Subject | English | Greek |
polit., construct. | area of prosperity and good neighbourliness | χώρος ευημερίας και καλής γειτονίας |
fin. | at best order | εντολή πώλησης στην καλύτερη δυνατή τιμή |
fin. | at best order | εντολή πώλησης σε ακαθόριστη τιμή |
law | at most, the three best performing Member States in terms of price stability | τα τρία το πολύ κράτη μέλη με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών |
stat., scient. | best asymptotically normal estimator | ασυμπτωματικά βέλτιστη κανονική εκτιμήτρια |
stat. | best asymptotically normal estimator | καλύτερος ασυμπτωτικά κανονικός εκτιμητής |
environ., tech., mater.sc. | best available techniques | βέλτιστη διαθέσιμη τεχνολογία ; βέλτιστη διαθέσιμη τεχνική |
nat.sc., industr. | best available techniques | βέλτιστη διαθέσιμη τεχνική |
nat.sc., industr. | best available techniques | βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές |
fin., nat.sc., environ. | best available techniques not entailing excessive cost | ΒΔΤ που δεν συνεπάγεται υπερβολικές δαπάνες |
environ., tech. | Best Available Techniques Reference Document | έγγραφο αναφοράς βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών |
nat.sc., industr. | best available technology | βέλτιστη διαθέσιμη τεχνολογία |
environ. | best available technology economically achievable | καλύτερη διαθέσιμη τεχνολογία οικονομικά εφικτή |
fin., nat.sc., environ. | best available technology not entailing excessive cost | ΒΔΤ που δεν συνεπάγεται υπερβολικές δαπάνες |
environ. | best available technology not entailing excessive costs | καλύτερη διαθέσιμη τεχνολογία που δεν συνεπάγεται υπερβολικό κόστος |
commer., food.ind. | "best before" date | ημερομηνία της ελάχιστης διάρκειας διατήρησης |
commer., food.ind. | "best before" date | ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας |
comp., MS | Best Bet | βέλτιστη αντιστοίχιση (Content or links that an administrator associates with specific keywords, and that are displayed prominently in search results when a query contains one of those keywords) |
comp., MS | Best Bet Suggestions report | Αναφορά προτάσεων βέλτιστης αντιστοίχισης (A Web analytics report that identifies terms that should become Best Bets) |
comp., MS | Best Bet Usage report | Αναφορά χρήσης βέλτιστης αντιστοίχισης (A Web analytics report that identifies the Best Bet terms and how they are utilized by the system) |
transp., mech.eng. | best climb schedule | βελτιστοποιημένος βαθμός ανόδου |
stat., scient. | best critical region | βέλτιστη κρίσιμη περιοχή |
stat. | best critical region | καλύτερη κριτική περιοχή |
fin. | best current practice charge | τέλη βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής |
commun. | best current practice interconnection charge | τέλη διασύνδεσης που βασίζονται στην βέλτιστη τρέχουσα πρακτική |
market., commun. | "best current practice" interconnection charge | τέλος διασύνδεσης "βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής" |
commun. | best current practice interconnection charge | τέλη διασύνδεσης "βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής" |
med. | Best disease | νόσος Best |
earth.sc., mech.eng. | best efficiency point | σημείο καλλίτερης απόδοσης |
commun. | best effort | άριστη προσπάθεια |
law | best efforts obligation | υποχρέωση προσπάθειας |
law | best efforts obligation | υποχρέωση ενέργειας |
agric. | best end of neck | παϊδάκια πρώτα |
agric. | best end of neck | παϊδάκια καλυμμένα |
interntl.trade. | best endeavour clause | ρήτρα της καλύτερης προσπάθειας |
insur. | "best endeavours" | προσπάθειες που οι συμμετέχοντες αναλαμβάνουν την υποχρέωση να καταβάλουν |
law | best endeavours obligation | υποχρέωση προσπάθειας |
law | best endeavours obligation | υποχρέωση ενέργειας |
agric., health., anim.husb. | best ends | σέλα |
