Subject | English | Greek |
gen. | a wrongful act or omission on the part of the Community in the performance of its functions | υπηρεσιακό πταίσμα της Kοινότητος |
med. | ability to perform the sexual act | σεξουαλική ικανότης |
law, h.rghts.act. | Abolition of Racially Based Land Measures Act | Νόμος για την κατάργηση των διατάξεων περί εγγείου ιδιοκτησίας που βασίζονται σε φυλετικά κριτήρια |
law | Accelerated Procedure Act | νόμος για την ταχύτερη εκτέλεση |
fin. | Act/Act convention | βάση Act/Act |
fin. | Act/Act convention | Actual/Actual"Πραγματικό/Πραγματικό" |
law | act adopted as implementation thereof | πράξη που θεσπίζεται για την εκτέλεση |
law | act adversely affecting | βλαπτική πράξη |
law | act adversely affecting an official | βλαπτική πράξη |
law | Act amending the Protocol on the Statute of the European Investment Bank, empowering the Board of Governors to establish a European Investment Fund | Πράξη για την τροποποίηση του Πρωτοκόλλου περί του καταστατικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με την οποία εξουσιοδοτείται το Συμβούλιο των διοικητών να ιδρύσει Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων |
gen. | to act as a price leader | έχω καθοριστικό ρόλο στο θέμα των τιμών |
law | to act as a representative in trade mark matters | ενεργώ ως πληρεξούσιος σε θέματα σημάτων |
fin. | to act as guarantor | παρέχω εγγύηση |
busin., labor.org. | to act as paying agents | εξασφαλίζω τις χρηματοδοτικές υπηρεσίες χρηματοδοτικού οργανισμού |
nat.sc. | to act as pressure containment | το επενεργείν ως προστατευτικό περίβλημα έναντι πιέσεως |
econ., market. | to act as reinsurer | ενεργώ ως αντασφαλιστής |
fin. | to act as standby underwriter for an issue | εγγυώμαι την κανονική περάτωση της έκδοσης |
law | act committed inside the premises occupied by Community institutions | περιστατικό που διαπράττεται στο εσωτερικό των κτιρίων που καταλαμβάνουν τα κοινοτικά όργανα |
gen. | Act concerning the Conditions of Accession and the Adjustments to the Treaties | Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως και των προσαρμογών των συνθηκών |
gen. | Act concerning the conditions of accession of the Hellenic Republic and the adjustments to the Treaties | Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των συνθηκών |
law | Act concerning the conditions of accession of the Kingdom of Norway, the Republic of Austria, the Republic of Finland and the Kingdom of Sweden and the adjustments to the Treaties on which the European Union is founded | Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως του Βασιλείου της Νορβηγίας, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ενωση |
law | Act concerning the conditions of accession of the Kingdom of Spain and the Portuguese Republic and the adjustments to the Treaties | Πράξη για τους όρους προσχώρησης του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και για τις προσαρμογές των συνθηκών |
gen. | Act concerning the election of the members of the European Parliament by direct universal suffrage | Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία |
gen. | Act concerning the election of the representatives of the Assembly by direct universal suffrage | Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία |
law, social.sc. | Act concerning the Housing Allowance for Pensioners | νόμος περί επιδόματος στεγάσεως συνταξιούχων |
law, social.sc. | Act concerning the Housing Allowance for Pensioners | νόμος περί επιδόματος στέγης για συνταξιούχους |
immigr. | act contrary to the purpose and principles of the UN | ενέργεια αντίθετη προς τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών |
law | act done for experimental purposes | ενέργεια που γίνεται για πειραματικούς σκοπούς |
law | act done privately | ιδιωτική ενέργεια |
law | act drawing up the Protocol | πράξη για την κατάρτιση του πρωτοκόλλου |
law, social.sc. | Act governing pensions for certain employed artists and journalists | νόμος περί συντάξεων ορισμένων μισθωτών καλλιτεχνών και δημοσιογράφων |
law | Act governing Work under Increased Atmospheric Pressure | νόμος σχετικά με εργασίες με χρήση πεπιεσμένου αέρα |
law | to act impartially | ενεργώ αμερόληπτα |
law | to act in a sovereign capacity | ενεργώ κυρίαρχα |
econ., fin. | to act in a trust capacity | ενεργώ ως καταπιστευματοδόχος |
law | to act in one's own name and on one's own behalf | ενεργώ εξ ιδίου ονόματος και για ίδιο λογαριασμό |
law | to act in the exercise of the powers of a public authority | ενεργώ στα πλαίσια της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας |
law | act inter vivos | δικαιοπραξία μεταξύ ζώντων |
insur. | act liability only | κάλυψη αστικής ευθύνης αυτοκινήτου |
fin. | act made in implementation of the Treaties | πράξη που εκδίδεται κατ'εφαρμογή των συνθηκών |
law | act of acceptance | όργανο αποδοχής |
law | act of acceptance | πράξη αποδοχής |
law | Act of Accession | Πράξη Προσχώρησης |
gen. | Act of Accession | πράξη προσχώρησης |
agric. | act of accreditation | εγκριτική πράξη |
law | act of administration | διοικητική πράξη |
gen. | act of administrative importance | σημαντική δοικητική πράξη |
law | act of approval | όργανο εγκρίσεως |
law | act of approval | έγγραφο εγκρίσεως |
law | act of codification | πράξη κωδικοποίησης |
law | act of corruption | πράξη δωροδοκίας |
fin. | act of delegation | εξουσιοδότηση |
fin. | act of delegation | πράξη μεταβίβασης των εξουσιών |
fin. | act of delegation | μεταβίβαση αρμοδιοτήτων |
fin. | act of delegation | πράξη μεταβίβασης εξουσιών |
min.prod. | act of depredation | πράξη διαρπαγής |
polit., law | act of general application | νομοθετική πράξη γενικής ισχύος |
law | act of God | περίπτωση ανωτέρας βίας (force majeure) |
law | act of God | ανωτέρα βία (force majeure) |
law, busin., labor.org. | act of incorporation | συστατική πράξη |
