Subject | English | Greek |
math. | acceptance control chart | διάγραμμα ελέγχου αποδοχής |
gen. | access control point | σημείο ελέγχου προσπελάσεως |
gen. | access control procedures | διαδικασίες ελέγχου προσπελάσεως |
gen. | access control technique | τεχνική ελέγχου προσπελάσεως |
gen. | Accuracy control system | Σύστημα ελέγχου ακρίβειας |
gen. | administrative control safeguards | εγγυήσεις διασφαλίσεως του διοικητικού ελέγχου |
life.sc. | adsorption control sample | δείγμα για έλεγχο προσρόφησης |
gen. | Agreement between the European Community and the United Mexican States on cooperation regarding the control of precursors and chemical substances frequently used in the illicit manufacture of narcotic drugs or psychotropic substances | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού σχετικά με τη συνεργασία στον τομέα των προδρόμων και των χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παραγωγή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών |
gen. | agreement on the prevention, control and curbing of drug abuse and the unlawful trade in and production of narcotics, psychotropic drugs and related chemical substances | Σύμβαση σχετικά με την πρόληψη, τον έλεγχο και την αναχαίτηση της κατάχρησης του αθέμιτου εμπορίου και της αθέμιτης παραγωγής ναρκωτικών, ψυχοτρόπων ουσιών και συναφών χημικών μέσων |
gen. | air control team | ομάδα επαφής-ελέγχου αεροπορικού πυρός |
gen. | Analog control system | Αναλογικό σύστημα ελέγχου |
med. | analytical concentration control system | σύστημα αναλυτικού ελέγχου της συγκέντρωσης |
gen. | arms control agreement | συμφωνία για τον έλεγχο των εξοπλισμών |
gen. | Arms Control and Disarmament Agency | Oργανισμός Eλέγχου Eξοπλισμών και Aφοπλισμού |
gen. | Arms Control and Disarmament Agency | Οργανισμός Ελέγχου Εξοπλισμών και Αφοπλισμού |
gen. | Arms Control and Regional Security Working Party | Ομάδα Ελέγχου των Εξοπλισμών και Περιφερειακής Ασφαλείας |
agric., construct. | artificial chemical control measures | βιοχημική προνυμφική καταπολέμησις |
gen. | auto-control feature | ικανότης αυτορυθμίσεως |
gen. | auto-control rod | ράβδος αυτομάτου ελέγχου |
gen. | automatic control rod | ράβδος αυτομάτου ελέγχου |
gen. | automatic control system | σύστημα αυτομάτου ελέγχου |
tech., industr., construct. | balloon control ring | δακτυλίδι ελέγχου μπαλονιού |
tech., industr., construct. | balloon control ring of a ring doubling and twisting frame | δακτυλίδι ελέγχου μπαλονιού-αντιμπαλούν αδελφωτικής και στριπτικής μηχανής με δακτυλίδι |
tech., industr., construct. | balloon control ring of a ring spinning frame | δακτυλίδι ελέγχου μπαλονιού δακτυλιοφόρου κλώστριας |
tech., industr., construct. | balloon control ring of a ring spinning frame | αντιμπαλούν |
med. | baroreceptor control system | σύστημα ομαλοποίησης πίεσης |
med. | baroreceptor control system | ρυθμιστικό σύστημα τασεοϋποδοχέων |
med. | barostatic control system | βαροστατικόν σύστημα ελέγχου |
life.sc. | basic vertical control data | έλεγχος σημείων χωροστάθμησης |
gen. | best practical control technology currently available | η βέλτιστη πρακτική τεχνολογία ελέγχου προς το παρόν διαθέσιμη |
med. | birth control pill | αντισυλληπτικός παράγοντας |
med. | birth control pill | αντισυλληπτικό χάπι |
med. | birth control pill | αντισυλληπτικό |
med. | blood-donor control service | κέντρο αιμοδοσίας |
gen. | boron carbide control rod | ράβδος ρυθμίσεως από καρβίδιο του βορίου |
gen. | bottom-entry control rod | ράβδος ελέγχου εισερχόμενη εκ του πυθμένος |
agric., mech.eng. | branch piece with flow control valve | σύνδεσμος διακλάδωσης με δικλείδα |
nat.sc. | camera control unit | μονάδα ελέγχου της μηχανής λήψεως |
tech., mech.eng. | cascade control system | σύστημα κλιμακωτού ελέγχου |
math. | case-control study | επιλογή με βάση δειγματοληψία |
math. | case-control study | αναδρομική μελέτη |
math. | case-control study | περίπτωση αναφερόμενο μελέτη |
math. | case-control study | νομολογία του Δικαστηρίου |
math. | case-control study | τον έλεγχο της μελέτης |
med., pharma. | case-control study | μελέτη ασθενών - μαρτύρων |
med. | cell cycle control protein | πρωτεΐνη ρύθμισης κυτταρικού κύκλου |
med. | cell cycle control system | σύστημα ελέγχου κυτταρικού κύκλου |
gen. | Central control unit | Κεντρική μονάδα ελέγχου |
chem. | chemical and volume control system | σύστημα χημικής ρυθμίσεως και ρυθμίσεως όγκου |
chem. | chemical control system | σύστημα χημικής ρυθμίσεως |
chem. | chemical reactivity control system | σύστημα ελέγχου της χημικής δραστικότητος |
gen. | Colloquium on Arms Control and Employment | Συνέδριο "'Ελεγχος εξοπλισμού και απασχόληση" |
life.sc. | colour control scale | κλίμακα χρωματικού ελέγχου |
gen. | "command and control" approach | μέθοδος εντολής και ελέγχου |
gen. | "command and control" approach | θεώρηση εντολής και ελέγχου |
gen. | command, control and communication | διοίκηση, έλεγχος και επικοινωνίες |
tech. | command, control, communications and information | διοίκηση, έλεγχος, επικοινωνίες και πληροφορίες |
tech. | command, control, communications and intelligence | διοίκηση, έλεγχος, επικοινωνίες και πληροφορίες |
