Subject | English | Greek |
agric., chem. | absolute alcohol | απόλυτο οινόπνευμα |
med. | absolute alcohol | απόλυτος αλκοόλη |
agric. | actual alcohol content | ευρεθείς αλκοολικός βαθμός |
chem. | acyclic alcohol | άκυκλη αλκοόλη |
fin., polit. | acyclic alcohols | άκυκλες αλκοόλες |
agric., food.ind. | addition of alcohol | προσθήκη αλκοόλης |
agric. | addition of alcohol to... | προσθήκη αλκοόλης |
agric. | agricultural alcohol | αιθυλική αλκοόλη γεωργικής προέλευσης |
agric. | agricultural alcohol | γεωργική αλκοόλη |
agric. | aid to help market alcohol produced | ενίσχυση για τη διάθεση της παραγόμενης αλκοόλης |
health. | alcohol abuse | κατάχρηση οινοπνεύματος |
law, food.ind. | Alcohol Act | νόμος περί οινοπνευματωδών ποτών |
food.ind. | alcohol and alcoholic beverages | αλκοόλες και αλκοολούχα ποτά |
med. | Alcohol and Drug Addiction Research Foundation | Ιδρυμα Ερεύνης Αλκοολισμού και ECοξικομανίας |
comp., MS | Alcohol and/or Tobacco | Αλκοόλ ή/και Καπνός (A content descriptor developed by the Computer Entertainment Rating Organization (CERO)) |
energ.ind. | alcohol-based fuel | καύσιμο με βάση το οινόπνευμα |
agric. | alcohol bought-in for public storage | αγορά αλκοόλης στη δημόσια αποθεματοποίηση |
agric., food.ind. | alcohol content | αλκοολικός τίτλος |
med. | alcohol content | περιεκτικότητα σε αλκοόλη |
agric. | alcohol content by volume | αλκοολικός βαθμός κατ'όγκο |
agric. | alcohol content by weight | αλκοολικός βαθμός κατά βάρος |
life.sc., chem. | alcohol dehydrogenase | αλκοoλική αφυδρογονάση |
med. | alcohol dehydrogenase | αλκοολική αφυδρογονάση |
mech.eng. | alcohol de-icing | αποπαγοποίηση με αλκοόλ |
health. | alcohol dependence | αλκοολισμός |
agric. | alcohol distilling | απόσταξη αλκοόλης |
environ., energ.ind. | alcohol extender =octane booster | βελτιωτικό του αριθμού οκτανίων |
agric. | alcohol-extract ratio | λόγος οινοπνεύματος/εκχυλίσματος |
agric. | alcohol for ingestion | αλκοολούχο ποτό |
gen. | alcohol for oral consumption | πόσιμη αλκοόλη; αλκοόλη που προορίζεται ή είναι κατάλληλη για την ανθρώπινη κατανάλωση |
agric. | alcohol forming power | ικανότητα παραγωγής αλκοόλης |
food.ind. | alcohol-free beer | μπύρα χωρίς αλκοόλη |
agric. | alcohol from maize | αλκοόλη από αραβόσιτο |
agric., chem. | alcohol from molasses | αλκοόλη από μελάσα |
gen. | alcohol group | αλκοολομάδα |
gen. | alcohol group | αλκοολική ομάδα |
agric. | alcohol hydrometer | αλκοολόμετρο |
health., transp., mil., grnd.forc. | alcohol ignition lock | σύστημα ακινητοποίησης του οχήματος σε περίπτωση υψηλής αλκοολαιμίας του οδηγού |
health. | alcohol ingestion | λήψη οινοπνεύματος |
health. | alcohol ingestion | κατάποση αλκοόλ |
agric. | alcohol injury | αλκοολική ζύμωση φρούτων |
health. | alcohol intake | λήψη οινοπνεύματος |
health. | alcohol intake | κατάποση αλκοόλ |
health., transp., mil., grnd.forc. | alcohol interlock device | σύστημα ακινητοποίησης του οχήματος σε περίπτωση υψηλής αλκοολαιμίας του οδηγού |
health., transp., mil., grnd.forc. | alcohol lock | σύστημα ακινητοποίησης του οχήματος σε περίπτωση υψηλής αλκοολαιμίας του οδηγού |