law | act of infringement | πράξη παραποίησης |
law | act of infringement | πράξη απομίμησης |
insur. | act of insurance contracts | νόμος περί συμβάσεως ασφαλίσεως |
law | act of intimidation | ενέργεια εκφοβισμού |
law | act of legal importance | σημαντική νομική πράξη |
law | act of merchant | εμπορική πράξη |
law | act of notification of the approval of an agreement | πράξη γνωστοποίησης της έγκρισης μιας συμφωνίας |
gen. | Act of notification of the Conclusion of the Convention | έγγραφο κοινοποίησης της σύναψης της Σύμβασης |
law, h.rghts.act., social.sc. | act of paedophilia | πράξη παιδεραστίας |
immigr. | act of persecution | πράξεις δίωξης |
immigr. | act of persecution | πράξη δίωξης |
law | act of propaganda | προπαγανδιστική ενέργεια |
law | act of reproduction for the purposes of making citations | αναπαραγωγή για την παράθεση παραδειγμάτων |
law | act of reproduction for the purposes of teaching | αναπαραγωγή στα πλαίσια διδασκαλίας |
law, crim.law. | act of terrorism | πράξη τρομοκρατίας |
law | act of terrorism | τρομοκρατική ενέργεια |
commer., patents. | act of unfair competition | πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού |
law | act of violence | πράξη βίας |
law | act of violence against the life | πράξη βίας στρεφόμενη κατά της ζωής |
gen. | act of violence with racist overtone | πράξη βίας ρατσιστικής φύσεως |
gen. | act of violence with racist overtone | βιαιοπραγία ρατσιστικής φύσεως |
law, environ. | act of wrong-doing | παράνομη άδικη πράξη |
law, social.sc. | Act on accident compensation for persons having assisted in performing official duties | νόμος περί αποζημιώσεως κατά ατυχήματος για πρόσωπα που εκτελούν δημόσια καθήκοντα σε ορισμένες περιπτώσεις |
law, social.sc. | Act on assistance in the enterprise | νόμος σχετικά με την υποστήριξη στις επιχειρήσεις |
law | Act on Compressed-Air Work | νόμος σχετικά με εργασίες με χρήση πεπιεσμένου αέρα |
law, social.sc., lab.law. | Act on continued payment of remuneration | νόμος σχετικά με τη συνεχή καταβολή των μισθών |
law, social.sc., lab.law. | Act on continued payment of remuneration | νόμος περί συνεχούς καταβολής αμοιβών |
law, social.sc., lab.law. | Act on continued payment of wages | νόμος σχετικά με τη συνεχή καταβολή των μισθών |
law, social.sc., lab.law. | Act on continued payment of wages | νόμος περί συνεχούς καταβολής αμοιβών |
gen. | Act on Farmers' Employment Accident Insurance | νόμος περί ασφαλίσεως ατυχημάτων γεωργών |
law | Act on giving ballroom dancing lessons | νόμος της Βιέννης περί σχολών χορού |
law | Act on giving ballroom dancing lessons | νόμος περί της παροχής εκπαίδευσης σε κοινωνικούς χορούς |
law, social.sc. | Act on heavy night work | νόμος σχετικά με τη βαρειά νυκτερινή εργασία |
law, social.sc. | Act on heavy night work | νόμος περί βαριάς νυκτερινής εργασίας |
law, social.sc. | Act on heavy work during nighttime | νόμος περί βαριάς νυκτερινής εργασίας |
law, social.sc. | Act on heavy work during nighttime | νόμος σχετικά με τη βαρειά νυκτερινή εργασία |
law, hobby | Act on lotteries | πράξη περί λαχειοφόρων αγορών |
law, social.sc. | Act on lump-sum compensation paid under employment accident insurance | νόμος περί κατ'αποκοπήν αποζημιώσεως που καταβάλλεται δυνάμει ασφαλίσεως εργατικών ατυχημάτων κατά την εργασία |
law, social.sc. | Act on medical care establishments | νόμος περί νοσηλευτικών ιδρυμάτων |
law, tax., transp. | Act on motorised vehicles tax | νόμος περί φορολογίας μηχανοκίνητων οχημάτων |
law, social.sc. | Act on parental leave allowances | νόμος περί αδείας μητρότητος |
law, social.sc., health. | Act on rehabilation services provided by the national pensions institution | νόμος περί υπηρεσιών αποκατάστασης που παρέχονται από τον οργανισμό εθνικών συντάξεων |
law, social.sc. | Act on sickness and accident insurance for civil servants | νόμος σχετικά με την ασφάλιση ασθενείας και ατυχημάτων των δημοσίων υπαλλήλων |
law, social.sc. | Act on social insurance of notaries | νόμος σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση των συμβολαιογράφων |
law, social.sc. | Act on social insurance of notaries | νόμος περί κοινωνικής ασφαλίσεως των συμβολαιογράφων |
law, social.sc. | Act on special benefits for older unemployed persons | νόμος σχετικά με τις ειδικές παροχές για τα άνεργα ηλικιωμένα άτομα |
law, social.sc. | Act on special benefits for older unemployed persons | νόμος περί ειδικού βοηθήματος σε ηλικιωμένους ανέργους |
law, fin. | Act on State guarantees for risk capital | νόμος για τις κρατικές εγγυήσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων |
law, transp., environ. | Act on Surveillance and Control of Transboundary Transportation of Wastes | νόμος περί μεταφοράς αποβλήτων |
law, social.sc., health. | Act on the federal care allowance | ομοσπονδιακός νόμος για τα επίδοματα μέριμνας |
law, social.sc., health. | Act on the federal care allowance | νόμος σχετικά με το ομοσπονδιακό επίδομα |
law, social.sc., health. | Act on the federal care allowance | Ομοσπονδιακός Νόμος ειδικής φροντίδας |
law, tax., transp. | Act on the taxation of passenger cars and motorised vehicles | νόμος περί φορολογίας των ιδιωτικών αυτοκινήτων και μηχανών |
law, commun. | Act on the telecommunications facilities | νόμος για τις εγκαταστάσεις τηλεπικοινωνιών |
law, social.sc. | Act on unemployment insurance | νόμος σχετικά με την ασφάλιση ανεργίας |
law, social.sc. | Act on unemployment insurance | νόμος περί ασφαλίσεως ανέργων |
law | act performed | τελεσθείσα πράξη |
law | act provisionally | ενεργώ προσωρινά |
gen. | act referred to the Court | πράξη που προσβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου |
gen. | act relating to day-to-day management | πράξη τρέχουσας διαχείρισης |
