Subject | English | Greek |
gen. | a High Authority, assisted by a Consultative Committee | η Aνωτάτη Aρχή,η οποία επικουρείται από μία Συμβουλευτική Eπιτροπή |
gen. | a special committee appointed by the Council to assist the Commission | ειδική επιτροπή που ορίζεται από το Συμβούλιο για να επικουρεί την Eπιτροπή |
law, social.sc. | Act on accident compensation for persons having assisted in performing official duties | νόμος περί αποζημιώσεως κατά ατυχήματος για πρόσωπα που εκτελούν δημόσια καθήκοντα σε ορισμένες περιπτώσεις |
social.sc. | Action Programme to assist Migrant Workers and their Families | πρόγραμμα δράσης υπέρ των διακινούμενων εργαζόμενων και των οικογενειών τους |
lab.law. | Action to assist the long-term unemployed | Δράση παροχής βοήθειας στους μακροχρόνια ανέργους |
law | agent assisted by an adviser or by a lawyer entitled to practise before a court of a Member State | εκπρόσωπος επικουρούμενος από σύμβουλο ή δικηγόρο εγγεγραμμένο σε δικηγορικό σύλλογο ενός των κρατών μελών |
transp. | aid to assist air services | ενίσχυση για τη στήριξη των αερομεταφορών |
transp., mech.eng. | air assist atomizer | αεροβοηθούμενος ψεκαστήρας |
mater.sc., met. | air assist forming | αεροβοηθούμενη διαμόρφωση εν θερμώ |
chem. | air-assist vacuum forming | σχηματισμός εν κενώ με προδιαμόρφωση με αέρα |
agric. | air assisted sprayer | ψεκαστήρας με εκτόξευση πεπιεσμένης δέσμης υγρού υποβοηθούμενη από ρεύμα αέρος |
chem. | air assisted spraying | θερμός ψεκασμός |
social.sc., nat.sc. | ambient assisted living | αυτόνομη διαβίωση υποβοηθούμενη από το περιβάλλον |
obs., social.sc., nat.sc. | ambient assisted living | περιβάλλον υποβοηθούμενης διαβίωσης |
gov. | to assist and tender advice to his superiors | επικουρώ και παρέχω συμβουλευτικές γνώμες στους ανωτέρους μου |
gen. | to assist and tender advice to one's superiors | επικουρώ και συμβουλεύω τους ανωτέρους μου |
gen. | assist and tender advice to one's superiors, to | επικουρώ και συμβουλεύω τους ανωτέρους μου |
environ. | assist measure | μέτρο assist |
agric. | to assist the launching of producers'associations | ενίσχυση για τη σύσταση συνδέσμων παραγωγών |
econ., commer. | assisted area | ενισχυόμενη περιοχή |
construct. | assisted area | περιοχή επέμβασης |
construct. | assisted area | περιοχή επιδοτούμενης ανάπτυξης |
gen. | assisted areas | ενισχυόμενες περιοχές |
law | assisted by the departments of the Court of Justice | συνδρομή των υπηρεσιών του Δικαστηρίου |
gen. | assisted conception | τεχνητή γονιμοποίηση |
gen. | assisted conception | ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή |
chem. | assisted extraction system | υποβοηθούμενο σύστημα εξαγωγής |
agric. | assisted farrowing | υποβοηθούμενος τοκετός |
health., life.sc., R&D. | assisted fertilisation | ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή |
health., life.sc., R&D. | assisted fertilisation | ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή |
lab.law. | assisted fresh air hose breathing apparatus | υποβοηθούμενη αναπνευστική συσκευή αέρος |
health., life.sc., R&D. | assisted human reproduction | ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή |
health., life.sc., R&D. | assisted human reproduction | ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή |
fin. | assisted management | προσωπική διαχείριση χαρτοφυλακίου με παροχή συμβουλών |
coal. | assisted recovery technique | τεχνική της υποβοηθούμενης ανάκτησης |
econ., commer. | assisted region | ενισχυόμενη περιοχή |
gen. | assisted reproduction | ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή |
gen. | assisted reproduction | τεχνητή γονιμοποίηση |
med. | assisted reproduction technology | τεχνολογία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής |
med. | assisted reproductive techniques | τεχνολογία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής |
med. | assisted reproductive technology | τεχνολογία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής |
med. | assisted respiration | αναπληρούμενη αναπνοή |
med. | assisted respiration | υποβοηθούμενη αναπνοή |
med. | assisted respiration | βοηθητική αναπνοή |
transp., el. | assisted running | πορεία με διπλή έλξη |
gen. | assisted sector | τομέας παρέμβασης |
transp., avia. | assisted take-off | βοηθουμένη απογείωση |
law, immigr. | assisted voluntary return | διευκόλυνση της εκούσιας επιστροφής |
law, immigr. | assisted voluntary return | υποβοηθούμενη εκούσια επιστροφή |
law, immigr. | assisted voluntary return | προώθηση της εκούσιας επιστροφής |
immigr. | assisted voluntary return | υποβοηθούμενη εθελούσια επιστροφή |
law, immigr. | assisted voluntary return | βοήθεια για εκούσιο επαναπατρισμό |
environ., agric. | assisting agency | υπηρεσία συνεργασίας και υποστήριξης |
transp. | assisting engine | μηχανή ενισχυτική |
transp. | assisting engine | μηχανή ενίσχυσης |
gen. | assisting in day-to-day management | συνεργασία στη συνήθη διαχείριση |
transp. | assisting locomotive | μηχανή ενισχυτική |
transp. | assisting locomotive | μηχανή ενδιάμεση |
transp., avia. | assisting means for emergency evacuation | Βοηθητικά μέσα για εκκένωση λόγω έκτακτης ανάγκης |
tech., industr., construct. | assisting rollers of a speed frame | βοηθητικοί κύλινδροι προγνέστριας |
transp. | assisting run of a locomotive | διαδρομή με ενισχυτική μηχανή |
econ. | assisting spouse | συμβοηθών σύζυγος |
social.sc., lab.law. | assisting spouse | συνεργαζόμενοςη σύζυγος |
crim.law., immigr. | assisting unlawful immigration | παροχή βοήθειας για παράνομη είσοδο και διαμονή |
law, immigr. | assisting unlawful immigration | διευκόλυνση της παράνομης εισόδου και διαμονής |
law, immigr. | assisting unlawful immigration | διευκόλυνση της παράνομης μετανάστευσης |
law, immigr. | assisting unlawful immigration | υποβοήθηση της παράνομης μετανάστευσης |
law, immigr. | assisting unlawful immigration | υποβοήθηση της παράνομης εισόδου και διαμονής |
obs., law, immigr. | assisting unlawful immigration | συνέργεια στη λαθρομετανάστευση |
IT | assisting users | βοήθεια του χρήστη |
gen. | to be assisted in one's defence by a person of one's own choice | παρίσταμαι με συνήγορο της εκλογής μου |
law | be assisted in one's defence by a person of one's own choice, to | παρίσταμαι με συνήγορο της εκλογής μου |
gen. | Brake Assist System | σύστημα υποβοήθησης της πέδησης |
transp., polit., mech.eng. | brake-power assist unit | σύστημα υποβοήθησης της πέδησης |
transp., polit., mech.eng. | brake-power assist unit | σερβομηχανισμός φρένου |