transp., mech.eng. | best endurance speed | ταχύτητα βέλτιστης αυτονομίας |
environ. | best environmental practice | καλύτερη περιβαλλοντική πρακτική |
environ. | best environmental practice | βέλτιστη περιβαλλοντική πρακτική |
stat. | best estimate | καλύτερη εκτίμηση |
fin., insur. | best estimate | οι βάσει στατιστικών κριτηρίων καλύτερες εκτιμήσεις |
stat., scient. | best estimator | βέλτιστη στατιστική συνάρτηση |
math. | best estimator | βέλτιστο στατιστικό |
stat., scient. | best estimator | βέλτιστη εκτιμήτρια |
math. | best estimator | καλύτερος εκτιμητής |
fin. | best execution | βέλτιστη εκτέλεση |
fin. | best execution | άριστη εκτέλεση |
commun., IT | best-few strategy | στρατηγική ολίγων βελτίστων |
commun., IT | best-few strategy | εστίαση προσοχής |
IT | best-few strategy | στρατηγική των άριστων λίγων |
commun., IT | best-first approach | προσέγγιση με τη βέλτιστη-πρώτα επιλογή |
commun., IT | best-first approach | διερεύνηση με βάση τη βέλτιστη-πρώτα επιλογή |
IT | best-first search | διατεταγμένη διερεύνηση |
IT | best-first search | διερεύνηση με τη βέλτιστη επιλογή |
commun., IT | best-first search | διερεύνηση με βάση τη βέλτιστη-πρώτα επιλογή |
commun., IT | best-first search | προσέγγιση με τη βέλτιστη-πρώτα επιλογή |
IT | best first search | αναζήτηση πρώτα του αρίστου |
IT | best-first strategy | στρατηγική του άριστου πρώτου |
stat., scient. | best fit | βέλτιστη προσαρμογή |
IT | best fit | άριστη προσαρμογή |
stat. | best fit | καλύτερη προσαρμογή |
el. | best fit straight line | ευθεία γραμμή της καλύτερης προσαρμογής |
IT | best-fit-principle | αρχή της βέλτιστης προσαρμογής |
med. | Best inhalation bath | εισπνευστικό λουτρό του Best |
h.rghts.act., proced.law. | best interests of the child | συμφέρον του τέκνου |
h.rghts.act., proced.law. | best interests of the child | υπέρετερο συμφέρον του παιδιού |
h.rghts.act., proced.law. | best interests of the child | συμφέρον του παιδιού |
hobby, construct. | best kept village competition | διαγωνισμός του καλύτερα συντηρημένου χωριού |
stat. | best linear unbiased estimator | καλύτερος γραμμικά αμερόληπτος εκτιμητής |
stat., scient. | best linear unbiased estimator | βέλτιστη γραμμική αμερόληπτη εκτιμήτρια |
fin. | best linear unbiased estimator | η καλύτερη γραμμική αμερόληπτη εκτιμήτρια |
stat., scient. | best linear unbiassed estimator | βέλτιστη γραμμική αμερόληπτη εκτιμήτρια |
IT | best match problem | πρόβλημα του βέλτιστου συνδυασμού |
comp., MS | Best of Web | Οι καλύτερες τοποθεσίες Web (A curated list feature that highlights interesting and noteworthy web sites) |
med. | Best operation | εγχείρηση Best |
gen. | best practical control technology currently available | η βέλτιστη πρακτική τεχνολογία ελέγχου προς το παρόν διαθέσιμη |
social.sc. | best practice | καλή πρακτική |
econ., industr. | best practice | βέλτιστη πρακτική |
comp., MS | best practice | βέλτιστη πρακτική (A practice recognized and advocated as an effective or efficient means of achieving desired objectives) |
commun., corp.gov. | best practice | ορθοπραξία |
nat.sc. | best practice | καλύτερη πρακτική |
pharma. | Best Practice Guide | Οδηγός Βέλτιστης Πρακτικής |
gen. | best practice in the field | βέλτιστη επιτόπια πρακτική |
fin. | best practice in the financial industry | καλύτερη πρακτική του χρηματοπιστωτικού τομέα |
econ., industr. | best practices | βέλτιστη πρακτική |
gen. | best practices | δοκιμασμένες πρακτικές |
industr. | "Best procedure"-methodology | μέθοδος της διαδικασίας BEST |
commun., transp. | best range cruising speed | πλεύση με ταχύτητα μέγιστης εμβέλειας |
comp., MS | Best rated | Καλύτερη αξιολόγηση (A category in Store that lists the highest rated apps/games at a given point in time) |
law | best reconcile | συμβιβάζει καλύτερα |
med. | Best's disease | νόσος Best |