industr., construct., chem. | alcohol-modified melamine resin | ρητίνη μελαμίνης βελτιωμένη με αλκοόλη |
industr., construct., chem. | alcohol-modified phenolic resin | φαινολική ρητίνη βελτιωμένη με αλκοόλη |
industr., construct., chem. | alcohol-modified urea resin | ρητίνη ουρίας βελτιωμένη με αλκοόλη |
agric., chem. | alcohol of vinous origin | αλκοόλη οινικής προελεύσεως |
agric., chem. | alcohol of vinous origin | οινική αλκοόλη |
agric., chem. | alcohol of vinous origin | αλκοόλη οινικής προέλευσης |
gen. | alcohol-resistant foam | αφρός ανθεκτικός σε αλκοόλες |
food.ind. | Alcohol Supply Guarantee Mechanism | σύστημα διασφάλισης της διάθεσης οινοπνευματωδών ποτών |
food.ind., tech. | alcohol tables | αλκοολομετρικός πίνακας |
earth.sc., tech. | alcohol thermometer | οινοπνευματικό θερμόμετρο |
tech., mech.eng. | alcohol thermometer | θερμόμετρο αλκοόλης |
gen. | alcohol type concentrate | συμπύκνωμα τύπου αλκοόλης |
chem. | alcohol water | αλκοολούχο νερό |
chem. | alicyclic alcohol | αλεικυκλική αλκοόλη |
chem. | aliphatic alcohol | αλειφατική αλκοόλη |
chem. | allyl alcohol | αλλυλική αλκοόλη |
med. | amyl alcohol | αμυλική αλκοόλη |
fin., polit. | amyl alcohols | αμυλική αλκοόλη |
chem. | amylcinnamyl alcohol | αμυλοκινναμυλαλκοόλη |
med. | anhydrous alcohol | απόλυτο οινόπνευμα |
agric., chem. | anhydrous alcohol | άνυδρη αλκοόλη; απόλυτη αλκοόλη |
med. | anhydrous alcohol | απόλυτος αλκοόλη |
social.sc. | anti-alcohol movement | αντιαλκοολική κίνηση |
agric. | apparent alcohol content | φαινόμενος αλκοολικός βαθμός |
agric., industr. | aroma of alcohol | αλκοολικό άρωμα |
agric., industr. | aroma of alcohol | άρωμα αλκοόλης |
chem. | aromatic alcohol | αρωματική αλκοόλη |
chem. | benzyl alcohol | οινόπνευμα βενζύλης |
food.ind., chem. | benzyl alcohol | βενζυλική αλκοόλη' E 1519 |
food.ind. | benzyl alcohol | φαινυλοκαρβινόλη |
food.ind. | benzyl alcohol | βενζομεθανόλη |
food.ind. | benzyl alcohol | α-υδροξυτολουόλιο |
food.ind. | benzyl alcohol | φαινυλομεθυλική αλκοόλη |
food.ind. | benzyl alcohol | φαινυλομεθανόλη |
chem. | benzyl alcohol | βενζυλική αλκοόλη |
chem. | bivalent alcohol | διόλη |
med., transp. | blood alcohol concentration | μέγιστο επιτρεπόμενο ποσοστό αλκοολαιμίας |
med., transp. | blood alcohol concentration | αλκοολαιμία |
med., transp. | blood alcohol concentration | ποσοστό αλκοολαιμίας |
med., transp. | blood alcohol content | μέγιστο επιτρεπόμενο ποσοστό αλκοολαιμίας |
med., transp. | blood alcohol content | αλκοολαιμία |
med., transp. | blood alcohol content | ποσοστό αλκοολαιμίας |
med. | blood alcohol curve | καμπύλη αλκοόλης στο αίμα |
med., transp. | blood alcohol level | αλκοολαιμία |
med., transp. | blood alcohol level | μέγιστο επιτρεπόμενο ποσοστό αλκοολαιμίας |
med., transp. | blood alcohol level | ποσοστό αλκοολαιμίας |
med. | blood alcohol test | προσδιορισμός αλκοόλης στο αίμα |
med. | breath alcohol test | αλκοτέστ |
med. | breath alcohol test | αλκοολομέτρηση |