social.sc. | cash benefit to assist invalids unable to work | παροχή σε χρήμα ως βοήθεια στους ανίκανους προς εργασία ανάπηρους |
social.sc. | cash benefit to assist the elderly | παροχή σε χρήμα ως βοήθεια στα ηλικιωμένα άτομα |
gen. | category A Brake Assist System | σύστημα υποβοήθησης της πέδησης κατηγορίας A |
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. | category B Brake Assist System | σύστημα υποβοήθησης της πέδησης κατηγορίας Β |
gen. | category C Brake Assist System | σύστημα υποβοήθησης της πέδησης κατηγορίας Γ |
econ., hobby | Community action plan to assist tourism | Πρόγραμμα κοινοτικών ενεργειών υπέρ του τουρισμού |
social.sc., lab.law., industr. | Community programme to assist the conversion of shipbuilding areas | κοινοτικό πρόγραμμα για τη μετατροπή των περιοχών των ναυπηγίων |
social.sc., lab.law., industr. | Community programme to assist the conversion of shipbuilding areas | Κοινοτικό πρόγραμμα για τη μετατροπή των περιοχών των ναυπηγείων |
econ. | Community programme to assist the conversion of shipbuilding areas | Κοινοτικό πρόγραμμα υπέρ της μετατροπής των περιοχών των ναυπηγείων |
gen. | Community Programme to Assist the Conversion of Shipbuilding Areas | Κοινοτικό πρόγραμμα για τη μετατροπή των περιοχών των ναυπηγείων |
econ. | Community programme to assist the conversion of steel areas | Κοινοτικό πρόγραμμα για τη μετατροπή των βιομηχανικών περιοχών σιδήρου και χάλυβα |
met. | Community Programme to Assist the Conversion of Steel Areas | Κοινοτικό πρόγραμμα για τη μετατροπή των ζωνών συγκέντρωσης βιομηχανιών σιδήρου και χάλυβα |
social.sc., lab.law., industr. | Community programme to assist the conversion of steel areas | περιφερειακό πρόγραμμα για μετατροπή των ζωνών όπου είναι αναπτυγμένη η βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα |
IT | computer-assisted analysis technique | τεχνική ανάλυσης με ηλεκτρονικό υπολογιστή |
IT, account. | computer-assisted audit technique | τεχνική ελέγχoυ με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή |
IT | computer-assisted conference network | δίκτυο διάσκεψης με τη βοήθεια υπολογιστή |
econ. | computer assisted design | σχεδίαση με τη βοήθεια υπολογιστή |
arts., comp., tech. | computer-assisted design | σχεδιασμός με τη βοήθεια υπολογιστή |
gen. | computer-assisted design | σχεδιασμός με χρήση υπολογιστή |
IT | computer-assisted design and manufacturing | Βιομηχανική σχεδίαση και παραγωγή με χρήση υπολογιστή |
IT | computer-assisted design of integrated circuits | Σχεδιασμός ολοκληρωμένων κυκλωμάτων με χρήση υπολογιστή |
gen. | Computer assisted indexing | Υπολογιστικά υποβοηθούμενη ευρετηρίαση |
ed., IT | computer-assisted instruction | διδασκαλία με τη βοήθεια υπολογιστή ; διδασκαλία με υπολογιστή |
IT | computer-assisted language training | εκμάθηση γλωσσών με τη βοήθεια υπολογιστή |
IT | computer-assisted learning | εκμάθηση με υπολογιστή ; μάθηση με τη βοήθεια υπολογιστή |
IT, tech. | computer assisted management | Μάνατζμεντ με την βοήθεια υπολογιστή |
IT, nat.sc., industr. | computer-assisted manufacturing | παραγωγή με τη βοήθεια υπολογιστή |
IT, tech., R&D. | computer-assisted manufacturing | βιομηχανική παραγωγή με τη βοήθεια υπολογιστή; βιομηχανική παραγωγή με τη βοήθεια υπολογιστή CAM ή παραγωγή με τη βοήθεια υπο λογιστή; Βιομηχανική παραγωγή με τη βοήθεια υπολογιστή |