gen. | Command, Control, Communications, Computers, Intelligence, Surveillance and Reconnaissance | Διοίκηση, έλεγχος, επικοινωνίες, Η/Υ, πληροφορίες, επιτήρηση και αναγνώριση |
gen. | Command, Control, Communications, Computers C4, Intelligence, Surveillance, Target Acquisition and Reconnaissance ISTAR | εντολή, έλεγχος, επικοινωνία, υπολογιστές C4 και πληροφορίες, επιτήρηση, πρόσκτηση στόχου και αναγνώριση ISTAR |
gen. | Committee for implementation of the directive on the control of major-accident hazards involving dangerous substances | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλον ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες |
gen. | Committee on the evaluation and control of the risks of existing substances | Επιτροπή για την αξιολόγηση και τον έλεγχο των κινδύνων από τις υπάρχουσες ουσίες |
med. | Community Coordinating Institute for control of foot-and-mouth disease vaccines | Κοινοτικό ινστιτούτο συντονισμού για τον έλεγχο των εμβολίων κατά του αφθώδους πυρετού |
obs., fish.farm., polit. | Community Fisheries Control Agency | Κοινοτική Υπηρεσία Ελέγχου της Αλιείας |
gen. | Comparing control change | Αλλαγή ελέγχου |
med. | complement control protein | ρυθμιστική πρωτεΐνη συμπληρώματος |
med. | complement control protein | πρωτεΐνη ελέγχου συμπληρώματος |
gen. | Conference on Weapons Control and Employment | Διάσκεψης "΄Ελεγχος εξοπλισμού και απασχόλησης" |
agric. | to control a fire | Ελέγχω μια πυρκαϊά |
agric. | control a fire | περιορίζω μια πυρκαϊά |
agric. | control agency | φορέας ελέγχου |
agric. | control agency | οργανισμός ελέγχου |
med. | control analysis | ελεγχόμενη ψυχανάλυση |
gen. | Control and Display Unit | Μονάδα ελέγχου και οπτικοποίησης |
med. | control apparatus for preventing animals from moving during operations | συσκευή συγκράτησης |
med. | control area | επικίνδυνη ραδιενεργός ζώνη |
med. | control arm | συγκριτικό δείγμα |
med. | control arm | ομάδα ελέγχου |
gen. | control assembly drive system | μηχανισμός λειτουργίας των ράβδων ελέγχου |
gen. | control assembly shroud | εξάρτημα καθοδηγήσεως της δέσμης ράβδων ελέγχου |
agric., food.ind. | control authority | αρχή ελέγχου |
gen. | control band | περιοχή ελέγχου |
gen. | control blocks | ογκόλιθοι διασκορπισμού ενεργείας |
gen. | control board | ΄Οργανα ελέγχου |
agric., food.ind. | control body | φορέας ελέγχου |
chem., el. | control burner | καυστήρας ελέγχου |
chem., el. | control burner | δοκιμαστικός καυστήρας |
agric. | control burning | κατευθυνόμενη καύσις,ελεγχόμενη καύσις |
gen. | Control change | Αλλαγή ελέγχου |
math. | control chart | διάγραμμα ελέγχου |
tech., el. | control circuit | κύκλωμα χειρισμού |
tech., el. | control circuit | κύκλωμα ρύθμισης |
tech., el. | control circuit | κύκλωμα ελέγχου |
gen. | Control clerk | Ελεγκτής |
gen. | control cluster | δέσμη ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control cluster | δέσμη ελέγχου και ρυθμίσεως |
chem., mech.eng. | control coil | πηνίο ελέγχου |
gen. | control curtain | πέτασμα ελέγχου απορροφήσεως |
gen. | control curtain | πέτασμα ελέγχου |
agric. | control damper | σύστημα ελέγχου του ατμού |
tech. | control device | όργανα ελέγχου |
tech. | control device | όργανο χειρισμού |
chem. | control device | ρυθμιστική διάταξη |
mater.sc., mech.eng. | control device | συσκευή ελέγχου |
tech., industr., construct. | control device with dancing roller | έλεγχος τάνυσης |
tech., industr., construct. | control dimensions | διαστάσεις ελέγχου |
gen. | control drive | μηχανισμός ελέγχου |
gen. | control effectiveness | αποτελεσματικότης της ρυθμίσεως |
med. | control element | στοιχείο ελέγχου |
gen. | control element assembly | συγκρότημα στοιχείων ελέγχου και ρυθμίσεως |
gen. | control element assembly | δέσμη ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control element assembly deviation | εκτροπή της δέσμης ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control element assembly position | θέση τοποθετήσεως της δέσμης ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control element assembly shroud | εξάρτημα καθοδηγήσεως της δέσμης ράβδων ελέγχου |
gen. | control element drive mechanism nozzle | στηρίγματα μηχανισμού κινήσεως |
gen. | control element drive system | σύστημα κινήσεως στοιχείου ρυθμίσεως |
gen. | control element finger | ραβδίο στοιχείου ρυθμίσεως |
gen. | control element guide tube | οδηγός σωλήνας στοιχείου ρυθμίσεως |
gen. | control element nozzle | στηρίγματα ράβδου ρυθμίσεως |
tech. | control engineering | μηχανολογία συστημάτων ελέγχου |
gen. | control environment | περιβάλλον ελέγχου |
mater.sc., mech.eng. | control equipment | συσκευή ελέγχου |
med. | control experiment | πείραμα ελέγχου |
tech., construct. | control flume | υδαταγωγός-μετρητής με κρίσιμον ροήν |
tech., construct. | control flume | υδαταγωγός-μετρητής |
agric. | control frequency | συχνότητα ελέγχων |
med., pharma. | control group | ομάδα μαρτύρων |
med. | control group not exposed to the vehicule | ομάδα μάρτυρας η οποία δεν εκτίθεται στο έκδοχο |
mater.sc., mech.eng. | control increment | αυξητικό βήμα της μονάδας ελέγχου |
gen. | control instruments | όργανα ελέγχου |
tech., industr., construct. | control lever press of a beater | μοχλός πίεσης χτυπητή με κουτάλες |
math. | control limits | όρια ελέγχου |
agric. | control line | ζώνη ελέγχου |
agric. | control line | Γραμμή κατάσβεσης |
gen. | Control master | Βασικός έλεγχος |
med. | control material | υλικό ελέγχου |
agric. | control means | προστατευτικά μέσα |
gen. | control member | στοιχείο ελέγχου |
math. | control method | μέθοδος ελέγχου |
nat.sc., agric. | control of bacteria, especially micrococcus aureus | εξάλειψη των βακτηρίων και ειδικά του micrococcus aureus |
chem. | control of chemicals | έλεγχος χημικών ουσιών |
tech. | control of compliance with technical standards | έλεγχος συμφωνίας με τις τεχνικές προδιαγραφές |
gen. | control of concentrations between undertakings | έλεγχος συγκεντρώσεως επιχειρήσεων |
med. | control of consciousness | έλεγχος συνείδησης |
gen. | control of disarmament | έλεγχος αφοπλισμού |
agric. | control of dumping off disease | καταπολέμηση τήξεως |
agric., chem. | control of fermentation | έλεγχος της ζύμωσης |
patents. | control of legality | έλεγχος νομιμότητας |
med. | control of movements | έλεγχος και προσαρμογή των κινήσεων |
med. | control of muscular movements by central nervous system | έλεγχος και προσαρμογή των κινήσεων |
tax., transp. | control of origin | έλεγχος καταγωγής |
agric. | control of pests | αντιπαρασιτική προστασία |
agric. | control of pests | καταπολέμηση των παρασίτων |
agric. | control of pests | προστασία κατά των ασθενειών |
agric. | control of pests | έλεγχος επιδημίας |
gen. | control of population flows | έλεγχος του μεταναστευτικού ρεύματος |
construct. | control of reservoir silting | έλεγχος πρόσχωσης του ταμιευτήρα |
agric. | control of root rot disease | καταπολέμηση σηψιρριζιών |
gen. | control panel | χειριστήριο |
chem. | control poison | πυρηνικό δηλητήριο ρυθμίσεως |
tech. | control pressure gauge | μανόμετρο |
gen. | control procedure | διαδικασία ελέγχου |
gen. | control program | πρόγραμμα ελέγχου |
med. | control protein | πρωτεΐνη ελέγχου |
med. | control protein | ρυθμιστική πρωτεΐνη |
tech., el. | control range | περιοχή ελέγχου |
tech., mech.eng. | control rate | ταχύτητα ρύθμισης |
tech., mech.eng. | control rate | ταχύτητα ελέγχου |
gen. | control receiver | μόνιτορ |
gen. | control rod accident | ατύχημα ράβδου ελέγχου |
gen. | control rod accumulator piston position | θέσις του εμβόλου του υδραυλικού φυλακίου ράβδου ελέγχου |
gen. | control rod actuation program | πρόγραμμα ενεργοποιήσεως των ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod bulk insertion | ομαδική εισαγωγή όλων των ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod calibration | βαθμονόμηση ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod channel | κανάλι ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod cluster | δέσμη ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod cluster changing fixture | εργαλείο αντικαταστάσεως δέσμης ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod cluster thimble plug tool | εργαλείο πώματος του οδηγού σωλήνα ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod clutch | ηλεκτρομαγνητικός συμπλέκτης |
gen. | control rod configuration | διάταξη των ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive | μηχανισμός κινήσεως των ράβδων ελέγχου |
gen. | control rod drive chamber | θάλαμος μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive housing | περίβλημα μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive hydraulic system | υδραυλικό σύστημα κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism | μηχανισμός κινήσεως των ράβδων ελέγχου |
gen. | control rod drive mechanism adapter | εξάρτημα προσαρμογής του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism baffle can | ελασμάτινο καθοδηγητικό κάλυμμα του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism coil | πηνίο του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism cooling system | σύστημα ψύξεως του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism housing rupture | ρήξις του κελύφους του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism missile shield | θωράκιση,έναντι εκσφενδονιζομένων αντικειμένων,του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism protective cover | προστατευτικό κάλυμμα του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism servicing equipment | εξοπλισμός συντηρήσεως του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive mechanism ventilation shroud | χιτώνιο εξαερισμού του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive missile shield | θωράκιση,έναντι εκσφενδονιζομένων αντικειμένων,του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive piston | έμβολο κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod drive thimble | περίβλημα μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
tech. | control rod drop time test | πείραμα μετρήσεως του χρόνου πτώσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod dynamic loading | δυναμική φόρτιση από τις ράβδους ρυθμίσεως |
gen. | control rod efficiency function | καμπύλη βαθμονομήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod ejection | εκβολή ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod extension | προέκτασις ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod follower | επέκταση ράβδου ελέγχου |
