DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Education containing BASIC | all forms | exact matches only
EnglishGreek
acquisition of basic techniques - reading, writing and arithmeticανάπτυξη των βασικών γνωστικών ικανοτήτων - ανάγνωση, γραφή και αριθμητική
basic and advanced training of teachers and instructorsκατάρτιση και επιμόρφωση του διδακτικού και εκπαιδευτικού προσωπικού
basic and further vocational trainingαρχική και συνεχής επαγγελματική κατάρτιση
basic disciplineκύριο μάθημα
basic educationστοιχειώδης εκπαίδευση
basic educational curricula compulsory or otherwiseυποχρεωτικά ή μη, βασικά εκπαιδευτικά προγράμματα
basic instructionβασική διδασκαλία
basic knowledge and skillsβασικές γνώσεις και δεξιότητες
basic mastery of foreign languagesκατέχω βασικές γνώσεις ξένων γλωσσών
basic qualifications requiredαντικειμενικές προϋποθέσεις που απαιτούνται
basic skillsβασικές δεξιότητες
basic skillsβασικές επαγγελματικές ικανότητες
basic trainingβασική εκπαίδευση
basic trainingαρχική επαγγελματική κατάρτιση
basic training in the NITsβασική εκπαίδευση στις ΝΤΠ
basic training periodsπρογράμματα βασικής κατάρτισης
basic understanding, knowledge and skillsβασική κατανόηση και βασικές γνώσεις και δεξιότητες
Committee for the Reform of Basic EducationΕπιτροπή για τη μεταρρύθμιση της βασικής εκπαίδευσης
full-time programme involving basic trainingπλήρες πρόγραμμα βασικής επαγγελματικής κατάρτισης
second stage of basic educationκατώτερος κύκλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης