Subject | English | Greek |
gen. | Air Chief Marshal | πτέραρχος |
gen. | Army Chief of Staff | Αρχηγός Γενικού Επιτελείου Στρατού |
gen. | Assistant Chief of Staff | Διευθυντής Επιτελικού Γραφείου Μ.Μ. |
social.sc., nat.res. | big chief | πεγιότ |
transp., tech., el. | certification as chief engineer officer | δίπλωμα πρώτου μηχανικού |
transp., nautic. | certification as chief mate | πιστοποιητικό υποπλοιάρχου |
law | chief administrative officer | ανώτατος διοικητικός λειτουργός |
med. | chief artery of thumb | κύρια αρτηρία αντίχειρα (arteria princeps pollicis) |
gov. | chief assistant Dl | κύριος υπάλληλος |
fin., econ. | Chief Authorising Officer | κύριος διατάκτης |
fin. | chief authorising officer | κύριος διατάκτης |
fin. | chief authorizing officer | κύριος διατάκτης |
commun. | chief cataloguer | διευθυντής υπηρεσίας καταλογογράφησης |
commun. | chief cataloguer | διευθυντής τμήματος καταλογράφισης |
med. | chief cell | κύτταρο επίφυσης |
med. | chief cell | ζυμογόνο κύτταρο |
med. | chief cell | πεπτικό κύτταρο |
med. | chief cell | κύριο κύτταρο |
med. | chief cell | ενζυμοπαραγωγό κύτταρο |
med. | chief cell | επιφυσιοκύτταρο |
transp. | Chief Civil Engineer | προϊστάμενος της υπηρεσίας γραμμής |
transp. | Chief Civil Engineer | αρχιμηχανικός γραμμής |
gen. | Chief computer operator | Προϊστάμενος χειριστής |
med. | chief doctor | προϊστάμενος γιατρός |
lab.law. | chief draughtsman | σχεδιαστής μελετών |
commun. | chief editor | αρχισυντάκτης |
transp., mech.eng. | Chief Electrical and Mechanical Engineer | προϊστάμενος της υπηρεσίας έλξης |
empl., transp., nautic. | chief engineer | πρώτος μηχανικός |
gen. | Chief Engineer | Αρχιμηχανικός-Διευθυντής |
transp. | Chief Engineer Maintenance of Way | αρχιμηχανικός γραμμής |
transp. | Chief Engineer Maintenance of Way | προϊστάμενος της υπηρεσίας γραμμής |
transp. | chief engineer officer | πρώτος μηχανικός πλοίων |
transp. | chief engineer officer | πρώτος μηχανικός |
busin., labor.org. | chief executive | πρόεδρος διοικητικού συμβουλίου |
polit. | Chief Executive | γενικός διευθυντής |
busin., labor.org. | chief executive | διευθύνων σύμβουλος |
gen. | Chief Executive of the Islamic Republic of Pakistan | Αρχηγός του Εκτελεστικού της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Πακιστάν |
busin., labor.org. | chief executive officer | διευθύνων σύμβουλος |
busin., labor.org. | Chief executive officer | Γενικός Διευθυντής |
fin. | chief executive officer | ανώτατο στέλεχος επιχείρισης |
busin., labor.org. | chief executive officer | πρόεδρος διοικητικού συμβουλίου |
fin. | Chief Executive Officer of the EFSF | Διευθύνων σύμβουλος του ΕΤΧΣ |
gen. | chief financial officer | οικονομικός διευθυντής |
forestr. | chief forester | δασάρχης |
transp., mater.sc. | chief goods clerk | προϊστάμενος συνεργείου |
transp., mater.sc. | chief goods clerk | προϊστάμενος εργαστηρίου |
gen. | Chief Inspector | Υπαστυνόμος Α' |
transp. | chief inwards clerk | προϊστάμενος στο γραφείο αφίξεων |
gov. | chief laboratory attendant | Aρχιπαρασκευαστής |
gen. | Chief Laboratory Attendant | Aρχιπαρασκευαστής |
gov. | chief laboratory technician | τεχνικός υπάλληλος επικεφαλής εργαστηρίου |
