DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Transport containing BASIC | all forms | exact matches only
EnglishGreek
basic aerobatic flightβασική αεροβατική πτήση
basic aircraftβασικό αεροσκάφος
basic capacityβασική κυκλοφοριακή ικανότητα
basic commercial pilot's licenceβασικό πτυχίο επαγγελματία χειριστή
basic commercial pilot's licenceβασική άδεια επαγγελματία χειριστή
basic conceptθεμελιώδες σκεπτικό
basic conceptβασική διάταξη
basic configurationβασική διαμόρφωση
basic configurationβάση
basic equipment aircraftαεροσκάφος με τον ελάχιστο εξοπλισμό
basic fareκανονική ταρίφα
basic fareβασικός ναύλος
basic flightβασική πτήση
basic flight control and display systemβασικό σύστημα ελέγχου πτήσης και απεικόνισης
basic freeboardεγκεκριμένο ύψος εξάλων
basic freeboardπροβλεπόμενο ύψος εξάλων
basic freightβασικός ναύλος
basic instrument flight trainerσυσκευή βασικής εκπαίδευσης στην πτήση με όργανα
basic instrument training deviceσυσκευή βασικής εκπαίδευσης με όργανα
basic instrument training deviceδιατάξεις εκπαίδευσης σε βασικά όργανα
Basic Instrument Training Device Modelμοντέλο συσκευής βασικής εκπαίδευσης με όργανα
basic liftβασική άντωση αεροτομής
basic parametersθεμελιώδεις παράμετροι
basic rockβασικό πέτρωμα
basic rockαλκαλικό πέτρωμα
basic Tδιάταξη οργάνων σε σχήμα Τ
basic weightβασικό βάρος
basic wingβασική αεροτομή πτέρυγας
design basic sectionβασική κατατομή υπολογισμών
weight and balance chart basic indexβασικός δείκτης πίνακα βάρους και ζυγοστάθμισης