environ., tech., mater.sc. | best technical means available | βέλτιστη διαθέσιμη τεχνολογία ; βέλτιστη διαθέσιμη τεχνική |
el. | best tuning memory | μνήμη άριστου συντονισμού |
IT | best-value search | διερεύνηση με τη βέλτιστη τιμή |
agric. | best wine of a winery | ο καλύτερος οίνος του οινοποιείου |
agric. | best wine of a winery | κεφαλή του οινοποιείου |
med. | biotechnological good or service | βιοτεχνολογικό αγαθό ή υπηρεσία |
fin., transp. | bulk good | εμπόρευμα χύδην |
gen. | Catalogue of recommendations for the correct application of the Schengen acquis and best practices | Κατάλογος συστάσεων για την ορθή εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν και βέλτιστων πρακτικών' Κατάλογος συστάσεων και βέλτιστων πρακτικών Σένγκεν |
law | certificate of good character | πιστοποιητικό καλής διαγωγής |
law | certificate of good conduct | πιστοποιητικό καλής διαγωγής |
fin. | checking of good | εξέταση των εμπορευμάτων |
agric. | chine and best end | καρέ και σέλα |
agric. | chine and best end | καρέ και οσφυϊκή χώρα |
ed., IT | code for good design of learning products | κώδικας καλού σχεδιασμού των προϊόντων της τεχνολογίας της μάθησης |
econ. | Code of Best Practice in the Supply Chain | Κώδικας για την ορθή πρακτική στην αλυσία εφοδιασμού |
econ., fin. | Code of best practice on the compilation and reporting of data by Member States and the provision of data by the Commission within the context of the Excessive Deficit Procedure | Κώδικας ορθών πρακτικών για την κατάρτιση και την υποβολή στοιχείων στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος |
econ., fin. | Code of best practice on the compilation and reporting of data in the context of the Excessive Deficit Procedure | Κώδικας ορθών πρακτικών για την κατάρτιση και την υποβολή στοιχείων στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος |
gen. | Code of good administrative behaviour | κώδικας ορθής διoικητικής συμπεριφoράς |
gen. | Code of Good Administrative Behaviour for Community Institutions and Bodies | κώδικας συμπεριφοράς χρηστής διοίκησης για τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και οργανισμούς |
agric. | code of good agricultural practice | Κώδικας Ορθής Γεωργικής Πρακτικής |
ecol., econ. | code of good agricultural practice | κώδικας ορθής γεωργικής πρακτικής |
ecol., econ. | code of good agricultural practice | κώδικας καλής συμπεριφοράς στο γεωργικό τομέα |
fin., agric. | Code of Good Conduct | Κώδικας Δεοντολογίας |
agric. | code of good farming practice | Κώδικας Ορθής Γεωργικής Πρακτικής |
ecol., econ. | code of good farming practice | κώδικας ορθής γεωργικής πρακτικής |
gen. | compendium of best practices | συλλογή των βέλτιστων πρακτικών |
agric. | conditional good meat | κρέας ακόμη φαγώσιμο |
econ., market. | consultation in good faith | καλόπιστη διαβούλευση |
comp., MS | consumer good | καταναλωτικό αγαθό (A good that is created for consumer user rather than business use) |
environ. | consumer good | καταναλωτικό αγαθό |
fin. | counterfeit good | εμπόρευμα παραποίησης/απομίμησης |
transp. | course made good | διορθωμένη πορεία |
arts. | cultural good | πολιτιστικό αγαθό |
environ. | dangerous good | επικίνδυνο εμπόρευμα |
gov. | to decline without good reason | αποποιούμαι χωρίς βάσιμο λόγο |
gen. | to decline without good reason | αρνούμαι χωρίς βάσιμο λόγο |
gen. | decline without good reason, to | αρνούμαι χωρίς βάσιμο λόγο |
econ. | demerit good | κοινωνικά απαξιωμένο αγαθό |
law | disclosure in good faith | καλή τη πίστη γνωστοποίηση |
comp., MS | durable good | διαρκές αγαθό (An good that is not consumed completely at first use, but yields service over time) |
environ. | durable good | διαρκές αγαθό |
fin. | dutiable good | φορολογητέο εμπόρευμα |
fin. | dutiable good | δασμολογητέο εμπόρευμα |
gen. | duty to act in good faith | καθήκον πίστεως |
health. | EC Guide of Good Occupational Health and Safety Practices | Κοινοτικός Οδηγός ορθών πρακτικών επαγγελματικής υγείας και ασφάλειας |
econ. | economic good | οικονομικό αγαθό |
immigr. | EU plan on best practices, standards and procedures for combating and preventing trafficking in human beings | Σχέδιο της ΕΕ για βέλτιστες πρακτικές, πρότυπα και διαδικασίες για την καταπολέμηση και την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων |
gen. | exchange of best practice | ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών |
econ. | existing good | υφιστάμενο αγαθό |
ed., IT | expert system based on good practice | σύστημα εμπειρογνωμοσύνης με βάση την ορθή πρακτική |
market., fin. | export good | εμπορεύματα για εξαγωγή |
mater.sc. | false alarm with good intent | ψευδής συναγερμός πυρκαγιάς |
mater.sc. | false alarm with good intent | ψευδής αναγγελία πυρκαγιάς |
law | good administration | αρχή χρηστής διoίκησης |
law | good administration | χρηστή διακυβέρvηση |
gen. | good administration | χρηστή διαχείριση |
environ., polit., agric. | good agricultural and environmental condition | καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση |
agric. | good agricultural practice | ορθή γεωργική πρακτική' κατάλληλη εφαρμογή των γεωργικών τεχνικών |
agric. | good agricultural practices | ορθή γεωργική πρακτική' κατάλληλη εφαρμογή των γεωργικών τεχνικών |
bank. | good bank | καλή τράπεζα |
social.sc. | good citizenship | πολιτική συνείδηση |
health., nat.sc. | good clinical practice | ορθή πρακτική κλινικών δοκιμών |
health., nat.sc. | good clinical practice | ορθή εργαστηριακή πρακτική |
health., nat.sc. | good clinical practice | ορθή κλινική πρακτική |
pharma. | Good Clinical Practice | ορθή κλινική πρακτική |
med. | good clinical practices | καλές κλινικές πρακτικές |
health. | good commonly sold in a pharmacy | παραφαρμακευτικό προϊόν |
agric. | good cropper | παραγωγικό στέλεγχος |
agric. | good cropper | παραγωγική ποικιλία |
fin. | good delivery | καλή παράδοση |
law | good disposition | διάθεση δράσης |
health., industr. | good distribution practice | ορθή πρακτική διανομής |
environ. | good ecological potential | καλό οικολογικό δυναμικό |
environ. | good ecological water quality | καλή οικολογική ποιότητα των υδάτων |
environ. | good environmental status | καλή περιβαλλοντική κατάσταση |
law | good faith | καλή πίστη (bona fides) |
anim.husb. | good feed converter | καλός μεταβολιστής |
agric. | good feed converter | καλής θρεπτικής μετατρεψιμότητας |
IT, dat.proc. | good for print | έτοιμο για εκτύπωση |
med. | Good frontal sinus operation | επέμβασις του Good |
gen. | good governance | χρηστή διαχείριση |
gen. | good governance | χρηστή διακυβέρνηση |
tax. | good governance in tax matters | χρηστή διακυβέρνηση στον φορολογικό τομέα |
law | good government | χρηστή διακυβέρvηση |
environ. | good groundwater chemical status | καλή κατάσταση υπόγειων υδάτων |
fin., polit. | good having undergone specified manufacturing, processing or repair | εμπόρευμα που έχει υποστεί μεταποίηση, επεξεργασία ή επισκευή |
commun., industr., construct. | good holding bottom | βυθός συγκρατών άγκυρα |
gen. | Good Humanitarian Donorship Initiative | πρωτοβουλία χρηστής ανθρωπιστικής χορηγίας |
fin. | good imported unassembled | είδος που παρουσιάζεται αποσυναρμολογημένο |
market., fin. | good in transit | εμπόρευμα υπό διαμετακόμιση |
social.sc. | good industrial relations | καλό κλίμα εργασιακών σχέσεων |
mater.sc. | good innovation practice | ορθή πρακτική σε θέματα καινοτομίας |
nat.sc., agric. | Good King Henry | χηνοπόδιο ο καλός Eρρίκος (Chenopodium bonus-henricus L.) |
health., pharma. | Good Laboratory Practice | ορθή εργαστηριακήπρακτική |
health., nat.sc., chem. | good laboratory practice | ορθή εργαστηριακή πρακτική |
environ., chem. | good laboratory practices | ορθή εργαστηριακή πρακτική |