gen. | Bureau of Alcohol, Tobacco and Firearms | Γραφείο Οινοπνευματωδών, Καπνού και Πυροβόλων Οπλων |
med. | butyl alcohol | βουτανόλη |
med. | butyl alcohol | βουτυλική αλκοόλη |
chem. | caproyl alcohol | καπρονική αλκοόλη |
chem. | capryl alcohol | καπρυλική αλκοόλη |
oil | carboxylic acid with alcohol, phenol, aldehyde or ketone functions | οξέα καρβοξυλικά με ομάδα αλκοόλης, φαινόλης, αλδεΰδης η κετόνης |
pharma. | cetostearyl alcohol | κετοστεαρυλική αλκοόλη |
chem. | cetyl alcohol | κητυλική αλκοόλη |
chem. | cetyl alcohol | βιομηχανική κετυλική αλκοόλη |
chem. | cetyl stearyl alcohol | κητυλοστεατυλική αλκοόλη |
chem. | cetyl stearyl alcohol | κετυλοστεαρυλική αλκοόλη |
econ. | chemical alcohol | αλκοόλη |
tech., chem. | chromometric determination of the alcohol | οξειδωτικός προσδιορισμός της αλκοόλης |
tech., chem. | chromometric titration of the alcohol | οξειδωτικός προσδιορισμός της αλκοόλης |
chem. | cinnamyl alcohol | κινναμυλαλκοόλη |
chem. | commercial alcohol | βιομηχανικό αλκοόλ |
agric. | crude ethyl alcohol | ακατέργαστη αιθυλική αλκοόλη |
chem. | decyl alcohol | δεκυλική αλκοόλη |
agric. | degree of alcohol | κτηθείς αλκοολικός τίτλος |
chem. | dehydrated ethyl alcohol | άνυδρη αιθυλική αλκοόλη |
gen. | dehydroabietyl alcohol | αφυδροαμπιαιθυλική αλκοόλη |
IT, agric., mater.sc. | denaturated alcohol | μετουσιωμένο οινόπνευμα |
IT, agric., mater.sc. | denaturated alcohol | μετουσιωμένη αλκοόλη |
IT, agric., mater.sc. | denatured alcohol | μετουσιωμένο οινόπνευμα |
fin., polit., agric. | denatured alcohol | μετουσιωμένη αλκοόλη |
med. | determination of alcohol in breath | προσδιορισμός της αλκοόλης στην αναπνοή |
med. | determination of blood alcohol | προσδιορισμός αλκοόλης στό αίμα κατά Widmark |
med. | determination of blood alcohol after Schifferli | προσδιορισμός αλκοόλης στο αίμα κατά Schifferli |
chem. | 2, 4-Dichloro-á-pyrimidin-5-yl benzhydryl alcohol | τριαριμόλ |
chem. | dihydric alcohol | διόλη |
chem. | dihydric alcohol | διϋδρική αλκοόλη |
chem. | dihydroabietyl alcohol | διϋδροαμπιαιθυλική αλκοόλη |
agric. | diluted vinous alcohol | αλκοολούχο αμπελοοινοικό διάλυμα |
agric. | distilling of ethyl alcohol from fermented materials | παραγωγή αιθυλικής αλκοόλης μέσω ζύμωσης |
chem. | dodecyl alcohol | δωδεκυλική αλκοόλη |
polit., transp. | driving under the influence of alcohol | ανάρμοστη οδήγηση κατόπιν κατανάλωσης οινοπνεύματος |
polit., transp. | driving under the influence of alcohol | οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος |
tax., chem. | duty on isopropyl alcohol | φόρος κατανάλωσης ισοπροπυλικής αλκοόλης |
chem. | enanthyl alcohol | επτυλική αλκοόλη |
food.ind. | equivalent of 100 litres of pure alcohol | εκατόλιτρο άνυδρης αλκοόλης |
chem. | ester of fatty alcohols | εστέρας λιπαρών αλκοολών |
health., agric., anim.husb. | ether of polyglycerol and of alcohols obtained by the reduction of oleic and palmitic acids | αιθέρας της πολυγλυκερόλης και αλκοολών, παραγομένων από την αναγωγή ολεϊκών και παλμιτικών οξέων ; Ε 489 |
med. | ethyl alcohol | αιθυλική αλκοόλη |