patents. | Act revising Article 63 of the Convention on the grant of European Patents European Patent Convention of 5 October 1973 | Πράξη αναθεώρησης του άρθρου 63 της Σύμβασης για τη χορήγηση Ευρωπαϊκών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας της 5ης Οκτωβρίου 1973 |
patents. | Act revising the Convention on the Grant of European Patents | Πράξη αναθεώρησης της Σύμβασης για τη χορήγηση των ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law | act the validity or interpretation of which is in dispute | πράξη της οποίας το κύρος ή η ερμηνεία αμφισβητείται |
law | act unanimously | ομοφώνως |
med. | act which offends human dignity | ενέργεια που προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια |
fin. | to act within the stipulated period | αποφασίζω εντός ορισμένης προθεσμίας |
law | action for failure to act | προσφυγή κατά παραλείψεως |
econ. | action for failure to act | προσφυγή επί παραλείψει |
law | action for failure to act | αίτηση παραλείψεως |
law | acts of brokerage deception | παραπλάνηση σε χρηματιστηριακές πράξεις |
health. | acts of God | θεομηνία |
law, min.prod. | acts of piracy | πράξη πειρατείας |
law | acts of violence | βιαιοπραγίες |
law | administrative act | διοικητική διάταξη |
law | administrative act | διοικητική πράξη |
gen. | administrative union act | νόμος περί διοικητικών ενώσεων |
gen. | to adopt an act | έκδοση πράξεως |
law, food.ind. | Alcohol Act | νόμος περί οινοπνευματωδών ποτών |
law, immigr. | Alien's Act | νόμος για τη μετανάστευση |
law | American Service members' Protection Act | αμερικανικό σχέδιο νόμου για την προστασία του προσωπικού των ΗΠΑ |
law, health., agric. | Animal Health Act | νόμος περί υγείας των ζώων |
econ. | any member of the Council may act on behalf of not more than one other member | κάθε μέλος του Συμβουλίου δύναται να αντιπροσωπεύσει ένα μόνο από τα λοιπά μέλη |
law | application for failure to act | αίτηση παραλείψεως |
law | application for failure to act | προσφυγή κατά παραλείψεως |
law, social.sc. | Armed Forces Pensions Act | νόμος περί κοινωνικής προνοίας για τις ένοπλες δυνάμεις |
law | artists' social security contribution act | νόμος σχετικά με τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης για τους καλλιτέχνες |
law | As regards Cyprus, this INSTRUMENT constitutes an act building upon, or otherwise related to, the Schengen acquis within the meaning of Article 3 of the 2003 Act of Accession. | Όσον αφορά την Κύπρο, το παρόν η παρούσα πράξη συνιστά πράξη που βασίζεται στο κεκτημένο του Σένγκεν ή που συνδέεται με αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παρ. 2, της πράξης προσχώρησης του 2003. |
law | associate authorized to act on behalf of the firm | εταίρος με εξουσία αντιπροσώπευσης της εταιρείας |
med. | atypical act | συμπεριφορά ξένη προς την προσωπικότητά του |
med. | atypical act | άτυπος ενέργεια |
law, bank. | banking act | τραπεζικός νόμος |
fin., econ. | basic act | βασική πράξη |
polit. | basic legislative act | βασική νομοθετική πράξη |
gen. | basic sectoral act | βασικές κατά τομείς πράξεις |
fin. | basic sectoral acts | βασικές κατά τομείς πράξεις |
fin. | to be empowered to act as a representative | έχω πληρεξουσιότητα |
law, food.ind. | Beer Act | νόμος περί μπύρας |
gen. | binding act | πράξη που συνεπάγεται νομική δέσμευση |
law | binding act | πράξη που συνεπάγεται νομική δέσμευση; πράξη με δεσμευτικό χαρακτήρα ; πράξη με δεσμευτικό αποτέλεσμα |
gen. | binding act | πράξη με δεσμευτικό χαρακτήρα |
law, h.rghts.act. | Black Communities Development Act | Nόμος σχετικός με την ανάπτυξη των μαύρων κοινοτήτων |
econ., fin. | bodies authorised to act as counterparties | οι φορείς οι εξουσιοδοτημένοι να ενεργούν ως αντισυμβαλλόμενοι |
fin. | body authorised to act as "counter party" | οργανισμός εξουσιοδοτημένος να ενεργεί ως αντισυμβαλλόμενος |
law, social.sc. | Bridging Benefits Act | νόμος περί πρόωρης συνταξιοδότησης |
law, commun. | Broadcasting Act | νόμος για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις |
law, patents. | capacity to act | νομική ικανότητα; ικανότητα δικαίου |
law | capacity to act | νομική ικανότητα |
gen. | capacity to perform legal acts | δικαιοπρακτική ικανότητα |
law | cases in which the same relief is sought, the same issue of interpretation is raised or the validity of the same act is called in question | υποθέσεις έχουσες το ίδιο αντικείμενο, εγείρουσες το ίδιο ζήτημα ερμηνείας ή στο πλαίσιο των οποίων αμφισβητείται το κύρος της ιδίας πράξεως |
agric. | Cattle and Swine Act | Πράξη για τα βοειδή και χειροειδή |
environ. | chemicals act | νόμος νομοθεσία περί χημικών ουσιών |
law, chem. | Chemicals Act | νόμος σχετικά με τα χημικά προϊόντα |
law, social.sc. | Child Benefit Act | νόμος περί επιδόματος τέκνων |
law, social.sc. | Child-Care Allowance Act | νόμος περί επιδόματος τέκνου |
law, social.sc. | Child-Care Allowance Act | νόμος περί επιδομάτων τέκνου |
law, fish.farm. | Coastal Fisheries Protection Act | Νόμος για την προστασία της παράκτιας αλιείας |
law, fish.farm. | Coastal Fisheries Protection Act | Πράξη για την Προστασία της Παράκτιας Αλιείας |
law | codifying act | πράξη κωδικοποίησης |
law | codifying act | νόμος που κωδικοποίησε |
law | commercial act | εμπορική πράξη |
polit. | Committee on implementation of Protocol No 9 of the Act of Accession of Austria to the European Union concerning transit by road and rail and combined transport Ecopoints | Επιτροπή για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου 9 της πράξης προσχώρησης της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τις οδικές, σιδηροδρομικές και συνδυασμένες μεταφορές Écopoints |
law | Commodity Act | κώδικας εμπορεύσιμων ειδών |
environ. | Community act | πράξη της Κοινότητας |
environ. | Community act | κοινοτική πράξη |
law | Community act | πράξη της Ένωσης |
obs., law | Community act | κοινοτικό νομοθετικό μέσο |
law | Compensation Act | νόμος περί αντιστάθμισης |