gen. | Chief Laboratory Technician | Tεχνικός υπάλληλος επικεφαλής εργαστηρίου |
commun. | chief librarian | προϊστάμενος βιβλιοθηκονόμος |
commun. | chief librarian | διευθυντής βιβλιοθήκης |
transp. | Chief Maintenance Superintendent | προϊστάμενος της υπηρεσίας συντήρησης |
transp. | chief mate | υποπλοίαρχος |
transp. | chief mate | δεύτερος αξιωματικός καταστρώματος |
transp. | chief mate on a ship | υποπλοίαρχος |
transp., mech.eng. | Chief Motive Power Engineer | προϊστάμενος της υπηρεσίας έλξης |
med. | chief nursing officer | προϊσταμένη αδελφή νοσοκομείου |
med. | chief nursing officer | διευθύνουσα αδελφή |
gen. | Chief of Defence | Αρχηγός ΓΕΕΘΑ |
gen. | Chief of Defence Staff | Αρχηγός ΓΕΕΘΑ |
law | Chief of Defence Staff | αρχηγός του γενικού επιτελείου |
gen. | Chief of Defence Staff | αρχηγός ΓΕΕΘΑ |
crim.law. | Chief of Police | Αρχηγός της Αστυνομίας |
gen. | Chief of Staff | επιτελάρχης |
gen. | Chief of the Defence Staff | Αρχηγός ΓΕΕΘΑ |
gen. | chief officer | υποπλοίαρχος |
gen. | chief officer of city | δήμαρχος (major) |
law | Chief Operating Officer | Διοικητικός Γενικός Διευθυντής |
transp. | Chief Operating Superintendent | προϊστάμενος της υπηρεσίας εκμετάλλευσης |
commun. | chief operator | προΜσταμένη τηλεφωνήτρια |
transp. | Chief Permanent Way Engineer | προϊστάμενος της υπηρεσίας γραμμής |
transp. | Chief Permanent Way Engineer | αρχιμηχανικός γραμμής |
transp., mater.sc. | chief petty officer | αρχικελευστής |
med. | chief physician | γιατρός υπεύθυνος τμήματος |
med. | chief physician | γιατρός προϊστάμενος τμήματος |
agric. | Chief Plant Health Officers | Γενικοί Διευθυντές/Προϊστάμενοι Φυτοϋγειονομικών Υπηρεσιών |
IT | chief programmer | Επικεφαλής προγραμματιστής |
transp. | Chief Purchasing Officer | προϊστάμενος της υπηρεσίας προμηθειών |
polit. | Chief Returning Officer | Προϊστάμενος της Κεντρικής Υπηρεσίας Διοργάνωσης Εκλογών |
gen. | Chief Scientist | Επιστημονικός Διευθυντής |
gen. | Chief Secretary to the Treasury | Υπουργός "Chief Secretary", Υπουργείο Δημόσιου Θησαυρού |
lab.law. | chief/senior plant operator | χειριστής χημικών εγκαταστάσεων και συσκευών |
transp. | chief signal and telecommunications engineer | προϊστάμενος υπηρεσίας σηματοδότησης και τηλεπικοινωνιών |
transp. | chief signalman | αρχικλειδούχος |
med. | chief staff surgeon | πρώτου βαθμού |
med. | chief staff surgeon | γιατρός-ταγματάρχης |
transp. | chief station | επικεφαλής σταθμός |
transp. | chief station | κεντρικός σταθμός |
transp. | chief station | κύριος σταθμός |
transp. | chief steward | ο αρχικαμαρώτος |
transp. | chief steward | ο αρχιθαλαμηπόλος |
transp. | chief stewardess | η αρχικαμαρώτος |
transp. | chief stewardess | η αρχιθαλαμηπόλος |
commer., transp. | chief storekeeper | προϊστάμενος της αποθήκης |
transp. | Chief Stores Superintendent | προϊστάμενος της υπηρεσίας προμηθειών |
immigr. | Chief Superintendent | αστυνόμος Α |
gen. | Chief Superintendent | αστυνομικός διευθυντής |
transp. | Chief Supplies Officer | προϊστάμενος της υπηρεσίας προμηθειών |
transp., avia. | chief theoretical knowledge instructor | αρχιεκπαιδευτής θεωρητικών γνώσεων |