econ. | computer assisted manufacturing | κατασκευή με τη βοήθεια υπολογιστή |
gen. | Computer-assisted measurement and control | Υπολογιστικά βοηθούμενος έλεγχος και μέτρηση |
earth.sc. | computer-assisted measuring technique | μέθοδος μέτρησης με τη βοήθεια υπολογιστή |
ed., IT | computer assisted monitoring | παρακολούθηση με υπολογιστή |
environ. | computer assisted optimisation | βελτιστοποίηση με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή |
life.sc. | computer-assisted photointerpretation | φωτοερμηνεία μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή |
IT | computer-assisted publishing | εκδόσεις με τη βοήθεια υπολογιστή |
commun., IT | computer-assisted publishing | ηλεκτρονικές εκδόσεις |
commun., IT | computer-assisted publishing | εκτύπωση με τη βοήθεια υπολογιστή |
commun., IT, tech. | computer-assisted publishing | επιτραπέζιο εκδοτικό σύστημα; εκδόσεις με τη βοήθεια υπολογιστή |
IT | computer-assisted publishing | ηλεκτρονική έκδοση |
econ. | computer assisted publishing | έκδοση με τη βοήθεια υπολογιστή |
IT | computer-assisted retrieval | Αυτόματη ανάκτηση πληροφοριών |
gen. | computer assisted review station | σταθμός ανασκόπησης με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή |
gen. | computer assisted reviewing | επανεξέταση με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή |
IT, lab.law. | computer-assisted skill training | Υπολογιστικά υποβοηθούμενη εκπαίδευση |
commun. | computer-assisted spectrum management system | σύστημα διαχείρισης φάσματος με ηλεκτρονικό υπολογιστή |
earth.sc. | computer-assisted telemanipulator | ηλεκτρονικά τηλεκατευθυνόμενος βραχίων |
gen. | computer assisted tele-operation | τηλεχειρισμός με τη βοήθεια υπολογιστή |
IT | computer assisted tele-operator | διάταξη τηλεχειρισμού βοηθούμενη από υπολογιστή |
IT | computer-assisted test | δοκιμή με ηλεκτρονικό υπολογιστή |
health. | computer assisted tomography | υπολογιστική τομογραφία |
med. | computer-assisted tomography | υπολογιστική τομογραφία |
health. | computer assisted tomography | αξονική υπολογιστική τομογραφία |
med. | computer-assisted tomography | υπολογιστική αξονική τομογραφία |
IT, lab.law. | computer-assisted training | Υπολογιστικά υποβοηθούμενη εκπαίδευση |
IT | computer-assisted translation | μετάφραση με υπολογιστή |
IT | computer-assisted translation | Υπολογιστικά υποβοηθούμενη μετάφραση |
IT, social.sc. | computer-assisted translation | ημιαυτόματη μετάφραση |
IT | computer-assisted translation | μετάφραση με τη βοήθεια υπολογιστή |
transp., avia. | descent assist means | βοηθητικά μέσα καθόδου |
law | duty to assist | καθήκον αρωγής |
ed. | EC computer assisted career guidance system | Κοινοτικό σύστημα επαγγελματικού προσανατολισμού με χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών |
econ., polit., loc.name. | EC initiative programme to assist frontier areas | κοινοτικό πρόγραμμα πρωτοβουλίας υπέρ των παραμεθορίων περιοχών |
econ., polit., loc.name. | EC initiative programme to assist frontier areas | Πρόγραμμα κοινοτικής πρωτοβουλίας σχετικά με τις διασυνοριακές περιφέρειες |
transp. | electric power-assisted cycle | ποδήλατο με υποβοηθούμενη ποδηλάτηση |
transp. | electrically assisted pedal cycle | ποδήλατο με υποβοηθούμενη ποδηλάτηση |