med. | ethyl alcohol | αιθανόλη |
agric. | ethyl alcohol of agricultural origin | αιθυλική αλκοόλη γεωργικής προέλευσης |
health. | European Alcohol Action Plan | Ευρωπαϊκό πρόγραμμα αντιαλκοολικής δράσης |
health. | European Alcohol Action Plan | Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για το Αλκοόλ |
commer., polit., agric. | European Alcohol, Brandy and Spirit Union | Ευρωπαϊκή Ενωση αλκοολών, αποσταγμάτων και οινοπνευματωδών ποτών |
agric., food.ind. | European Alcohol, Brandy and Spirits Union | ένωση παραγωγών οινοπνευματωδών της EOK |
social.sc., health. | European Charter on Alcohol | Ευρωπαϊκός Χάρτης για το οινόπνευμα |
agric. | European Office for Wine, Alcohol and Spirit Drinks | Ευρωπαϊκό Γραφείο οίνων, αλκοολών και οινοπνευματωδών ποτών |
health., ed. | European School Survey Project on Alcohol and Other Drugs | ευρωπαϊκό πρόγραμμα ερευνών στον μαθητικό πληθυσμό σχετικά με το αλκοόλ και τα άλλα ναρκωτικά |
chem. | fatty alcohol | λιπαρή αλκοόλη |
chem. | fatty alcohol | λιπαρή βιομηχανική αλκοόλη |
chem. | fatty sulphonic alcohol | σουλφονωμένη λιπαρή αλκοόλη |
med. | fetal alcohol syndrome | αλκοολικό σύνδρομο εμβρύου |
med. | fetal alcohol syndrome | εμβρυικός αλκοολισμός |
chem. | fluorotelomer alcohol | φθοροτελομερής αλκοόλη |
med. | foetal alcohol syndrome | εμβρυικός αλκοολισμός |
food.ind. | fresh grape must with fermentation arrested by the addition of alcohol | γλεύκος νωπών σταφυλιών του οποίου η ζύμωση διακόπηκε με προσθήκη αλκοόλης |
environ. | fuel alcohol Alternative source of energy for motor vehicles. It is produced by fermentation of sugar cane by the yeast Saccharomyces cerevisiae | καύσιμη αλκοόλη |
environ. | fuel alcohol | καύσιμη αλκοόλη |
transp., environ., chem. | furfuryl alcohol | φουρφουρυλική αλκοόλη |
chem. | furfuryl alcohol | φουρφουριλική αλκοόλη |
agric. | grain alcohol fermentation mash | δεξαμενή ζύμωσης αλκοόλ δημητριακών |
agric. | grape must with fermentation arrested by the addition of alcohol | γλεύκος νωπών σταφυλιών του οποίου η ζύμωση ανεστάλη με την προσθήκη αλκοόλης |
agric. | grape must with fermentation arrested by the addition of alcohol | γλεύκος νωπών σταφυλιών του οποίου η ζύμωση έχει ανασταλεί με την προσθήκη αλκοόλης |
agric. | hectolitre pure alcohol | εκατόλιτρο καθαρής αλκοόλης |
agric. | hexahydric alcohol | εξαϋδροξυ αλκοόλη |
chem. | hexose alcohol | εξοζοαλκοόλη |
agric. | higher alcohol | πτητική αλκοόλη |
nat.sc., agric. | higher alcohols | ανώτερες αλκοόλες |
gen. | highly concentrated alcohol | υψηλού τίτλου αλκοόλη |
chem. | hydroabiethyl alcohol | υδροαβιαιθυλική αλκοόλη |
chem. | hydroabietyl alcohol | υδροαμπιαιθυλική αλκοόλη |
earth.sc. | hydrogen production by dissociating alcohol | παραγωγή υδρογόνου με διάσπαση αλκοόλης |
agric. | industrial alcohol | βιομηχανικό οινόπνευμα |
chem. | industrial alcohol | βιομηχανικό αλκοόλ |
mater.sc. | industrial alcohol | φωτιστικό οινόπνευμα |
industr. | industrial fatty alcohol | λιπαρή βιομηχανική αλκοόλη |
med. | interferometric determination of blood alcohol | ιντερφερομετρικός προσδιορισμός της στάθμης του οινοπνεύματος στο αίμα |