mater.sc. | good laboratory practices | Ορθή Εργαστηριακή Πρακτική |
social.sc. | good labour relations | καλό κλίμα εργασιακών σχέσεων |
environ. | good management The competent, skillful and successful process of planning, leading and working toward the accomplishment or completion of goals, objectives and mission of an organization or institution | ορθή διαχείριση |
environ. | good management | ορθή διαχείριση |
pharma. | good manufacturing practice | κανόνες καλής παρασκευής |
pharma. | good manufacturing practice | κανόνες ορθής παρασκευαστικής πρακτικής |
econ., pharma. | good manufacturing practice | καλή παρασκευή ; ορθή παρασκευαστική πρακτική |
commer., industr. | Good Manufacturing Practice | ορθή παρασκευαστική πρακτική |
industr. | good manufacturing practice standard | πρότυπο καλής κατασκευής GMP |
mater.sc. | good manufacturing process | ορθή διαδικασία παρασκευής |
agric. | good meat | καλό κρέας |
med. | Good myalgic spots | μυαλγικά σημεία του Good |
gen. | good-neighbourly relations | σχέσεις καλής γειτονίας |
UN | good offices mission | αποστολή καλών υπηρεσιών |
commer., fin., industr. | Good Ordinary Brand | συνήθης εμπορική ποιότητα |
law | good practice in mutual legal assistance in criminal matters | ορθή πρακτική κατά την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων |
market. | good quality product | προϊόν ποιότητας |
polit., law | good reason | νόμιμη αιτία |
transp. | good seamanship qualifications | προσόντα καλού ναυτικού |
mech.eng. | good state of repair | διατήρηση σε καλή κατάσταση |
fin., mater.sc. | good supplied as kit | είδος που παραδίδεται ως σύνολο ετοίμων τεμαχίων προς συναρμολόγηση |
tax. | good tax governance | χρηστή διακυβέρνηση στον φορολογικό τομέα |
fin. | good'til canceled | ισχύουσα μέχρι ακυρώσεως |
fin. | good'til cancelled | ισχύουσα μέχρι ακυρώσεως |
fin. | good till canceled | ισχύουσα μέχρι ακυρώσεως |
fin. | good-till-cancelled | ισχύουσα μέχρι ακυρώσεως |
life.sc. | good tilth | ψαθυρά κατάσταση |
fin. | good to | ισχύει μέχρι |
life.sc., transp., mech.eng. | good visibility | καλή ορατότητα |
transp. | good visibility of lights | καλή ορατότητα των φώτων |
environ. | good water status | καλή κατάσταση των υδάτων |
health. | guide to good hygiene practice | οδηγός ορθής υγιεινής πρακτικής |
health. | Guide to good manufacturing practice for medicinal products | οδηγός σχετικά με τους κανόνες καλής παρασκευής των φαρμάκων |
pharma. | Guide to good manufacturing practice for medicinal products | Οδηγός κανόνων καλής παρασκευής φαρμακευτικών προϊόντων |
chem. | heat-insulating ceramic good | θερμομονωτικό κεραμευτικό προϊόν |
environ. | household good | οικιακό αγαθό είδος |
law | in good and due form | δεόντως |
law | in good faith | καλόπιστα (bona fide) |
econ., commer., industr. | industrial good | βιομηχανικό προϊόν |
stat., industr., construct. | investment-good industry | βιομηχανίες παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών |
el. | known good die | γνωστός καλός κύβος |
law, patents. | lack of good faith | ενεργώ κακόπιστα; κακή πίστη |
health. | life expectancy in good health | προσδόκιμο υγείας |
stat. | line of best fit | γραμμή της πλησιέστερης στατιστικής προσαρμογής προς τα αρχικά δεδομένα |
transp. | line with good alignment | γραμμή με καλή χάραξη |
transp. | line with good alignment | γραμμή καλής ποιότητας με ευθυγραμμίες |
agric. | loin and best end of neck | καρρέ και νεφραμιά |
agric. | to make good any deficits after they have occurred | εκ των υστέρων κάλυψη ελλειμμάτων |
gen. | to make good any damage | επανορθώνω ζημία |
gen. | make good any damage | επανορθώνω ζημία |
gen. | to make good any damage | αποκαθιστώ ζημία |
social.sc. | man of good reputation | άνθρωπος καλής φήμης |
social.sc. | man of good reputation | άνθρωπος ευφήμως γνωστός |