med. | equipment to assist human sensors | μηχάνημα για την υποβοήθηση των αισθητηρίων οργάνων |
chem., el. | fan-assisted heater | θερμάστρα με ανεμιστήρα |
hobby | First multiannual programme to assist European tourism | Πρώτο πολυετές πρόγραμμα υπέρ του ευρωπαϊκού τουρισμού |
hobby | first Multiannual Programme to Assist European Tourism 1997-2000 "PHILOXENIA" | πρώτο πολυετές πρόγραμμα υπέρ του ευρωπαϊκού τουρισμού |
transp. | gravity assist | ελιγμός επωφελούμενος από την πλανητική έλξη |
mech.eng., el. | heat pump assisted solar energy heating system | ηλιακή θέρμανση με αντλíα θερμóτητας |
mech.eng., el. | heat pump assisted solar energy heating system | ηλιακή αντλíα θερμóτητας |
comp., MS | International assist | Βοήθεια για διεθνείς κλήσεις (A feature that helps correct some common mistakes while dialing internationally or dialing while abroad) |
transp. | jet-assisted take-off | υποβοηθούμενη απογείωση |
transp. | jet-assisted take-off | βοηθούμενη απογείωση |
transp. | locomotive assisting not required | μηχανή συνδεδεμένη |
transp. | locomotive assisting not required | μηχανή ελκόμενη |
IT | machine-assisted human translation | μετάφραση με τη βοήθεια υπολογιστή |
IT | machine-assisted human translation | Υπολογιστικά υποβοηθούμενη μετάφραση |
IT, social.sc. | machine-assisted translation | ημιαυτόματη μετάφραση |
IT | machine-assisted translation | μετάφραση με υπολογιστή |
IT | machine-assisted translation | μετάφραση με τη βοήθεια υπολογιστή |
IT | machine-assisted translation | Υπολογιστικά υποβοηθούμενη μετάφραση |
econ. | measure to assist the economy | μέτρο για την κάλυψη της οικονομικής καθυστέρησης |
health. | medically assisted procreation | τεκνοποιία με ιατρική βοήθεια |
proced.law. | medically assisted reproduction after death of man providing sperm | μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση |
health. | medically assisted treatment | θεραπεία με ιατρική υποστήριξη |
social.sc. | medically assisted treatment | ιατρικά υποβοηθούμενη θεραπεία |
el. | mobile assisted handover | κινητοβοηθούμενη μεταπομπή |
transp. | motor-assisted bicycle | μικρής ισχός μοτοσυκλέτα με πετάλια |
transp. | motor-assisted bicycle | μοτοποδήλατο με βοηθητικό κινητήρα |
hobby | Multiannual Programme to assist European Tourism | πολυετές πρόγραμμα υπέρ του ευρωπαϊκού τουρισμού |
econ. | non-assisted area | μη ενισχυόμενη περιοχή |
commun. | operator assisted calls | κλήσεις με βοήθεια τηλεφωνητή |
commun. | operator-assisted paging service | υπηρεσία τηλεειδοποίησης με τη μεσολάβηση τηλεφωνικού κέντρου |
commun., IT | operator-assisted services | υπηρεσίες με τηλεφωνήτριες |
transp. | payload assist module | βοηθητικό προωθητικό σύστημα του ωφέλιμου φορτίου |
social.sc. | pharmacologically assisted treatment | φαρμακευτικά υποβοηθούμενη θεραπεία |
IT, el. | photo-assisted deposition | αποθήκευση με τη βοήθεια φωτός |
gen. | Photo-assisted deposition | φωτοβοηθούμενη εναπόθεση |
fish.farm. | Pilot projects to assist small-scale coastal fishing | Πρότυπα προγράμματα υπέρ της μικρής παράκτιας αλιείας |
fish.farm. | Pilot projects to assist women family members in small-scale coastal fishing communities | Πρότυπα προγράμματα υπέρ των γυναικών των αλιέων της μικρής παράκτιας αλιείας |