med. | International Council on Alcohol and Addictions | Διεθνές Συμβούλιο για τον Αλκοολισμό και την ECοξικομανία |
agric., chem. | isoamyl alcohol CH3.(CH2)3.CH2OH | αμυλική αλκοόλη |
chem. | iso-butyl alcohol | ισοβουτυλική αλκοόλη |
chem. | isodecyl alcohol | ισοδεκυλική αλκοόλη |
chem. | isononyl alcohol | ισοεννεϋλική αλκοόλη |
chem. | isooctyl alcohol | ισοοκτυλική αλκοόλη |
law, chem. | isopropyl alcohol | 2-προπανόλη ισοπροπυλική αλκοόλη |
med. | isopropyl alcohol | ισοπροπανόλη |
med. | isopropyl alcohol | ισοπροπυλική αλκοόλη |
chem. | lauryl alcohol | λαυριλική αλκοόλη |
gen. | lauryl alcohol | βιομηχανική δωδεκανική αλκοόλη |
chem. | lauryl myristyl alcohol | λαυρομυριστιλική αλκοόλη |
med., transp. | level of alcohol in the blood | μέγιστο επιτρεπόμενο ποσοστό αλκοολαιμίας |
med., transp. | level of alcohol in the blood | αλκοολαιμία |
med., transp. | level of alcohol in the blood | ποσοστό αλκοολαιμίας |
food.ind. | low-alcohol beer | μπύρα φτωχή σε αλκοόλη |
tech., chem. | measurement of alcohol by chemical means | χημικός προσδιορισμός αλκοόλης |
med. | methyl alcohol | μεθανόλη |
chem. | methyl alcohol | ξυλόπνευμα |
med. | methyl alcohol | μεθυλαλκοόλη |
med. | methyl alcohol | μεθυλική αλκοόλη |
chem. | myristyl alcohol | μυριστυλική αλκοόλη |
social.sc., health. | National Advisory Committee on Drugs and Alcohol | συντονιστική επιτροπή για την καταπολέμηση του αλκοολισμού και των λοιπών ναρκωτικών |
agric. | natural alcohol content | φυσικός αλκοολικός τίτλος |
agric. | natural alcohol content | περιεκτικότητα φυσικού αλκοόλ |
agric. | neutral alcohol | ουδέτερη αλκοόλη |
agric. | neutral alcohol of vinous origin | ουδέτερη αλκοόλη οινικής προέλευσης |
food.ind. | no-alcohol beer | μπύρα χωρίς αλκοόλη |
health. | nocuous action of alcohol | βλαπτική δράση του οινοπνεύματος |
agric. | non-alcohol coefficient | συντελεστής μη αλκοολικού περιεχομένου |
agric. | non-alcohol coefficient | περιεκτικότητα σε μη αλκοολικά συστατικά |
chem. | nonyl alcohol | εννεϋλική ακλοόλη |
chem. | oleyl alcohol | ελαιινική αλκοόλη |
chem. | oleyl alcohol | ελαϋλική αλκοόλη |
chem. | oleyl alcohol | βιομηχανική ελαϊκή αλκοόλη |
chem. | ordinary alcohol | αιθυλική αλκοόλη |
chem. | palmityl alcohol | παλμιτική αλκοόλη |
chem. | pelargonic alcohol | πελαργοντική αλκοόλη |
chem. | phenylethyl alcohol | φαινυλαιθυλική αλκοόλη |
food.ind. | phenylmethyl alcohol | α-υδροξυτολουόλιο |
food.ind. | phenylmethyl alcohol | βενζομεθανόλη |
food.ind. | phenylmethyl alcohol | βενζυλική αλκοόλη |
food.ind. | phenylmethyl alcohol | φαινυλομεθανόλη |
food.ind. | phenylmethyl alcohol | φαινυλοκαρβινόλη |
food.ind. | phenylmethyl alcohol | φαινυλομεθυλική αλκοόλη |
chem. | pinacholyl alcohol | πινακολυλική αλκοόλη |
chem. | pinacholyl alcohol | πινακολική αλκοόλη |
chem. | pinacolyl alcohol | πινακολική αλκοόλη |
chem. | pinacolyl alcohol | πινακολυλική αλκοόλη |
chem. | polyfurfuryl alcohol | πολυφουρφουρυλική αλκοόλη |
chem. | polyhydric alcohol | πολυόλη |
chem. | polyvalent alcohol | γλυκαντική ύλη μη ζαχαρούχος |
chem. | polyvalent alcohol | πολυαλκοόλη |
chem. | polyvinyl alcohol | πολυβινυλική αλκοόλη |
industr., construct. | polyvinyl alcohol fibre | ίνα πολυβινυλικής αλκοόλης |
agric. | potable alcohol | πόσιμη αλκοόλη |
gen. | potable alcohol | πόσιμη αλκοόλη; αλκοόλη που προορίζεται ή είναι κατάλληλη για την ανθρώπινη κατανάλωση |
agric. | potential alcohol content | πιθανός αλκοολικός βαθμός |
agric. | potential alcohol content | δυναμικός αλκοολικός τίτλος |
agric. | premium per degree of alcohol and per litre of must | επιδότηση ανά βαθμό οινοπνεύματος και ανά λίτρο γλεύκους |
chem. | primary aliphatic alcohol | πρωτογενής αλιφατική αλκοόλη |
industr., construct., chem. | product derived from polyvinyl alcohol | προϊόν με βάση την πολυβινυλική αλκοόλη |
agric. | programme for the disposal of stocks of vinous alcohol | πρόγραμμα διάθεσης των αποθεμάτων οινικής αλκοόλης |
chem. | propyl alcohol | προπαν-1-όλη |
chem. | propyl alcohol | προπανο-1-όλη |
chem. | propyl alcohol | προπυλική αλκοόλη |
agric., food.ind., chem. | pure alcohol | καθαρή αλκοόλη |
gen. | raw alcohol for burning | σπίρτο |
gen. | raw alcohol for burning | οινόπνευμα |
agric. | rectified alcohol | ανακαθαρισμένη αλκοόλη |
gen. | resin alcohol | ρητινική αλκοόλη |
agric. | saturated monohydric alcohol | μονοαλκοόλη κορεσμένη |
chem. | solidified alcohol | στερεοποιημένο οινόπνευμα |
chem. | stearyl alcohol | στεατυλική αλκοόλη |
chem. | stearyl alcohol | στεαρυλική αλκοόλη |
chem. | sulphated alcohol ethoxylate | σουλφονικός αλκοολαιθοξυλεστέρας |
oil, chem. | tert-butyl alcohol | τριτοταγής βουτυλική αλκοόλη |
gen. | tetrahydroabietyl alcohol | τετραϋδροαμπιαιθυλική αλκοόλη |
chem. | tetrahydrofurfuryl alcohol | τετραϋδροφουρφουρυλική αλκοόλη |
agric. | total alcohol content | συνολικός βαθμός οινοπνεύματος |
agric. | total alcohol content | ολικός βαθμός |
agric. | total alcohol content | ολικός αλκοολικός βαθμός |
agric. | total alcohol content | ολικός αλκοολικός τίτλος |
chem. | tridecyl alcohol | δεκατριυλική αλκοόλη |
agric., chem. | vinous alcohol | αλκοόλη οινικής προέλευσης |
agric., chem. | vinous alcohol | αλκοόλη οινικής προελεύσεως |
agric., chem. | vinous alcohol | οινική αλκοόλη |
chem. | vinyl alcohol | βινυλική αλκοόλη |
med. | vitamin A₂ alcohol | ρετινόλη 2 |
med. | vitamin A₂ alcohol | βιταμίνη A₂ |
med. | vitamin A₁ alcohol | ρετινόλη |
med. | vitamin A₁ alcohol | βιταμίνη A₁ |
med. | vitamin A₂ alcohol | διυδρορετινόλη |
med. | vitamin A alcohol | βιταμίνη A₁ |
med. | vitamin A alcohol | ρετινόλη |
agric., chem. | wine alcohol | αλκοόλη οινικής προέλευσης |
agric., chem. | wine alcohol | αλκοόλη οινικής προελεύσεως |
agric., chem. | wine alcohol | οινική αλκοόλη |
chem. | wood alcohol | μεθανόλη |
chem. | wood alcohol | μεθυλική αλκοόλη |
chem. | wood alcohol | ξυλόπνευμα |
chem. | wool alcohol | αλκοόλη λανολίνης |
pharma. | wool alcohols | αλκοόλες λανολίνης |
gen. | Working Party on Wines and Alcohol Spirit Drinks | Ομάδα "Οίνοι και αλκοόλες" Αλκοολούχα ποτά |