχείριση της ροής του φορτίου |
fin., social.sc. | cooperative, mutual and non-profit sector | κοινωνική οικονομία |
law | cooperative operation | πράξη συνεργασίας |
earth.sc. | cooperative phenomena | συλλογικά φαινόμενα |
earth.sc. | cooperative phenomena | ομαδικά φαινόμενα |
commun., IT | cooperative process | συνεργαζόμενη επεξεργασία |
commun., IT | cooperative process | διαδικασία χαλάρωσης |
environ., UN | Cooperative Programme for Monitoring and Evaluation of the long-range transmission of air pollutants in Europe | συνεχής παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη |
environ., UN | Cooperative Programme for Monitoring and Evaluation of the long-range transmission of air pollutants in Europe | παρακολούθηση και αξιολόγηση της μεταφοράς ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλες αποστάσεις στην Ευρώπη |
environ., UN | Cooperative programme for the monitoring and evaluation of the long-range transmission of air pollutants in Europe | παρακολούθηση και αξιολόγηση της μεταφοράς ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλες αποστάσεις στην Ευρώπη |
environ., UN | Cooperative programme for the monitoring and evaluation of the long-range transmission of air pollutants in Europe | συνεχής παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη |
environ. | Cooperative Programme for the Monitoring and Evaluation of the Long-range Transmission of Air Pollutants in Europe | Πρόγραμμα συνεργασίας για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς σε μεγάλη απόσταση των ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη |
commer., fin. | cooperative purchasing association | συνεταιριστική ένωση αγορών |
geogr., USA | Cooperative Republic of Guyana | Συνεργατική Δημοκρατία της Γουιάνας |
geogr., USA | Cooperative Republic of Guyana | Γουιάνα |
R&D. | Cooperative Research Action for Technology | Κοινή ερευνητική δράση για την τεχνολογία |
nat.sc. | cooperative research activity | δραστηριότητες συνεταιριστικής έρευνας |
gen. | cooperative research and development | ερευνητική και αναπτυξιακή συνεργασία |
nat.sc. | cooperative research scheme | πλαίσιο της έρευνας συνεργασίας |
law | cooperative societies | οι συνεταιρισμοί |
fin. | cooperative society | συνεταιρισμός |
law, econ. | cooperative society | συνεταιριστική εταιρία |
busin., labor.org. | cooperative society | συνεταιριστική εταιρεία |
nat.sc., chem. | cooperative study | Eνδοεργαστηριακή εξέταση |
transp. | cooperative systems for road transport | Συνεργαζόμενα συστήματα για οδικές μεταφορές |
fin. | cooperative venture at the pre-competitive stage | συνεργασία που αναπτύσσεται στο προανταγωνιστικό επίπεδο |
agric. | cooperative wine-growers association | συνεταιρισμός |
agric. | cooperative winery | συνεταιριστικό οινοποιείο |
crim.law. | cooperative witness | άτομο συνεργαζόμενο με τη δικαιοσύνη' συνεργάτης |
agric. | Cooperatives Association of Sultana Growers | Κοινοπραξία Συνεταιρισμών Οργανώσεων Σουλτανίνας |
commer. | Coordinating Committee of EC Cooperative Associations | Επιτροπή συντονισμού των συνεταιριστικών οργανώσεων EOK |
commer., polit. | Coordinating Committee of European Cooperative Associations | Συντονιστική Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Συνεταιριστικών Ενώσεων |
agric., industr. | dairy cooperative | συνεταιριστική γαλακτοβιομηχανία |
commer. | European Community of Consumer Cooperatives | Ευρωπαϊκή Κοινότητα καταναλωτών συνεταιρισμών |
gen. | European Community of Consumer Cooperatives | Ευρωπαϊκή Κοινότητα Συνεταιρισμών Καταναλωτών |
gen. | European Community of Consumer Cooperatives | Ευρωπαϊκή Κοινότητα Καταναλωτικών Συνεταιρισμών |
econ. | European cooperative | ευρωπαϊκός συνεταιρισμός |
gen. | European Cooperative Long-Term Initiative for Defence | πρωτοβουλία στον τομέα στρατιωτικής έρευνας και τεχνολογίας |
life.sc., agric., R&D. | European Cooperative Programme for Crop Genetic Resources Networks | Ευρωπαϊκό συνεργατικό πρόγραμμα δικτύων φυτογενετικών πόρων |
econ. | European Cooperative Society | ευρωπαϊκή συνεταιριστική εταιρία (Societas Cooperativa Europaea) |
econ. | European cooperative society | ευρωπαϊκός συνεταιρισμός |
transp. | fare cooperative | συγκοινωνιακή κοινοπραξία |
transp. | fare sales cooperative | κοινοπραξία πωλήσεων |
gen. | Federation of European Industrial Cooperative Research Organisations | Ομοσπονδία των Ενώσεων Ευρωπαϊκής Βιομηχανικής Συνεργασίας σε θέματα Ερευνας |