chem. | plasma assisted chemical vapour deposition reactor | αντιδραστήρας χημικής εναπόθεσης δι'ατμών με τη βοήθεια πλάσματος |
chem. | plug-assist | βοηθητικό έμβολο |
chem. | plug-assist forming | διαμόρφωση με προσχηματισμό με έμβολο |
industr., construct., chem. | plunger assist mechanism | Bοηθητικός μηχανισμός μαστού |
transp. | power-assisted bicycle | ποδήλατο με υποβοηθούμενη ποδηλάτηση |
transp., mech.eng. | power assisted brake | σερβόφρενο |
mech.eng. | power-assisted braking device | υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης |
transp., mech.eng. | power-assisted braking system | σερβόφρενο |
transp. | power-assisted control | ενισχυόμενο σύστημα ελέγχου πτήσεως |
tech., mech.eng. | power-assisted control | ρύθμιση με υποβοήθηση |
tech., mech.eng. | power-assisted control | έλεγχος με υποβοήθηση |
commun., transp. | power-assisted control system | ενισχυμένο σύστημα ελέγχου |
transp. | power-assisted flight control | ενισχυόμενο σύστημα ελέγχου πτήσεως |
industr. | power assisted particle filtering device | συσκευή που λειτουργεί σαν φίλτρο σωματιδίων |
transp. | power-assisted pedal cycle | ποδήλατο με υποβοηθούμενη ποδηλάτηση |
transp. | power assisted steering | υποβοηθούμενη διεύθυνση |
transp. | power assisted steering | υδραυλικό τιμόνι |
transp. | power assisted steering equipment | σύστημα υποβοηθούμενης διεύθυνσης |
astronaut., transp. | power-assisted valve | Βαλβίδες υποβοηθούμενες από ισχύ |
astronaut., transp. | power-assisted valves | Βαλβίδες υποβοηθούμενες από ισχύ |
transp. | pressure-assisted sanding | αμμοριπή υπό πίεση |
gen. | Programme to assist economic reform and recovery in the New Independent States and Mongolia | Πρόγραμμα βοήθειας για την οικονομική μεταρρύθμιση και ανάκαμψη των Νέων Ανεξάρτητων Κρατών και της Μογγολίας |
transp., avia., mech.eng. | rocket-assisted ejection seat | πυραυλοβοηθούμενο εκτινασσόμενο κάθισμα |
el. | silicone-assisted photoresist | φωτοανθεκτική επικάλυψη με σιλικόνη |
construct. | solar-assisted cooling | ηλιακή ψυξη |
construct. | solar-assisted cooling | ψÙξη με ηλιακή ενέργεια |
industr., construct. | solvent-assisted dyeing | βαφή με τη βοήθεια διαλύτη |
transp., nautic., industr. | Specific Community programme of accompanying social measures to assist workers in the shipbuilding industry who are made redundant or threatened with redundancy | Ειδικό Κοινοτικό πρόγραμμα συνοδευτικών μέτρων κοινωνικού χαρακτήρα υπέρ των εργαζομένων στη ναυπηγική βιομηχανία που απολύονται ή απειλούνται με απόλυση |
med. | technique for assisted reproduction | τεχνική υποβοηθούμενης αναπαραγωγής |
med. | technique of assisted fertilisation | τεχνική υποβοηθούμενης γονιμοποίησης |
social.sc., health. | Third Community action programme to assist disabled people | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες HELIOS II, 1993-1996 |
insur. | tow and assist clause | ρήτρα ρυμούλκησης και αρωγής |
transp., coal. | trolley assisted mining truck | ηλεκτροκίνητα οχήματα ορυχείων με εναέρια γραμμή ρεύματος |
industr., construct., chem. | vacuum assist | Προσχηματοδότηση με βοήθεια κενού |
coal. | water-jet assisted disc | δίσκος υποβοηθούμενος με εκτόξευση νερού |
coal. | water-jet assisted pick | σκαπάνη υποβοηθούμενη με εκτόξευση νερού |