DictionaryForumContacts

   English
Terms containing Certified | all forms | exact matches only
SubjectEnglishGreek
gen.a certified copyκεκυρωμένο αντίγραφο
market., fin.bank certified chequeτραπεζική επιταγή
market., fin.bank certified chequeεγγυημένη επιταγή
market.certified accountantορκωτός λογιστής
market.certified accountantπραγματογνώμονας λογιστής
med.certified biologistδιπλωματούχος βιολόγος
fin.certified checkεγγυημένη επιταγή
lawcertified copyαντίγραφο της αποφάσεως
law, interntl.trade., patents.certified copyκυρωμένο αντίγραφο ; πιστό επικυρωμένο αντίγραφο; το πιστόν του αντιγράφου
gen.certified copyεπικυρωμένο αντίγραφο
busin., econ.certified CRAπιστοποιημένος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας
busin., econ.certified credit rating agencyπιστοποιημένος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας
lawcertified documentγνήσιο έγγραφο
lawcertified documentεπικυρωμένο έγγραφο
lawcertified documentθεωρημένο έγγραφο
ecol.certified emission reductionμονάδα πιστοποιημένης μείωσης των εκπομπών
ecol.certified emission reductionπιστοποιημένη μείωση των εκπομπών
ecol.certified emission reduction unitπιστοποιημένη μείωση των εκπομπών
ecol.certified emission reduction unitμονάδα πιστοποιημένης μείωσης των εκπομπών
lawcertified extractεπικυρωμένο απόσπασμα
agric., health., anim.husb.certified herd schemeκαθεστώς πιστοποιημένων αγελών
agric.certified hopsλυκίσκος πιστοποιημένος
transp., avia.certified life limitπιστοποιημένο όριο ζωής
agric.certified materialπιστοποιημένο υλικό
gen.certified photocopyεπικυρωμένο αντίγραφο
agric.certified plant propagating materialπιστοποιημένο υλικό
fin.certified protestπιστοποιημένη διαμαρτύρηση
med.certified psychologistδιπλωματούχος ψυχολόγος
market.certified public accountantπραγματογνώμονας λογιστής
account.Certified Public AccountantΟρκωτός Λογιστής ΗΠΑ
busin., labor.org., account.certified public accountantορκωτός λογιστής
commer., polit.certified qualityπιστοποιηθείσα ποιότητα
tech., chem.certified reference materialπιστοποιημένο υλικό αναφοράς
nat.sc.certified reference materialπιστοποιηµένο υλικό αναφοράς
energ.ind., el.certified reference materialεγκεκριμένο υλικό αναφοράς
tech., R&D.certified reference materialsπιστοποιημένα υλικά αναφοράς
ITcertified repositoryπιστοποιημένο αποθετήριο
agric.certified seedπιστοποιημένος σπόρος
agric.certified seedπιστοποιημένος σπόρος προς σπορά
med.certified seedπιστοποιημένοι σπόροι
agric.certified seed potatoπιστοποιημένος σπόρος
insur.certified statement specifying the periods of insuranceβεβαίωση των ασφαλιστικών περιόδων
social.sc., nat.res.certified trapπιστοποιημένη παγίδα
law, interntl.trade., patents.certified true copyκυρωμένο αντίγραφο ; πιστό επικυρωμένο αντίγραφο; το πιστόν του αντιγράφου
fin.to certify a copyθεωρώ αντίτυπο
gen.to certify in conformity with the originalεπιβεβαιώνω το γνήσιο της αντιγραφής
gen.to certify in conformity with the originalεπιβεβαιώνω την ταυτότητα ενός αντίγραφου με το πρωτότυπο
met.certifying authorityπιστοποιούσα αρχή
commun.certifying bodyόργανο πιστοποίησης
commun.certifying bodyφορέας πιστοποίησης
market.certifying of accountsπιστοποιητικό ελέγχου
fin., agric.certifying of accountsπιστοποίηση των λογαριασμών
transp., avia.certifying staffπροσωπικό αρμόδιο για την πιστοποίηση
transp., avia.certifying staffπροσωπικό πιστοποίησης
gen.certifying staffεντεταλμένοι πιστοποίησης
law, min.prod.certifying Stateπιστοποιούν κράτος
lawduly certified copyδεόντως επικυρωμένο αντίγραφο
fin., health., agric.Export Certified Herd Schemeεξαγωγικό καθεστώς πιστοποιημένων αγελών
lawissue of certified copies of the applicationέκδοση επικυρωμένου αντιγράφου της αίτησης
ecol.long-term certified emission reductionμακροπρόθεσμη πιστοποιημένη μείωση εκπομπών
transp., avia.maximum certified take-off massμέγιστη πιστοποιημένη μάζα απογείωσης
met.non-certified materialμη εγκριθέντα υλικά
gen.record of certifying staffμητρώο εντεταλμένων πιστοποίησης
health., lab.law.State-certified respiration and elocution instructorκαθηγητής αναπνοής,λόγου και φωνής με κρατικό δίπλωμα
ecol.temporary certified emission reductionπροσωρινή πιστοποιημένη μείωση εκπομπών
ecol.temporary certified emission reductionπροσωρινή CER