gen. | control rod free fuel assembly | στοιχείο ράβδων πυρηνικού καυσίμου ελευθέρου στοιχείου ρυθμίσεως |
gen. | control rod gap | δίαυλος ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod insertion speed | ταχύτης εισαγωγής ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod latch | μάνδαλος ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod motion | κίνησις ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod motion speed | ταχύτης κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod nozzle penetration | διαμόρφωση διελεύσεως των στηριγμάτων ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod pattern | διάταξις ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod pitch | παράμετρος πλέγματος της διατάξεως των ράβδων ρυθμίσεως |
chem. | control rod poison | πυρηνικό δηλητήριο ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod positioning | καθορισμός θέσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod program | πρόγραμμα μετακινήσεως ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod programming | προγραμματισμός ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod sequence | πρόγραμμα διαδοχικών διατάξεων των ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod shock absorber | αποσβεστήρ κρούσεων ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod shroud | εξάρτημα καθοδηγήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod shroud grid assembly | άνω σχάρα καθοδηγήσεως ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod system | σύστημα ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod tripping | ταχεία αποσύζευξη ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod withdrawal | απόσυρσις ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | control rod withdrawal program | πρόγραμμα αποσύρσεως ράβδου ρυθμίσεως |
mater.sc. | control room | σταθμός ελέγχου |
gen. | control room evacuation | εκκένωσις της αίθουσας ελέγχου |
gen. | control room evacuation span | χρονικό περιθώριο εκκενώσεως της αιθούσης ελέγχου |
gen. | control room habitability system | σύστημα που εξασφαλίζει τη δυνατότητα παραμονής στην αίθουσα ελέγχου |
chem., el. | control room language | γλώσσα αίθουσας ελέγχου |
med. | control satellite group | δορυφορική ομάδα μάρτυρας |
construct. | control schedule | γενικόν πρόγραμμα εργασιών |
gen. | control/scram rod | ράβδος ρυθμίσεως εκτάκτου ανάγκης |
tech., construct. | control section | τμήμα ελέγχου |
med. | control sequence | αλληλουχία ελέγχου |
med. | control serum | όρος μάρτυς |
med. | control site | θέση ελέγχου |
agric. | control stamp | σήμα ελέγχου |
gen. | control station | χειριστήριο |
med. | control strategy | στρατηγική ελέγχου |
construct. | control structure | ρυθμιστικά έργα |
agric., construct. | control structures | ρυθμιστικά έργα |
agric., construct. | control structures | ρυθμιστικά τεχνικά έργα |
agric., construct. | control structures | έργο ρύθμισης |
med. | control system | σύστημα ελέγχου |
agric. | control system applicable to the common fisheries policy | σύστημα ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής |
agric. | control system applicable to the common fisheries policy | σύστημα ελέγχου για την κοινή αλιευτική πολιτική |
agric. | control system of the rhythm of pulsations | σύστημα ελέγχου παλμών |
tech. | control table | τραπέζι ελέγχου |
med. | control test | πείραμα ελέγχου |
med. | control test | δοκιμασία ελέγχου |
med. | control test | δοκιμασία παράλληλου ελέγχου |
med. | control test | δοκιμαστικός έλεγχος |
mater.sc., industr., construct. | control through photo-electric cells | φωτοηλεκτρικό σύστημα ελέγχου |
agric. | control time | Φάση ελέγχου |
mater.sc. | control unit | όχημα ελέγχου και συντονισμού επιχειρήσεων |
mater.sc. | control unit | όχημα διοικήσεως |
gen. | Control volume | Τόμος αναφοράς. |
agric. | control wheel | οδοντωτός δίσκος ρύθμισης μήκους χορτοδέματος |
tech. | coolant flow control device | διάταξη ρύθμισης της παροχής του ψυκτικού μέσου |
gen. | Cooperation Group of Drug Control Services at European Airports | Ομάδα συνεργασίας μεταξύ των αρχών των ευρωπαϊκών αεροδρομίων όσον αφορά τους ελέγχους κατά των ναρκωτικών |
gen. | Coordinating Group on the Community regime for the control of exports of dual-use items and technology | Συντονιστική ομάδα για το κοινοτικό συστήματος ελέγχου των εξαγωγών ειδών και τεχνολογίας διπλής χρήσης |
gen. | coordination of the control of resources | συντονισμός του ελέγχου των πόρων |
chem. | corrosion control agent | μέσον προστασίας από τη διάβρωση |
chem. | corrosion control agent | αντιδιαβρωτικόν μέσον |
chem. | corrosion control chemical | χημικό μέσο προστασίας από τη διάβρωση |
chem. | corrosion control chemical | χημικό αντιδιαβρωτικό μέσο |
chem. | corrosion control system | σύστημα προστασίας από τη διάβρωση |
obs., industr. | Cyprus Organization for Standards and Control of Quality | Οργανισμός Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας |
gen. | damage control procedure | διαδικασία ανταποκρινόμενη στις ανάγκες ανάκτησης ύστερα από επίθεση |
gen. | Data set control block | Ομάδα ελέγχου συνόλου δεδομένων |