mech.eng. | Chief Traction and Rolling Stock Officer | προϊστάμενος της υπηρεσίας τροχαίου υλικού |
transp. | Chief Traffic Manager | προϊστάμενος της υπηρεσίας κίνησης |
transp. | Chief Traffic Superintendent | προϊστάμενος της υπηρεσίας κίνησης |
health., agric., anim.husb. | Chief Veterinary Officers | προϊστάμενοι κτηνιατρικών υπηρεσιών |
law | chief witness | κύριος μάρτυρας |
UN | Commander in Chief, United Nations Command | αρχιστράτηγος των δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών |
gen. | Commander-in-Chief Channel | Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής Μάγχης |
gen. | Commander-in-Chief Eastern Atlantic Area | Διοικητής της Ανατολικής Ζώνης Ατλαντικού |
gen. | Commander-in-Chief Iberian Atlantic Area | Διοικητής της Ιβηρικής Περιοχής Ατλαντικού |
gen. | Commander-in-Chief Western Atlantic Area | Διοικητής της Δυτικής Ζώνης Ατλαντικού |
polit. | Deputy Chief Executive | αναπληρωτής γενικός διευθυντής |
gen. | Deputy Director General and Chief of Staff of the European Union Military Staff | Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής / Αρχηγός του Στρατιωτικού Επιτελείου της Ευρωπαϊκής Ενωσης |
commun. | editor in chief | αρχισυντάκτης |
crim.law. | EU Police Chiefs Operational Task Force | Επιτελική Ομάδα των Αρχηγών της Αστυνομίας της ΕΕ |
crim.law. | EU Police Chiefs Operational Task Force | Ειδική Ομάδα των Αρχηγών της Αστυνομίας της ΕΕ |
crim.law. | EU Police Chiefs Operational Task Force | Ειδική Ομάδα Αρχηγών Αστυνομίας |
gen. | Government Chief Whip | Αναπληρωτής Υπουργός Δημόσιου Θησαυρού |
gen. | inspector-in-chief | εντεταλμένος επιθεωρητής |
commun. | line chief's panel | πίνακας μεταλλαγής |
IT | line chiefs panel | πίνακας μεταλλαγής |
gen. | Minister of State at the Department of the Taoiseach with special responsibility as Government Chief Whip and at the Department of Defence | Υφυπουργός Υπουργείου Προεδρίας Taoiseach με ειδική αρμοδιότητα ως Κυβερνητικός Εκπρόσωπος στο Κοινοβούλιο και Υφυπουργός Υπουργείου ΄Αμυνας |
gen. | Police Chief | Αρχηγός Αστυνομίας |
crim.law. | Police Chiefs Task Force | Ειδική Ομάδα των Αρχηγών της Αστυνομίας της ΕΕ |
crim.law. | Police Chiefs Task Force | Ειδική Ομάδα Αρχηγών Αστυνομίας |
crim.law. | Police Chiefs Task Force | Επιτελική Ομάδα των Αρχηγών της Αστυνομίας της ΕΕ |
transp., nautic. | sea-going service as chief mate | υπηρεσία σε θαλασσοπλοούντα πλοία με ειδικότητα υποπλοιάρχου |
crim.law. | Task Force of EU Police Chiefs | Επιτελική Ομάδα των Αρχηγών της Αστυνομίας της ΕΕ |
crim.law. | Task Force of EU Police Chiefs | Ειδική Ομάδα των Αρχηγών της Αστυνομίας της ΕΕ |
crim.law. | Task Force of EU Police Chiefs | Ειδική Ομάδα Αρχηγών Αστυνομίας |
UN | United Nations System Chief Executives Board for Coordination | Συντονιστικό Συμβούλιο των ανώτατων λειτουργών των οργανισμών των ΗΕ |
commun., IT | wire chief test desk | θέση συντήρησης του συνδρομητικού δικτύου |
gen. | Working Party of Chief Plant Health Officers | Ομάδα "Προϊστάμενοι Φυτοϋγειονομικών Υπηρεσιών" |
gen. | Working Party of Chief Veterinary Officers | Ομάδα "Προϊστάμενοι κτηνιατρικών υπηρεσιών" |