law, fin. | Competition Protection Act | νομοθεσία περί προστασίας του ανταγωνισμού |
law, h.rghts.act. | Comprehensive Anti-Apartheid Act | Γενικός Νόμος κατά του Απαρτχάιντ |
law | confirmatory act | επιβεβαιωτική πράξη |
gen. | constituent element of a criminal act | στοιχεία του εγκλήματος |
law | contestable act | πράξη δεκτική προσφυγής |
polit., law | contested act | προσβαλλόμενη πράξη |
coal. | Continental Shelf Mining Act | μεταλλευτικός vόμoς για τηv υφαλoκρηπίδα |
construct., crim.law. | Council act drawing up the Convention based on Article K.3 of the Treaty on European Union, on the establishment of a European Police Office Europol | Πράξη του Συμβουλίου για την κατάρτιση της Σύμβασης για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας Σύμβαση Europol δυνάμει του άρθρου Κ 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση |
fin. | Council Act drawing up the Convention on the Protection of the European Communities' financial interests | Πράξη του Συμβουλίου για την κατάρτιση της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
gen. | Council failing to act | παράλειψη του Συμβούλιου |
law, social.sc. | Crime Victims Compensation Act | Νόμος για την αποζημίωση θυμάτων |
fin., polit. | customs act | τελωνειακός κώδικας |
commer., polit., oil | D'Amato Act | νόμος περί επιβολής κυρώσεων στο Ιράν και τη Λιβύη; νόμος Ντ' Αμάτο |
law | to decide on the omitted act | αποφασίζω για τη μη διενεργηθείσα πράξη |
fin. | Declaration by the European Parliament, the Council and the Commission of 6 March 1995 on the incorporation of financial provisions into legislative act | Δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 6ης Μαρτίου 1995 σχετικά με την εγγραφή δημοσιονομικών διατάξεων στις νομοθετικές πράξεις |
polit., law | to declare an act to be void | κηρύσσω μια πράξη άκυρη; κηρύσσω άκυρο |
law | declare an act void | κηρύσσω μια πράξη άκυρη |
law | delegated act | πράξη κατ' εξουσιοδότηση |
law | deliberation on legislative acts | σύσκεψη επί νομοθετικής πράξης |
law | deliberation on legislative acts | νομοθετικές διαβουλεύσεις |
polit. | Directorate for Legislative Acts | Διεύθυνση Νομοθετικών Πράξεων |
gen. | Directorate for Parliamentary Acts | Διεύθυνση Κοινοβουλευτικών Πράξεων |
law, social.sc. | Disability Allowance Act | νόμος περί επιδόματος αναπηρίας |
law, social.sc. | Disability Allowance Act | νόμος περί επιδομάτων αναπηρίας |
law, sec.sys. | Disability Living Allowance and Disability Working Allowance Act | νόμος για το επίδομα επιβίωσης αναπήρων και το επίδομα εργασίας αναπήρων |
gen. | disaster act | νόμος περί καταστροφών |
law | double criminality of the act | διττό αξιόποινο της πράξης |
polit. | draft legislative act | σχέδιο νομοθετικής πράξης |
law | duty to act impartially | υπηρεσιακή υποχρέωση του υπαλλήλου να είναι αδέκαστος |
gen. | duty to act in good faith | καθήκον πίστεως |
law, agric. | Egg Products Inspection Act | νόμος για την επιθεώρηση των προϊόντων των αυγών |
law, commun. | Electronic Communications Act 2000 | νόμος περί ηλεκτρονικών επικοινωνιών |
law, social.sc. | Employees' Pensions Act | νόμος περί συνταξιοδότησης εργαζομένων |
law, social.sc. | Employees' Pensions Act | νόμος περί συντάξεων εργαζομένων |
law, fin., social.sc. | Employment Accident Insurance Act | νόμος ασφαλίσεως ατυχημάτων κατά την εργασία |
law, social.sc., lab.law. | Employment Promotion Act | νόμος περί ενισχύσεως της απασχολήσεως |
law, environ. | Environmental State Aid Act | νόμος περί περιβαλλοντικών ενισχύσεων |
econ. | EU act | πράξη της ΕΕ |
econ. | European Innovation Act | Ευρωπαϊκός νόμος για την καινοτομία |
law, fin., social.sc. | Evangelical-Lutheran Church Pensions Act | νόμος περί συντάξεων της ευαγγελικής-λουθηρανικής εκκλησίας |
law, fin. | Export Market Development Grants Act | νόμος περί παροχής επιχορηγήσεων για την ανάπτυξη των εξαγωγικών αγορών |
law | fail to act | παραλείπω να αποφασίσω |
law | failure to act | παράλειψη |
law, social.sc. | Family Allowance Act | νόμος περί οικογενειακών παροχών |
gen. | Farmers' Accident Insurance Act | νόμος περί ασφαλίσεως ατυχημάτων γεωργών |
gen. | Farmers' Pensions Act | νόμος περί συντάξεων γεωργών |
law, social.sc., health. | Federal Act on General Social Insurance | ομοσπονδιακός νόμος περί γενικής κοινωνικής ασφαλίσεως |
law, social.sc., health. | Federal Act on General Social Insurance | Ομοσπονδιακός Νόμος περί Γενικής Κοινωνικής Ασφάλισης |
law, health., agric. | Federal Act on Social Insurance for Farmers | ομοσπονδιακός νόμος για την κοινωνική ασφάλιση των γεωργών |
law, health., agric. | Federal Act on Social Insurance for Farmers | Ομοσπονδιακός Νόμος περί Κοινωνικής Ασφαλίσεως Γεωργών |
law, fin., health. | Federal Act on Social Insurance for Persons engaged in Trade and Commerce | Ομοσπονδιακός Νόμος περί Κοινωνικής Ασφαλίσεως Εμπόρων |
law, fin., health. | Federal Act on Social Insurance for Persons engaged in Trade and Commerce | ομοσπονδιακός νόμος για την κοινωνική ασφάλιση των προσώπων που απασχολούνται στο εμπόριο και τις συναλλαγές |
law, social.sc. | Federal Act on social security for self-employed persons | νόμος περί κοινωνικής ασφαλίσεως ελευθέρων επαγγελματιών |
social.sc. | Federal Act on the granting of social assistance | ομοσπονδιακός νόμος για την κοινωνική πρόνοια |
law | federal act on the prevention of contagious diseases | ομοσπονδιακός νόμος για την προφύλαξη από μεταδοτικά νοσήματα |
law | federal assistance act on pensions to war victims | νόμος ομοσπονδιακής πρόνοιας |
law, social.sc., health. | Federal Care Allowance Act | ομοσπονδιακός νόμος για τα επίδοματα μέριμνας |
law, social.sc., health. | Federal Care Allowance Act | νόμος σχετικά με το ομοσπονδιακό επίδομα |
law, social.sc., health. | Federal Care Allowance Act | Ομοσπονδιακός Νόμος ειδικής φροντίδας |
law, chem. | Federal Food, Drug, and Cosmetic Act | Ομοσπονδιακός νόμος περί τροφίμων, φαρμάκων και καλλυντικών |
environ. | Federal Immission Control Act | ομοσπονδιακός νόμος περί ελέγχου των οχλήσεων |
law, agric., chem. | Federal Insecticide, Fungicide and Rodenticide Act | Ομοσπονδιακός νόμος περί εντομοκτόνων, μυκητοκτόνων και τρωκτικοκτόνων |
law, transp. | federal railways act | ομοσπονδιακός νόμος περί σιδηροδρόμων |
law, commun. | Film Industry Support Act | νόμος για την ενίσχυση της κινηματογραφικής βιομηχανίας |
gen. | Final Act | Τελική Πράξη |
law, interntl.trade. | Final Act embodying the results of the Uruguay Round of Multilateral Trade Negotiations | Τελική Πράξη που περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του Γύρου της Ουρουγουάης |
gen. | Final Act of the Conference on Security and Cooperation in Europe | Τελική Πράξη του Ελσίνκι |
gen. | Final Act of the Conference on Security and Cooperation in Europe | Τελική Πράξη της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη |
law | Final act of the European Energy Charter Conference | Τελική Πράξη της Διάσκεψης του Ευρωπαϊκού Χάρτη Ενέργειας |
energ.ind., polit. | Final Act of the European Energy Charter Conference | Τελική Πράξη της Διάσκεψης του Ευρωπαϊκού Χάρτη Ενέργειας |
fin. | Finance Act | νόμος του προϋπολογισμού |
fin. | Finance Act | νομοθεσία κατανομής δημόσιων πιστώσεων |
fin., econ. | finance act | νόμος περί προϋπολογισμού |
econ. | finance act | δημοσιονομικός νόμος |
law, fin. | Financial Market Promotion Act | νόμος για την προώθηση της χρηματοπιστωτικής αγοράς |
law, hobby | Finnish Act on amusement machines | πράξη σχετικά με τις μηχανές ψυχαγωγίας |
law, chem. | Food, Drug, and Cosmetic Act | Ομοσπονδιακός νόμος περί τροφίμων, φαρμάκων και καλλυντικών |
econ. | Foreign Account Tax Compliance Act | νόμος για την επιβολή φορολογίας στους λογαριασμούς της αλλοδαπής |
law | Foreign Sovereign Immunities Act | νόμος περί ετεροδικίας αλλοδαπών κρατών |
law | Founding Act on Mutual Relations, Cooperation and Security between NATO and the Russian Federation | Ιδρυτική Πράξη αμοιβαίων σχέσεων, συνεργασίας και ασφάλειας μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας |
law, h.rghts.act. | Freedom of Information Act | Νόμος σχετικά με την Ελευθερία της Πληροφορίας |
patents. | Geneva Act | νέα πράξη του διακανονισμού της Χάγης |
patents. | Geneva Act of the Hague Agreement concerning the International Registration of Industrial Designs | νέα πράξη του διακανονισμού της Χάγης |
law, h.rghts.act. | Group Areas Act | Nόμος περί ζωνών κατοικίας |
gen. | Group Areas Act | νόμος σχετικά με τις χωριστές ζώνες ή τους χωριστούς τόπους κατοικίας |
patents. | Hague Act | Πράξη της Χάγης του Διακανονισμού της Χάγης για τη διεθνή καταχώριση των βιομηχανικών σχεδίων και υποδειγμάτων |
patents. | Hague Act | Πράξη της Χάγης |
patents. | Hague Act of the Hague Agreement concerning the International Deposit of Industrial Designs | Πράξη της Χάγης του Διακανονισμού της Χάγης για τη διεθνή καταχώριση των βιομηχανικών σχεδίων και υποδειγμάτων |
patents. | Hague Act of the Hague Agreement concerning the International Deposit of Industrial Designs | Πράξη της Χάγης |
law, health. | Health Act | νόμος περί υγείας |
law, social.sc., health. | Health Insurance Act | νόμος περί ταμείων υγείας |
gen. | Helsinki Final Act | Τελική Πράξη της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη |
law | Helsinki Final Act | τελική πράξη του Ελσίνκι |
gen. | Helsinki Final Act | Τελική Πράξη του Ελσίνκι |
law | hierarchy of Community acts | Ιεράρχηση των κοινοτικών πράξεων |
law | hierarchy of Community acts | ιεράρχηση των κοινοτικών πράξεων |
law, fin. | Hungarian Act LVII of 1996 on the Prohibition of Unfair and Restrictive Market Practices | ουγγρικός νόμος LVII 1996 για την απαγόρευση των αθέμιτων και περιοριστικών εμπορικών πρακτικών |
law | if one of the two institutions fails to approve the proposed act, it shall be deemed not to have been adopted | αν δεν υπάρξει έγκριση εκ μέρους ενός από τα δύο όργανα,θεωρείται ότι η προτεινόμενη πράξη δεν εγκρίθηκε |
gen. | if one of the two institutions fails to approve the proposed act, it shall be deemed not to have been adopted | αν δεν υπάρξει έγκριση εκ μέρους ενός από τα δύο όργανα, θεωρείται ότι η προτεινόμενη πράξη δεν εγκρίθηκε |
polit. | if the institution has been called upon to act | εάν το αρμόδιο όργανο κληθεί να ενεργήσει |
law | illegal act | παράνομη πράξη |
law | illegality of an act of a Community institution | το παράνομο μιας πράξεως ενός κοινοτικού οργάνου |
med. | imperative act | παρορμητική ενέργεια |
law | implementing act | εκτελεστική πράξη |
med. | impulsive act | παρορμητική ενέργεια |
law, immigr., patents. | in the act | επ'αυτοφόρω |
tax. | Income Tax Acts | νομοθεσία για τη φορολογία εισοδήματος |
law | Indemnification and Compensation Act | νόμος περί αποζημιώσεων και αντισταθμιστικών πληρωμών |
econ. | Industrial Organization Act | vόμoς για τηv επαγγελματική oργάvωση |
law, transp. | Inland Waterways Disaster Act | νομοθεσία ατυχημάτων εσωτερικής ναυσιπλοϊας |
gov., law | insulting or defamatory act or utterance | εξύβριση, δυσφήμηση έργω ή λόγω |
gen. | insulting or defamatory act or utterance | προσβολή, εξύβριση, δυσφήμηση |
insur. | Insurance Companies Act 1958/67 | νόμοι του 1958/67 περί ασφαλιστικών εταιριών |
insur. | insurance contract Act | νόμος περί ασφαλιστηρίων συμβολαίων |
insur. | insurance operations act | νόμος περί εφαρμογής ασφαλίσεων |
law | interest to act | έννομο συμφέρον |
law | Internal Security Act | νόμος περί εσωτερικής ασφάλειας |
law, fin. | International Emergency Economic Powers Act | Νόμος περί οικονομικών εξουσιών σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης με διεθνή διάσταση |
law | interpretation of statutes of bodies established by an act of the Council | ερμηνεία των καταστατικών των οργανισμών που ιδρύθηκαν με πράξη του Συμβουλίου |
law | invitation to act | πρόσκληση πρoς αvάληψη ενεργειών |
commer., polit., oil | Iran and Libya Sanctions Act | νόμος περί επιβολής κυρώσεων στο Ιράν και τη Λιβύη; νόμος Ντ' Αμάτο |
law, lab.law. | Jobseekers Act | νόμος για όσους αναζητούν εργασία |
polit., law | Judge who acts as Rapporteur | εισηγητής δικαστής |
law | judgment directing a person to do a particular act | απόφαση που επιβάλλει την τέλεση συγκεκριμένων πράξεων |
law | judicial act | δικαστική πράξη |
environ. | juridical act | νομική πράξη |
environ. | juridical act Acts relating to the administration of justice | νομική πράξη |
law, lab.law. | Labour Conditions Act | Νόμος για τις συνθήκες εργασίας |
law, lab.law. | Labour Market Promotion Act | νόμος για την προώθηση της αγοράς εργασίας |
law, social.sc., lab.law. | Labour Market Support Act | νόμος περί του επιδόματος απασχόλησης |
polit., law | lack of competence to act as witness or expert | ανικανότητα μάρτυρα ή πραγματογνώμονα |
law, h.rghts.act. | Land Acts | νόμοι περί εγγείου ιδιοκτησίας |
agric. | land acts | νόμοι σχετικά με την έγγειο ιδιοκτησία |
law | lawful act of war | νόμιμη πράξη πολέμου |
law | lawyer appointed to act for the person concerned | δικηγόρος που ορίζεται για να εκπροσωπήσει τον ενδιαφερόμενο |
law | legal act | δικαιοπραξία |
law | legal act | νομική πράξη της Ένωσης |
gen. | legal act | νομική πράξη |
law | legal act of the Union | νομική πράξη της Ένωσης |
gen. | legality of an act | νομιμότητα ενός μέτρου |
gen. | legality of an act | νομιμότητα μιας πράξης |
law | legally binding act | νομικά δεσμευτική πράξη |
econ. | legislative act EU | νομοθετική πράξη (ΕΕ) |
law | legislative act | νομοθετική πράξη |
polit., law | legislative act + statements | Νομοθετική Πράξη + Δηλώσεις |
law, social.sc. | Local Government Employees' and Public Officials' Pensions Act | νόμος περί συντάξεων εργαζομένων στην τοπική αυτοδιοίκηση και δημοσίων υπαλλήλων |
law, social.sc. | Local Government Employees' Pensions Act | νόμος περί συντάξεων εργαζομένων στην τοπική αυτοδιοίκηση και δημοσίων υπαλλήλων |
patents. | London Act | Πράξη του Λονδίνου του Διακανονισμού της Χάγης για τη διεθνή καταχώριση των βιομηχανικών σχεδίων και υποδειγμάτων |
patents. | London Act | Πράξη του Λονδίνου |
patents. | London Act of the Hague Agreement concerning the International Deposit of Industrial Designs | Πράξη του Λονδίνου |
patents. | London Act of the Hague Agreement concerning the International Deposit of Industrial Designs | Πράξη του Λονδίνου του Διακανονισμού της Χάγης για τη διεθνή καταχώριση των βιομηχανικών σχεδίων και υποδειγμάτων |
law | malevolent act | κακόβουλη πράξη |
law | malicious act | κακόβουλη πράξη |
law | mandatory act | πράξη που συνεπάγεται νομική δέσμευση; πράξη με δεσμευτικό χαρακτήρα ; πράξη με δεσμευτικό αποτέλεσμα |
law | mandatory act | υποχρεωτικό |
fin. | Marrakesh Final Act | Τελική Πράξη του Marrakech |
law, interntl.trade. | Marrakesh Final Act | Τελική Πράξη που περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του Γύρου της Ουρουγουάης |
law, social.sc. | Maternity Grant Act | νόμος περί επιδόματος μητρότητας |
law, social.sc. | Military Accident Act | νόμος περί ατυχημάτων στρατιωτικών |
law | ministerial act | πράξη υπουργικού συμβουλίου |
law | ministerial act | ΠΥΣ |
gen. | mixed act | μεικτή πράξη |
gen. | Monthly Summary of Council Acts | μηνιαίος κατάλογος των πράξεων του Συμβουλίου |
environ. | motivation of administrative acts The underlying reason or cause, a psychological or social factor, that incites or stimulates managers, executives or supervisors to complete tasks that achieve organizational or company goals | αιτιολόγηση αιτιολογικό των διοικητικών πράξεων |
environ. | motivation of administrative acts | αιτιολόγηση αιτιολογικό των διοικητικών πράξεων |
law | Narcotics Act | νομοθεσία ναρκωτικών ουσιών |
law, social.sc., health. | National Health Service Act | νόμος περί εθνικής υπηρεσίας υγείας |
law | National Pensions Act | νόμος περί εθνικών συντάξεων |
law | nationalization act | νόμος περί εθνικοποίησης |
environ. | Nature Conservancy Act 1967 | Νόμος για την προστασία της φύσης |
econ. | non-legislative act EU | μη νομοθετική πράξη (ΕΕ) |
law | non-legislative act | μη νομοθετική πράξη |
law, health. | Non-Medical Practitioners Act | νόμος περί πρακτικών ιατρών |
crim.law., int. law. | Nordic Extradition Act | σκανδιναβικός νόμος περί εκδόσεως |
law | not a proper person to act as witness or expert | ανεπιτηδειότητα μάρτυρα ή πραγματογνώμονα |
law, social.sc. | Notary Insurance Act | νόμος σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση των συμβολαιογράφων |
law, social.sc. | Notary Insurance Act | νόμος περί κοινωνικής ασφαλίσεως των συμβολαιογράφων |
law | notification of a judicial act | κοινοποίηση δικαστικής πράξης |
polit., law | notification of acts | κοινοποίηση των πράξεων |
law, nucl.phys. | Nuclear Non-proliferation Act | Νόμος για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων |
law, el. | Nuclear Non-Proliferation Act | νόμος για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων |
law, social.sc. | Occupational Diseases Act | νόμος περί επαγγελματικών ασθενειών |
environ., min.prod. | Oil Pollution Act | Νόμος περί ρυπάνσεως από πετρέλαιο |
patents. | omitted act | μη διενεργηθείσα πράξη |
law | omnibus act | γενικός νόμος |
law | omnibus act | γενική πράξη |
law, el. | Omnibus Nuclear Proliferation Control Act | πράξη γενικού περιεχομένου για την μη εξάπλωση των πυρηνικών όπλων |
law, fin. | Omnibus Trade and Competitiveness Act | γενικός νόμος για το εμπόριο και τον ανταγωνισμό |
polit., law | order that application of the contested act be suspended | διατάσσω την αναστολή εκτελέσεως προσβληθεισών πράξεων |
law | to order that application of the contested act be suspended | διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως |
law | order that application of the contested act be suspended | διατάσσω την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξεως |
law | ordinary act | απλός τυπικός νόμος |
law, h.rghts.act., social.sc. | paedophile act | πράξη παιδεραστίας |
econ. | papal act | παπικό έγγραφο |
law, social.sc. | Parental Leave Act | νόμος περί γονικής αδείας |
arts., patents. | Paris Act | πράξη των Παρισίων |
law, social.sc. | Pensioners' Housing Allowance Act | νόμος περί επιδόματος στεγάσεως συνταξιούχων |
law, social.sc. | Pensioners' Housing Allowance Act | νόμος περί επιδόματος στέγης για συνταξιούχους |
law, social.sc. | Pensions Act | νόμος περί συντάξεων |
fin. | to perform acts and formalities | διεκπεραίωση των πράξεων και των διατυπώσεων |
med. | Personal Status Act | νόμος για την Ληξιαρχική Πράξη |
law, chem. | Pesticides Act | νόμος περί των βιολογικών παρασιτοκτόνων |
gen. | Plenary Acts Unit | Μονάδα Πρακτικών της Ολομέλειας |
gen. | Population Registration Act | νόμος για την κατάταξη του πληθυσμού |
law, h.rghts.act. | Population Registration Act Repeal Act | Νόμος για την κατάργηση της καταχώρησης κατά φυλές |
law | Privatisation and Reorganisation of Publicly Owned Assets Act | νόμος για την ιδιωτικοποίηση και την αναδιοργάνωση της λαϊκής ιδιοκτησίας |
law | Privatisation and Reorganisation of Publicly Owned Assets Act | νόμος για την ιδιωτικοποίηση και την αναδιοργάνωση της κρατικής ιδιοκτησίας |
law | procedural acts linked with agreements | διαδικαστικές πράξεις που συνδέονται με συμφωνίες |
med. | psychical act | ψυχική ενέργεια |
law, health. | Public Health Service Act | Νόμος για την υπηρεσία δημόσιας υγείας |
gen. | publication of an act | δημοσίευση μιας πράξης |
gen. | publication of an act | δημοσίευση πράξης |
gov. | public-spirited act | πράξη αυτοθυσίας προς το κοινό συμφέρον |
unions. | public-spirited act | πράξη αυτoθυσίας πρoς δημόσιo όφελoς |
gen. | public-spirited act | πράξη αυτοθυσίας που έχει συντελεστεί προς δημόσιο όφελος |
law | punishable act | αξιόποινη πράξη |
crim.law., social.sc. | racist and xenophobic acts | πράξεις ρατσισμού και ξενοφοβίας |
law, econ. | Real Estate Settlement Procedures Act | Νόμος περᆵ Διαδικασιών Διακανονισμού Ακινήτων |
agric. | recurrent agricultural acts and management committees | περιοδικές γεωργικές πράξεις και επιτροπές διαχείρισης |
law | to refrain from acts | απέχω από πράξεις |
environ. | refuse disposal act | νόμος περί διάθεσης απορριμμάτων |
law | Regulatory Administrative Acts | Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις |
law, social.sc. | Rehabilitation Allowance Act | νόμος περί επιδόματος αποκατάστασης |
law | request to act | πρόσκληση πρoς αvάληψη ενεργειών |
law, IT | restricted act | πράξη που υπόκειται σε άδεια του δικαιούχου |
gen. | Revised General Act for the Pacific Settlement of International Disputes | Γενική αναθεωρημένη Πράξη για την ειρηνική επίλυση των διεθνών διαφορών |
law | risk arising from an act of God | κίνδυνοι που πηγάζουν από ανώτερη βία |
law | Road Construction Act | νόμος για την κατασκευή κυρίων αρτηριών |
law | Safe Drinking Water and Toxic Enforcement Act | διάταγμα για την ποιότητα του ποσίμου ύδατος και την τήρηση των ορίων για τις τοξικές ουσίες |
gen. | Seamen's Pensions Act | νόμος περί συντάξεων ναυτικών |
fin. | selection acts | πράξεις επιλογής |
law, fin., social.sc. | Self-Employed Persons' Pensions Act | νόμος περί συντάξεων μη μισθωτών |
law, industr. | Semiconductor Chip Protection Act | νόμος περί προστασίας μικροπλακετών ημιαγωγών |
law, social.sc. | Sickness Benefits Act | χορήγηση επιδόματος ασθενείας |
law, health. | Sickness Insurance Act | νόμος περί ασφαλίσεως ασθενείας |
econ. | Single European Act | Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη |
gen. | Single European Act | Ενιαία Πράξη |
gen. | Single Market Act | πράξη για την Ενιαία Αγορά Ι |
gen. | Single Market Act | Πρώτη Πράξη για την Ενιαία Αγορά |
gen. | Single Market Act I | πράξη για την Ενιαία Αγορά Ι |
gen. | Single Market Act I | Πρώτη Πράξη για την Ενιαία Αγορά |
gen. | Single Market Act II | Δεύτερη Πράξη για την Ενιαία Αγορά |
gen. | Single Market Act II | Πράξη για την ενιαία αγορά II |
gen. | Single Market Act II | Β' Πράξη για την Ενιαία Αγορά |
law, fin. | Slovak Act on the Protection of Economic Competition | κανόνες σλοβακικής νομοθεσίας περί προστασίας του ανταγωνισμού |
busin. | Small Business Act | Πράξη για τις μικρές επιχειρήσεις |
busin. | Small Business Act | "Small Business Act" για την Ευρώπη |
busin. | Small Business Act for Europe | Πράξη για τις μικρές επιχειρήσεις |
busin. | Small Business Act for Europe | "Small Business Act" για την Ευρώπη |
law, social.sc. | Social Security Contributions and Benefits Act | νόμος περί κοινωνικής ασφάλισης και εισφορών |
law, social.sc. | Social Security Contributions and Benefits Act | νόμος περί εισφορών και παροχών κοινωνικής ασφάλισης |
law, social.sc. | Social Welfare Consolidation Act | νόμος περί κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής υπηρεσίας |
social.sc. | Social Welfare Act | διάταγμα περί κοινωνικής ευημερίας |
law, fin. | Special Import Measures Act | ειδικό μέτρο εισαγωγών |
gen. | Special Representative of the European Union to act as Coordinator of the Stability Pact for South-Eastern Europe | Ειδικός Εντεταλμένος της Ευρωπαϊκής Ενωσης που ενεργεί ως Συντονιστής του Συμφώνου Σταθερότητας για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη |
law, social.sc. | Special Support Act | νόμος περί ειδικού βοηθήματος σε ηλικιωμένους ανέργους |
law, social.sc. | Special Support Act | νόμος σχετικά με τις ειδικές παροχές για τα άνεργα ηλικιωμένα άτομα |
law, social.sc. | State Employees' Pensions Act | νόμος περί συντάξεων του δημοσίου |
ed. | stay of execution of the contested act | αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως |
law, lab.law. | stay of execution of the contested act | αναβολή της εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξης |
law | "subordinate" act | "υποκείμενη" πράξη |
gen. | subsequent acts | μεταγενέστερες πράξεις |
gen. | subsequent acts | μετέπειτα πράξεις |
gen. | summary of acts adopted by a written vote | απολογισμός των πράξεων που εγκρίθηκαν από τη γραπτή διαδικασία |
law, fin., social.sc. | Survivors' Pensions Act | νόμος περί συντάξεων επιζώντων |
law, commun. | Telecommunications Act | νόμος περί τηλεπικοινωνιών |
law, commun. | Telecommunications Act 1984 | νόμος περί τηλεπικοινωνιών |
law, fin., social.sc. | Temporary Employees' Pensions Act | νόμος περί συντάξεων εκτάκτων εργαζομένων |
law, crim.law. | terrorist act | πράξη τρομοκρατίας |
law | the act may be referred to the Commission | η πράξη μπορεί να παραπεμφθεί ενώπιον της Επιτροπής |
polit. | the Commission shall act collectively | Η Επιτροπή ενεργεί ως συλλογικό όργανο |
gen. | the Council shall act by a majority of its members | το Συμβούλιο αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών του |
law | the Danish Industrial Court Act of 21 April 1964 Bulletin n 124 | δανικός νόμος για τα εργατικά δικαστήρια της 21ης Απριλίου 1964δελτίο αριθ.124 |
el. | the formation of local corrosion cells in which the carbides act as a cathode | σχηματισμός τοπικών γαλβανικών στοιχείων στα οποία τα καρβίδια ενεργούν σαν κάθοδος |
law, lab.law. | the Holiday Act | νόμος αναφερόμενος στην άδεια μετ'αποδοχών |
law | the Industrial Court under the Danish Act of 21 April 1964 | το εργατικό δικαστήριο που έχει συσταθεί με το δανικό νόμο της 21ης Απριλίου 1964 |
gen. | the institution whose act has been declared void | το όργανο,του οποίου η πράξη εκηρύχθη άκυρη |
gen. | the institution whose failure to act has been declared contrary to this Treaty | το όργανο,του οποίου η παράλειψη εκηρύχθη αντίθετη προς την παρούσα συνθήκη |
gen. | the interpretation of the statutes of bodies established by an act of the Council | η ερμηνεία των καταστατικών των οργανισμών που ιδρύθησαν με πράξη του Συμβουλίου |
patents. | the Protocol forms an integral part of the present Act | το Παράρτημα αποτελεί αναπόσπαστον τμήμα της παρούσης πράξεως |
law | This INSTRUMENT constitutes an act building upon, or otherwise related to, the Schengen acquis within the meaning of Article 4 of the 2005 Act of Accession. | Το παρόν η παρούσα πράξη συνιστά πράξη που βασίζεται στο κεκτημένο του Σένγκεν ή που συνδέεται με αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 4, παρ. 2, της πράξης προσχώρησης του 2005. |
law, environ. | Toepfer Act | Διάταγμα για τη διάθεση των απορριμμάτων από συσκευασίες |
law | tortious act or omission | ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη |
health. | Toxic Substances Control Act | Νόμος περί Ελέγχου των Τοξικών Ουσιών |
law, fin., industr. | Trade, Commerce and Industry Regulation Act | νόμος περί ρυθμίσεως του εμπορίου και της βιομηχανίας |
commer. | Trade Omnibus Act I | Κανονισμός ΕΕ αριθ. 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2014 , για την τροποποίηση ορισμένων κανονισμών σχετικών με την κοινή εμπορική πολιτική όσον αφορά τις διαδικασίες θέσπισης ορισμένων μέτρων |
commer. | Trade Omnibus Act II | Κανονισμός ΕΕ αριθ. 38/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2014 για την τροποποίηση ορισμένων κανονισμών σχετικών με την κοινή εμπορική πολιτική όσον αφορά την ανάθεση κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων |
law | Trusteeship Act | νόμος για την ιδιωτικοποίηση και την αναδιοργάνωση της κρατικής ιδιοκτησίας |
law | Trusteeship Act | νόμος για την ιδιωτικοποίηση και την αναδιοργάνωση της λαϊκής ιδιοκτησίας |
law, social.sc. | Unemployment Allowance Act | νόμος περί επιδόματος ανεργίας |
law, social.sc. | Unemployment Allowance Act | νόμος περί επιδομάτων ανεργίας |
law, social.sc. | Unemployment Allowances Act | νόμος περί επιδόματος ανεργίας |
law, social.sc. | Unemployment Allowances Act | νόμος περί επιδομάτων ανεργίας |
law, social.sc. | Unemployment Insurance Act | νόμος σχετικά με την ασφάλιση ανεργίας |
law, social.sc. | Unemployment Insurance Act | νόμος περί ασφαλίσεως ανέργων |
law | Union act | πράξη της Ένωσης |
obs., law | Union act | κοινοτικό νομοθετικό μέσο |
law, crim.law. | unlawful act | παράνομη πράξη |
law | Viennese Act on dance schools | νόμος περί της παροχής εκπαίδευσης σε κοινωνικούς χορούς |
law | Viennese Act on dance schools | νόμος της Βιέννης περί σχολών χορού |
environ. | waste disposal act Law that settles the rules concerning the disposal, recycling and treatment of wastes | νόμος για τη διάθεση των αποβλήτων |
environ. | waste disposal act | νόμος για τη διάθεση των αποβλήτων |
law, environ. | Waste Disposal Act | νόμος για τη διαχείριση των απορριμμάτων |
law | water act | νόμος περί υδάτων |
law, lab.law. | Working Conditions Act | Νόμος για τις συνθήκες εργασίας |
law, lab.law. | Working Conditions Act | νόμος περί συνθηκών στον τόπο εργασίας |
gen. | Working Party on the Application of the Single Act | Ομάδα Εργασίας "Εφαρμογή της Ενιαίας Πράξης" |
environ. | wrongful act An act contrary to the rules of natural or legal justice | παράνομη άδικη πράξη |
law, environ. | wrongful act | παράνομη άδικη πράξη |
law | wrongful act | λανθασμένη ενέργεια |
law | wrongful act or omission on the part of the Community in the performance of its functions | υπηρεσιακό πταίσμα της Κοινότητας |
environ. | wrongful government act A deed performed by a government official or agent in exercise of police, constitutional, legislative, administrative or judicial powers that infringes upon the rights of another and causes damage, without protecting an equal or superior right | παράνομη άδικη πράξη της κυβέρνησης |
environ. | wrongful government act | παράνομη άδικη πράξη της κυβέρνησης |