market. | marketable good | εμπορεύσιμο αγαθό |
econ. | merit good | αγαθά ιδιαίτερης κοινωνικής σημασίας |
int. law. | Montreux Document on Pertinent International Legal Obligations and Good Practices for States related to Operations of Private Military and Security Companies during Armed Conflict | έγγραφο του Montreux σχετικά με τις συναφείς διεθνείς νομικές δεσμεύσεις και τις ορθές πρακτικές κρατών, οι οποίες αφορούν επιχειρήσεις ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών και ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας σε ένοπλες συγκρούσεις |
stat., scient. | nearly best linear estimator | σχεδόν άριστη γραμμική εκτιμήτρια |
stat. | nearly best linear estimator | σχεδόν καλύτερα γραμμικός εκτιμητής |
environ. | non-durable good | αναλώσιμο μη διαρκές αγαθό εμπόρευμα |
agric. | to obtain the best return for agricultural products | η αξιοποίηση των γεωργικών προ2bόντων |
busin., labor.org., account. | person of good repute | έντιμο πρόσωπο |
market. | prefinanced good | εμπόρευμα με προχρηματοδότηση |
gen. | principle of good drafting | αρχή της καλής διατύπωσης |
gen. | Process on stability and good-neighbourliness in south-east Europe | Διαδικασία για τη σταθερότητα και την καλή γειτονία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη ; Διαδικασία του Royaumont |
fin., industr. | product of good marketable quality | εμπορεύσιμο προϊόν καλής ποιότητας |
law | protection against third parties not acting in good faith | προστασία κατά των κακοπίστων τρίτων |
mech.eng. | rather good state of maintenance | αρκετά καλή κατάσταση συντηρήσεως |
chem. | refractory ceramic good | πυρίμαχο κεραμευτικό προϊόν |
stat. | regular best asymptotically normal estimator | ομαλή ασυμπτωτικά άριστη κανονική εκτιμήτρια |
stat. | regular best asymptotically normal estimator | τακτικές καλύτερο ασυμπτωτικά κανονική εκτιμητή |
econ. | returned good | επιστρεφόμενο αγαθό |
h.rghts.act. | right to good administration | δικαίωμα χρηστής διοίκησης |
gen. | Schengen catalogue of recommendations and best practices | Κατάλογος συστάσεων για την ορθή εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν και βέλτιστων πρακτικών' Κατάλογος συστάσεων και βέλτιστων πρακτικών Σένγκεν |
econ. | second best theory | θεωρία του δεύτερης σειράς άριστου |
fin. | selection of best bid | επιλογή της καλύτερης προσφοράς |
agric. | spray lines are best adapted to spray liquid manure | η ελαφρά άρδευση αρμόζει καλλίτερα στην λιπαντική άρδευση |
fin. | standard of good practice | πρότυπα "καλής πρακτικής" |
law | statement of good practice | δήλωση ορθής πρακτικής |
industr. | substitute good | προϊόν υποκατάστασης |
gen. | tender offering best value for money | πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά |
met. | this steel also has good high temperature strength | ο χάλυβας αυτός επίσης έχει μεγάλη μηχανική αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες |
hobby, industr., construct. | travel good | είδη ταξιδίου |
fin., industr. | unfinished good | ημικατεργασμένο προϊόν |
stat. | uniformly best constant risk estimator | ομοιόμορφα άριστη εκτιμήτρια σταθερού κινδύνου |
math. | uniformly best constant risk estimator | ομοιόμορφα βέλτιστη σταθερά εκτιμητής κινδύνων |
stat. | uniformly best distance power test | ομοιόμορφα άριστος έλεγχος απόστασης ισχύος |
math. | uniformly best distance power test | ομοιόμορφα καλύτερο δοκιμής απόστασης δύναμης |
UN | United Nations Good Offices Mission | αποστολή καλών υπηρεσιών |
market. | used good | μεταχειρισμένο αντικείμενο |
agric. | usual good farming practice | ορθή γεωργική πρακτική' κατάλληλη εφαρμογή των γεωργικών τεχνικών |
econ. | utility of a good | χρησιμότητα ενός αγαθού |
insur. | utmost good faith | καλή πίστη |
social.sc. | voluntary code of good practice | προαιρετικός κώδικας δεοντολογίας |