gen. | Data transmission control unit | Μονάδα ελέγχου μετάδοσης δεδομένων |
gen. | to decouple a control rod drive | αποσυνδέω τον μηχανισμό κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | Defensive Command and Control Warfare | Αμυντικές Επιχειρήσεις Προστασίας του Συστήματος Διοικήσεως και Ελέγχου |
chem. | demineralized water/boric acid ratio control loop | βρόχος ρυθμίσεως αναλογίας απιονισμένου διαλύμματος βορικού οξέος |
agric., mech.eng. | depth control by adjustable wheel | μανιβέλα για ρύθμιση του βάθους άροσης |
agric., mech.eng. | depth control by adjustable wheel | βίδα βάθους |
agric., mech.eng. | depth control by land wheel lever | μοχλός για ρύθμιση του τροχού χέρσου |
agric., mech.eng. | depth control device | διάταξη ελέγχου του βάθους άροσης |
agric. | depth control roller | τροχός ρύθμισης του βάθους άροσης |
agric., mech.eng. | depth control runner | πέλμα-ρυθμιστής βάθους κατεργασίας |
agric., mech.eng. | depth control screw | βίδα βάθους |
agric., mech.eng. | depth control screw | μανιβέλα για ρύθμιση του βάθους άροσης |
agric., mech.eng. | depth control shoe | πέλμα-ρυθμιστής βάθους κατεργασίας |
agric. | depth control wheel | τροχός ρύθμισης του βάθους άροσης |
med. | developmental control gene | γονίδιο ελέγχου ανάπτυξης |
gen. | devise control language | Γλώσσα ελέγχου των συσκευών-φορέων |
gen. | Digital control system | Ψηφιακό σύστημα ελέγχου |
agric., chem. | disease control spraying | αντιπαρασιτική επέμβαση |
gen. | to disengage control rods from the drive mechanisms | αποσυνδέω τις ράβδους ρυθμίσεως από τους μηχανισμούς κινήσεώς των |
gen. | draft treaty calling for the control of weapons in space | σχέδιο συνθήκης για τον έλεγχο των όπλων στο διάστημα |
gen. | draft treaty calling for the control of weapons in space | Σχέδιο συνθήκης για τον έλεγχο των όπλων στο διάστημα |
life.sc., construct. | drainage control terrace | απαγωγός αναβαθμίς |
gen. | dropped control rod cluster accident | ατύχημα από πτώση δέσμης ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | Dummy control section | Eικονικό τμήμα ελέγχου |
chem. | EC-Chile Joint Follow-up Group on the control of precursors and chemical substances | Κοινή ομάδα παρακολούθησης ΕΚ-Χιλής για τον έλεγχο των πρόδρομων και χημικών ουσιών |
gen. | EC-Mexico Joint Follow-up Group on the control of precursors and chemical substances | Κοινή ομάδα παρακολούθησης ΕΚ-Μεξικού για τον έλεγχο των πρόδρομων και χημικών ουσιών |
gen. | Economic and Control Rules of the International Cocoa Agreement, 1975 1980 | Οικονομικός κανονισμός και κανόνες ελέγχου της Διεθνούς Συμφωνίας κακάου του 1975 1980 |
gen. | EC-Turkey Joint Follow-up Group on the control of precursors and chemical substances | Κοινή ομάδα παρακολούθησης ΕΚ-Τουρκίας για τον έλεγχο των πρόδρομων και χημικών ουσιών |
gen. | EC-USA Joint Follow-up Group on the control of precursors and chemical substances | Κοινή ομάδα παρακολούθησης ΕΚ-Ηνωμένες Πολιτείες για τον έλεγχο των πρόδρομων και χημικών ουσιών |
gen. | environmental control of products | περιβαλλοντικός έλεγχος των προϊόντων |
gen. | European Convention on the Control of the Acquisition and Possession of Firearms by Individuals | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την απόκτηση και την κατοχή πυροβόλων όπλων από ιδιώτες |
obs., fish.farm., polit. | European Fisheries Control Agency | Κοινοτική Υπηρεσία Ελέγχου της Αλιείας |
energ.ind. | European Gas and Oil Control Manufacturers' Association | Ενωση Ευρωπαίων Κατασκευαστών Συσκευών Ελέγχου Φωταερίου και Πετρελαίου |
gen. | Event control block | Ομάδα ελέγχου γεγονότος |
gen. | External sense and control lines | Γραμμές εξωτερικής αίσθησης και ελέγχου. |
mater.sc., mech.eng. | extinguisher control handle | χειρολαβή πυρόσβεσης |
mater.sc., mech.eng. | extinguisher control handle | χειρολαβή πυροσβεστήρα |
agric. | fattening control organization | οργανισμός ελέγχου της πάχυνσης |
agric. | fence control unit | διάταξη ελέγχου ηλεκτρικού κυκλώματος |
gen. | Final control elements | Τελικό στοιχείο ελέγχου |
gen. | Financial Control Directorate-General | ΓΔ Δημοσιονομικός έλεγχος |
gen. | fine control element | στοιχείο ρύθμισης για μικρές μεταβολές αντιδραστικότητας |
gen. | fine control member | στοιχείο ρύθμισης για μικρές μεταβολές αντιδραστικότητας |
mater.sc. | fire brigade control room | κέντρο σήμανσης συναγερμών πυρκαγιάς |
tech. | fire control equipment | υλικό ελέγχου βολής; υλικό ελέγχου πυρός |
gen. | fire control equipment | έλεγχος πυρός |
agric. | fire control improvements | Υποδομή πυροπροστασίας |
agric. | fire control plan | Σχέδιο πυροπροστασίας |
agric. | fire control post | σταθμός ελέγχου πυρκαγιάς |
gen. | fire-control radar | ραντάρ ελέγχου πυρός |
gen. | fire-control radar | ραντάρ διεύθυνσης βολής |
agric. | fire control station | σταθμός ελέγχου πυρκαγιάς |
gen. | fire-control system | σύστημα ελέγχου πυρός |
gen. | fire control system | σύστημα ελέγχου πυρός |
gen. | Flame detection devices - Flame detectors and flame control systems | Διατάξεις επιτηρήσεως της φλόγας - Επιτηρητές φλόγας και αυτοματισμοί καύσεως |
agric., construct. | flood control benefits | οφέλη εξ αντιπλημμυρικής προστασίας |
construct. | flood control project | αντιπλημμυρικόν έργον |
construct. | flood control reservoir | υδροταμιευτήρ αντιπλημμυρικού ελέγχου |
chem. | flow control agent | πρόσθετο ελέγχου ροής |
life.sc. | frost control by air heating | με θέρμανση |
life.sc. | frost control by air mixing | με ανακίνηση του αέρα |
life.sc. | frost control by air stirring | με ανακίνηση του αέρα |
life.sc. | frost control by artificial cloud screening | με δημιουργία τεχνητών νεφώσεων |
life.sc. | frost control by artificial fog screening | με τεχνητή ομίχλη |
life.sc. | frost control by biochemical methods | με βιοχημικές μεθόδους |
life.sc. | frost control by infra-red radiation | με υπέρυθρη ακτινοβολία |
life.sc. | frost control by smoke screening | με δημιουργία καπνού |
life.sc. | frost control by sprinkler irrigation | με τεχνητή βροχή |
life.sc. | frost control by ventilation | με διέξοδο αέρα |
life.sc. | frost control by ventilation | με αερισμό |
mater.sc., mech.eng. | fuel shut-off cock control link | διωστήρας ελέγχου στρόφιγγας φωτιάς |
chem., el. | fully automatic control system | αυτόματο σύστημα ελέγχου |
agric., el. | fully electronic control and alarm system | ηλεκτρονικό σύστημα χειρισμού και προειδοποίησης |
gen. | Guidelines for Command and Control Structure for EU Civilian Operations in Crisis Management | Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη δομή διοίκησης και ελέγχου των ενωσιακών επιχειρήσεων μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων |
tech. | Hazard Analysis Critical Control Points approach | προσέγγιση ανάλυσης επικινδυνότητας στα κρίσιμα σημεία ελέγχου |
tech. | homing, remote control and fire control system | σύστημα κατεύθυνσης, τηλεκατεύθυνσης και διεύθυνσης πυρός |
agric., mech.eng. | hydraulic position control of the lift arms | θέση χειρολαβής υδραυλικής ανυψώσεως |
energ.ind., construct. | independent control system | ανεξάρτητο σύστημα ελέγχου |
chem., el. | inlet-control water heater | θερμαντήρας νερού με ελεύθερη εκροή |
agric. | integrated administration and control system | ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου |
gen. | Inter-American Drug Abuse Control Commission | Διαμερικανική Επιτροπή για τον Ελεγχο της Παράνομης Χρήσης Ναρκωτικών |
gen. | interinstitutional control structure | υπηρεσία διοργανικής εποπτείας |
gen. | interinstitutional control structure | διοργανική συντονιστική επιτροπή |
tech. | internal control of production | εσωτερικός έλεγχος της παραγωγής |
gen. | International Convention for the Control and Management of Ships' Ballast Water and Sediments | Διεθνής Σύμβαση για τον Έλεγχο και τη Διαχείριση του ερματικού ύδατος των πλοίων |
agric. | international locust control campaign | διεθνής εκστρατεία κατά των ακρίδων |
nat.sc., agric. | International Organisation for Biological Control of Noxious Animals and Plants | διεθνής οργανισμός βιολογικού ελέγχου |
agric. | inter-row weed control treatment | ζιζανιοκτονία ανάμεσα στις γραμμές |
agric. | in-the-row weed control treatment | ζιζανιοκτονία πάνω στη γραμμή |
construct. | joint committee to control construction sites | μικτή επιτροπή ελέγχου των εργοταξίων κατασκευών |
gen. | Joint Control Commission | µεικτή επιτροπή ελέγχου |
gen. | Joint Control Commission for South Ossetia | Μικτή Επιτροπή Ελέγχου για τη Νότια Οσσετία |
mater.sc. | lamp marking the control point | φανάρι σήμανσης του σημείου ελέγχου |
agric. | liquid manure spraying control equipment | σταθμός λιπαντικής άρδευσης |
med. | Local Disease Control Centre | τοπικό κέντρο ελέγχου ασθενείας |
gen. | Low-voltage switchgear and control gear - Degrees of protection of enclosures | Συσκευές διακοπής και συσκευές ελέγχου χαμηλής τάσεως - Βαθμοί προστασίας περιβλημάτων |
gen. | magnetic-jack control rod drive | μαγνητική μανδάλωση του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | magnetic-jack control rod drive mechanism | μηχανισμός μαγνητικής μανδαλώσεως του μηχανισμού κινήσεως των ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | magnetic-latch control rod drive mechanism | μηχανισμός μαγνητικής μανδαλώσεως του μηχανισμού κινήσεως των ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | Major control change | Μείζων αλλαγή ελέγχου |
gen. | malfunction emission control strategy | μέθοδος ελέγχου εκπομπών σε περίπτωση δυσλειτουργίας |
gen. | marine pollution control convention | σύμβαση για τον έλεγχο της θαλάσσιας ρύπανσης |
life.sc. | marking of control stations | σήμανση σταθερών σημείων |
nat.sc. | master control panel | κύριος πίνακας ελέγχου |
gen. | master control station | χειριστήριο |
agric. | measure to control the market | μέτρα συγκράτησης της αγοράς |
tech. | measuring instrument with circuit control devices | όργανο μέτρησης με διατάξεις κυκλωματικού ελέγχου |
gen. | mechanical remote-control manipulator for radio-active products | μηχανική διάταξη τηλεχειρισμού ραδιενεργών προϊόντων |
agric. | Mediterranean Zoonosis Control Center | Μεσογειακό Κέντρο Ελέγχου των Ζωονόσων |
med. | metabolic control in animals | μεταβολικός έλεγχος στα ζώα |
gen. | Minor control change | Ασήμαντη αλλαγή ελέγχου |
gen. | Missile Technology Control Regime | Καθεστώς Περιορισμού της Τεχνολογίας Πυραύλων |