industr., polit. | Federation of European Industrial Cooperative Research Organizations | Ομοσπονδία Οργανισμών Ευρωπαϊκής Βιομηχανικής Συνεργασιακής ΄Ερευνας |
econ. | firm in the cooperative, mutual and non-profit sector | επιχείρηση της κοινωνικής οικονομίας |
nat.sc. | French Research Institute for Cooperative Development | Ινστιτούτο Επιστημονικής Ερευνας για την Ανάπτυξη στα Πλαίσια της Συνεργασίας |
commun. | height-finding non-cooperative target | ευρίσκω το ύψος μη συνεργάσιμου στόχου |
econ. | housing cooperative | στεγαστικός συνεταιρισμός |
fin. | industrial cooperative bank | βιομηχανική συνεταιριστική τράπεζα |
UN | International Cooperative Alliance | Διεθνής Συνεταιριστική 'Ενωση |
agric. | International Cooperative Programme on Assessment and Monitoring of Air Pollution Effects on Forests | ΔΠΣ Δάση |
agric. | International Cooperative Programme on Assessment and Monitoring of Air Pollution Effects on Forests | Διεθνές Πρόγραμμα Συνεργασίας για την Εκτίμηση και την Παρακολούθηση των Επιπτώσεων της Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης στα Δάση |
commer., polit. | International Organisation for Consumer Cooperative Distributive Trade | Διεθνής Οργάνωση Συνεταιρισμών Κατανάλωσης και Διανομής Προϊόντων |
nucl.phys. | National Cooperative for the Storage of Radioactive Waste | Εθνικός Συνεταιρισμός για την Εναποθήκευση των Ραδιενεργών Αποβλήτων |
gen. | new cooperative security order | νέα τάξη συνεργασίας για την ασφάλεια |
crim.law., fin., tax. | non-cooperative countries and territories | μη συνεργαζόμενες χώρες και εδάφη |
crim.law., fin., tax. | non-cooperative jurisdictions | μη συνεργαζόμενες χώρες και εδάφη |
agric. | Panhellenic Confederation of Unions of Agricultural Cooperatives | Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών |
ed. | private and cooperative teaching | διδασκαλία στον ιδιωτικό τομέα και σε συνεταιρισμούς |
fish.farm. | production cooperative | συνεταιρισμός παραγωγής |
environ. | Protocol to the Convention on Long-range Transboundary Air Pollution, on Long-term Financing of the Cooperative Programme for Monitoring and Evaluation of the Long-range Transmission of Air Pollutants in Europe EMEP | Πρωτόκολλο στη Σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλη απόσταση, σχετικά με τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση του προγράμματος για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη EMEP |
fin. | registered cooperative | εγγεγραμμένο συνεργατικό |
fin. | registered credit cooperative bank | εγγεγραμμένη πιστωτική τράπεζα συνεταιριστικού χαρακτήρα και περιορισμένης ευθύνης |
fin., social.sc. | Retirement and Complementary Insurance for Agricultural Cooperative Staff | Ταμείο Συντάξεως και Επικουρικής Αφαλίσεως Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων |
fin. | rural cooperative bank | αγροτική συνεταιριστική τράπεζα |
fin., industr. | Santander Cooperative Society for the supply of feedingstuffs | ορεινή συνεταιριστική ένωση εφοδιασμού ζωοτροφών-Σανταντέρ |
busin., labor.org. | secondary cooperative | δευτερεύων συνεταιρισμός' συνεταιρισμός δευτέρου βαθμού |
busin., labor.org. | second-degree cooperative | δευτερεύων συνεταιρισμός' συνεταιρισμός δευτέρου βαθμού |
law | share of a cooperative | πιστοποιητικό συμμετοχής |
law | share of a cooperative | πιστοποιητικό μετοχών |
law | share of a cooperative | αποδεικτικό κυριότητας μετοχής |
ed. | small and medium-sized undertaking, including cooperatives | μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των συνεταιρισμών |
gen. | Southeast European Cooperative Initiative | Πρωτοβουλία συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης |
crim.law. | Southeast European Cooperative Initiative Regional Center for Combating Trans-border Crime | Περιφερειακό κέντρο για την καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος |
crim.law. | Southeast European Cooperative Initiative Regional Center for Combating Trans-border Crime | Περιφερειακό κέντρο της Πρωτοβουλίας συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης για την καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος |
fin. | Superintendent of Cooperative Societies and Cooperative Development | Εφορος Συνεργατικών Εταιρειών και Συνεργατικής Αναπτύξεως |
transp. | transport cooperative | κοινοπραξία συγκοινωνίας |
commer. | vertical cooperative agreement | συμφωνία κάθετης συνεργασίας |
agric. | wine cooperative | συνεταιριστικό οινοποιείο |