DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Statistics containing Annual | all forms | exact matches only
EnglishGreek
annual average weekday trafficσυγκοινωνία εργασίμων ημερών κατά μέσον όρον ετησίως
annual Community labour force surveyετήσια κοινοτική έρευνα για το εργατικό δυναμικό
annual European survey of business-industryετήσια ευρωπαϊκή επισκόπηση επιχειρήσεων-βιομηχανία
annual immigration quotaποσοστό εισόδου μεταναστών
annual labour unitμονάδα ετήσιας εργασίας
annual maximum demandετήσια μέγιστη ζήτηση
annual maximum methodετήσια μέθοδο μέγιστης
annual rateετήσιο ποσοστό
annual rate of changeετήσιο ποσοστό μεταβολής
converted to an annual basisμετατραπέν σε ετήσια βάση
mean annual rateμέσο ετήσιο ποσοστό
moving annual totalκινητό ετήσιο ολικό
moving annual totalκινούμενο ετήσιο σύνολο
partial annual resultμηνιαίο αθροιστικό αποτέλεσμα