gen. | Missile Technology Control Regime | Καθεστώς ελέγχου της τεχνολογίας πυραύλων |
gen. | Missile Technology Control Regime | Καθεστώς Ελέγχου της Τεχνολογίας Βλημάτων |
gen. | Missile Technology Control Regime | καθεστώς ελέγχου της σχετικής με τα βλήματα τεχνολογίας |
nat.sc. | mission control centre | κέντρο ελέγχου αποστολής |
nat.sc. | motion control board | κάρτα ελέγχου της κίνησης |
med. | multicopy control system | ρυθμιστικό σύστημα πολλαπλών αντιγράφων |
gen. | multilateral arms control agreements | πολυμερείς συμφωνίες για τον έλεγχο των όπλων |
tax. | National Centre for the Control of Carousel Fraud | Εθνικό Κέντρο για τον έλεγχο της απάτης περί τις επιστροφές |
med. | National Disease Control Centre | Εθνικό Κέντρο Ελέγχου της Νόσου |
gen. | NATO Consultation, Command and Control Agency | Υπηρεσία διαβουλεύσεων, διοίκησης και ελέγχου του ΝΑΤΟ |
gen. | NATO military command and control structure | δομή στρατιωτικής διοίκησης και ελέγχου του NATO |
agric., chem. | naturalistic chemical control measures | χημική φυσιοτροπική καταπολέμησις |
agric. | naturalistic control measures | φυσιοτροπική καταπολέμησις |
chem. | negative control sample | δείγμα αρνητικού μάρτυρα |
life.sc. | network of lower order control points | γεωδαιτικό δίκτυο κατώτερης τάξης |
med. | nutritive value of control diet | διαιτητική αξία της δίαιτας μάρτυρος |
gen. | Offensive Command and Control Warfare | Επιθετικές Επιχειρήσεις εναντίον Συστημάτων Διοικήσεως και Ελέγχου |
agric. | Office of Information Control and Promotion of Forestry Species | γραφείο ελέγχου της πληροφόρησης και προαγωγής των δασόβιων ειδών |
agric., food.ind. | official control of feedingstuffs | επίσημος έλεγχος της διατροφής των ζώων |
life.sc., agric., coal. | official control of foodstuffs | επίσημος έλεγχος των τροφίμων |
gen. | Official Medicines Control Laboratories | Επίσημων Εργαστηρίων Ελέγχου Φαρμάκων: |
chem., mech.eng. | oil control valve | βαλβίδα ελέγχου ελαίου |
nat.sc. | operational control panel | πίνακας ελέγχου λειτουργιών |
gen. | operator's control panel | χειριστήριο |
chem., el. | outlet-control water heater | μεγάλος θερμαντήρας νερού με πίεση |
med. | oxygen control panel | συσκευή ελέγχου οξυγόνου |
med. | oxygen control unit | συσκευή ελέγχου οξυγόνου |
med. | parallel control test | δοκιμασία ελέγχου |
med. | parallel control test | δοκιμασία παράλληλου ελέγχου |
med. | parallel control test | πείραμα ελέγχου |
med. | parallel control test | δοκιμαστικός έλεγχος |
gen. | passive control work | παθητικός έλεγχος της εργασίας |
gen. | passive control work | αυτοματοποιημένος έλεγχος της εργασίας |
agric. | permanent regime to control the renewal of the fleet | μόνιμο καθεστώς ελέγχου της ανανέωσης του στόλου |
patents. | to permit, to control or to prohibit ... the circulation of a work | επιτρέπω, εποπτεύω ή απαγορεύω την κυκλοφορία ενός έργου |
agric., chem. | pest control spraying | αντιπαρασιτική επέμβαση |
mater.sc. | photo-electric control stop | αναστολέας φωτοηλεκτρικού ελέγχου |
mater.sc., industr., construct. | photo-electric control system | φωτοηλεκτρικό σύστημα ελέγχου |
nat.sc., agric. | Pilot projects for the control of rabies with a view to its eradication or prevention | Πρότυπα σχέδια καταπολέμησης της λύσσας με σκοπό την εξάλειψη ή την πρόληψή της |
life.sc. | plotting of control points | ραπορτάρισμα σημείων ελέγχου |
gen. | political control and strategic management | πολιτικός έλεγχος και στρατηγική διεύθυνση |
gen. | pollution control device | διάταξη αντιρρύπανσης |
gen. | pollution control device | διάταξη ελέγχου της ρύπανσης |
gen. | pollution control device | αντιρρυπαντική διάταξη |
agric., mech.eng. | position control lever | μοχλός ελέγχου θέσης |
med. | positive control group | θετική παρτίδα μάρτυρας |
med. | positive control protein | θετικός ρυθμιστής |
med. | positive control protein | θετική ρυθμιστική πρωτεΐνη |
chem. | positive control sample | δείγμα θετικού μάρτυρα |
energ.ind. | power control operation | ρυθμίζουσα λειτουργία |
life.sc. | pre-set control response | προκαθορισμένη απόκριση μάρτυρα |
gen. | Price Control and Consumers' Protection Service | Υπηρεσία Ελέγχου Τιμών και Προστασίας Καταναλωτών |
mater.sc. | process control sensor system | σύστημα αισθητήρων για τον έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας |
construct. | Project Design, Supervision and Control Team | Κλιμάκιο Μελέτης, Επίβλεψης και Ελέγχου Έργων |
gen. | Protocol Bringing under International Control Drugs outside the Scope of the Convention of 13 July 1931 for Limiting the Manufacture and Regulating the Distribution of Narcotic Drugs, as amended by the Protocol signed at Lake Success on 11 December 1946 | Πρωτόκολλο "θέτοντος υπό διεθνή έλεγχο φάρμακα τινά μη προβλεπόμενα υπό της Συμβάσεως της 13ης Ιουλίου 1931 δια τον περιορισμόν της βιομηχανικής παρασκευής και ρύθμισιν της διανομής των ναρκωτικών, τροποποιηθείσης υπό του υπογραφέντος εις Λέικ Σαξές την 11 Δεκεμβρίου 1946 Πρωτοκόλλου" |
agric., mech.eng. | pull control lever | μοχλός ελέγχου ελκτικής δύναμης |
agric. | pulse control tube | αγωγός παλμών |
agric. | pulse control tube | σωλήνας με αέρα |
agric. | pulse control tube | σωλήνας παλμών |
tech., mater.sc. | quality control surveillance | επιτήρηση ελέγχου ποιότητος |
gen. | reactivity control logic | λογική του συστήματος ελέγχου της αντιδραστικότητας |
gen. | reactor control system | σύστημα ελέγχου αντιδραστήρα |
gen. | Realtime control system | Σύστημα ελέγχου πραγματικού χρόνου |
gen. | Regional Arms Control Verification and Implementation Assistance Centre | Περιφερειακό Κέντρο Ελέγχου και Επαλήθευσης Εξοπλισμών |
gen. | Registry Control Officer | ελεγκτικός υπάλληλος γραµµατείας |
gen. | Regulation laying down the rules and general principles concerning mechanisms for control by Member States of the Commission's exercise of implementing powers | Κανονισμός για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή |
chem., el. | remote control lighter | τηλεχειριζόμενος αναφλεκτήρας |
chem. | riot control agent | παράγοντας ελέγχου ταραχών |
gen. | riot control agent | χημική ουσία για τον έλεγχο των ταραχών |
gen. | riot control equipment | εξοπλισμός καταστολής εξεγέρσεων |
agric. | rotor control lever | μοχλός ελέγχου ακανθώδους κυλίνδρου |
life.sc., construct. | runoff control terrace | απαγωγός αναβαθμίς |
agric., construct. | salinity control benefits | οφέλη εκ προστασίας των εδαφών εκ της αλατότητος |
energ.ind. | secondary power control operation | ρυθμίζουσα λειτουργία |
gen. | sector control rod | ράβδος ρυθμίσεως τομέως του αντιδραστήρα |
agric., construct. | sediment control benefits | οφέλη εκ προστασίας εκ των προσχώσεων |
chem., el. | semi-automatic control system | ημιαυτόματο σύστημα ελέγχου |
math. | Shewhart control chart | διάγραμμα ελέγχου Shewhart |
mater.sc., mech.eng. | shut-off valve control lever | χειρολαβή στρόφιγγας φωτιάς |
mater.sc., mech.eng. | shut-off valve control lever | λαβή ελέγχου στρόφιγγας φωτιάς |
med. | single-copy control system | ρυθμιστικό σύστημα μονού αντιγράφου ήματος |
construct. | single-purpose flood control reservoir | υδροταμιευτήρ αντιπλημμυρικού ελέγχου |
life.sc. | sketch showing results of surveying in a control point | σκαρίφημα μετρήσεων |
gen. | sound control booth | θάλαμος ελέγχου του ήχου |
gen. | South Eastern and Eastern Europe Clearinghouse for the Control of Small Arms and Light Weapons | Περιφερειακή Υπηρεσία Διεκπεραίωσης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης για τη μείωση των φορητών όπλων |
gen. | South Eastern Europe Clearinghouse for the Control of Small Arms and Light Weapons | Περιφερειακή Υπηρεσία Διεκπεραίωσης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης για τη μείωση των φορητών όπλων |
agric. | sowing and weed control treatment in one single operation | ζιζανιοκτονία ταυτόχρονα με τη σπορά |
gen. | space-based system for command, control, communications and intelligence | διαστημικό σύστημα διοίκησης, ελέγχου, επικοινωνίας και συλλογής πληροφοριών |
gen. | space-based system for command, control, communications and intelligence | διαστημικό σύστημα διοίκησης,ελέγχου,επικοινωνίας και συλλογής πληροφοριών |
tax. | special control procedure | ειδική διαδικασία ελέγχου |
tech., el. | specification control drawing | σχέδιο ελέγχου προδιαγραφής |
construct. | stream control works | ρύθμιση |
chem., el. | surge control valve | προστατευτική βαλβίδα |
chem., el. | surge control valve | βαλβίδα ελέγχου γενικής μεταβολής πιέσεως |
tech. | temperature control selector | επιλογέας ελέγχου θερμοκρασίας |
gen. | temporary control curtain | προσωρινό πέτασμα ελέγχου απορροφήσεως νετρονίων |
nat.sc., agric. | test fields to permit annual post-control of seed | συγκριτικοί αγροί για να επιτραπεί ένας ετήσιος μετέλεγχος των σπόρων |
med. | test with positive and negative control corpuscles | εξέταση με θετικά και αρνητικά κύτταρα μάρτυρες |
nat.sc. | thrust vector control surface | επιφάνεια ρύθμισης του προωστικού κύματος |
life.sc. | toxicity control sample | δείγμα για έλεγχο τοξικότητας |
med. | transcription control region | περιοχή ρύθμισης μεταγραφής |
med. | transcription control region | περιοχή μεταγραφικού ελέγχου |
gen. | Union control procedure | διαδικασία ελέγχου της Ένωσης |
math. | upper control limit | άνω όριο ελέγχου |
gen. | to use all control rods ganged together | ομαδικός χειρισμός όλων των ράβδων ρυθμίσεως |
agric. | vacuum control valve | βαλβίδα ελέγχου κενού |
agric. | vegetative control of erosion | έλεγχος διάβρωσης με την χρήση φυτών |
life.sc. | vertical control point | σημείο κατακόρυφου ελέγχου |
life.sc. | vertical control survey network | γεωδαιτικό δίκτυο κατακόρυφου ελέγχου |
life.sc. | vertical control system | σύστημα κατακόρυφου ελέγχου |
chem. | viscosity control agent | σταθεροποιητής του ιξώδους |
gen. | volume control system | σύστημα ρυθμίσεως όγκου |
life.sc., construct. | water-control chart | διάγραμμα ελέγχου αποθηκευμένου ύδατος |
agric. | weed control chemical applicator | εργαλείο για εφαρμογή χημικής καλλιέργειας |
agric. | weed control treatment after sowing | μετασπαρτική ζιζανιοκτονία |
agric. | weed control treatment after sowing | ζιζανιοκτονία μετά τη σπορά |
agric. | weed control treatment before sowing | προσπαρτική ζιζανιοκτονία |
agric. | weed control treatment before sowing | ζιζανιοκτονία πριν τη σπορά |