English | Greek |
"a" area | περιοχή "α" |
a change in sources of supply | μεταβολή στις πηγές εφοδιασμού |
a common basic price | κοινή τιμή βάσεως |
a common policy in the field of external trade | κοινή πολιτική στον τομέα του εξωτερικού εμπορίου |
a common policy in the sphere of agriculture | κοινή πολιτική στον τομέα της γεωργίας |
a continuous and balanced expansion | συνεχής και ισόρροπη επέκταση της οικονομίας |
a crisis is imminent | επίκειται κρίση |
a fair competition | η ευθύτης στον ανταγωνισμό |
a further elaboration and concretization of the present Report | αναπτύσσω περαιτέρω και δίνω συγκεκριμένη μορφή στην παρούσα έκθεση |
a high level of employment and a stable level of prices | υψηλός βαθμός απασχολήσεως και σταθερότης του επιπέδου των τιμών |
a joint effort undertaken without delay | μία κοινή προσπάθεια η οποία θα αναληφθεί χωρίς χρονοτριβή |
a lead market initiative for Europe | Μια πρωτοβουλία για πρωτοπόρους αγορές στην Ευρώπη |
a level of market prices comparable with the level recorded | επίπεδο τιμών αγοράς συγκρίσιμο με εκείνο που διεπιστώθη |
a natural preference between Member States | μία φυσική προτίμηση μεταξύ των Kρατών μελών |
a non-united Europe | η μη ολοκλήρωση της Eυρώπης |
a product which has not been liberalised | ένα προ2bόν που δεν έχει ελευθερωθεί |
a reference period | περίοδος αναφοράς |
A resource-efficient Europe | αποδοτική, από πλευράς πόρων, Ευρώπη |
A resource-efficient Europe | Μια Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους |
a sector closely linked with the economy as a whole | τομέας στενά συνδεδεμένος με το σύνολο της οικονομίας |
a series of items which constitute a separate unit | σειρά θεμάτων που αποτελούν χωριστή ενότητα |
a standard of living abnormally low | βιοτικό επίπεδο ασυνήθως χαμηλό |
a subsidy on the consumption | επιδότηση στην κατανάλωση |
a table of minimum prices still in force shall be drawn up | συντάσσεται πίνακας των υφισταμένων ακόμη ελαχίστων τιμών |
a zone of monetary stability | μια ζώνη νομισματικής σταθερότητας |
to abandon a claim | παραιτούμαι από απαίτηση |
abnormal pension charges affecting a public enterprise | ευθύνη των εξόδων για μη κανονικές χορηγήσεις συντάξεων που βαρύνουν τις δημόσιες επιχειρήσεις |
access to a profession | πρόσβαση σε επάγγελμα |
to achieve a stage in attaining freedom of establishment | η πραγματοποίηση ενός σταδίου της ελευθερίας εγκαταστάσεως |
acquisition of a monopoly position | απόκτηση μονοπωλιακής θέσεως |
to act in a trust capacity | ενεργώ ως καταπιστευματοδόχος |
activities carried out by a worker | δραστηριότητες εργαζομένου |
activities of an industrial character:activities.of a commercial character | βιομηχανικές δραστηριότητες-εμπορικές δραστηριότητες |
to adopt a uniform attitude | υιοθετούν ενιαία στάση |
adoption of a child | υιοθεσία |
adoption of a law by vote | θέσπιση νόμου |
amendment of a law | αναθεώρηση νόμου |
anti-dumping action on behalf of a third country | μέτρο αντιντάπινγκ για λογαριασμό τρίτης χώρας |
appraise a project | αξιολόγηση σχεδίου |
appreciation of a currency | ανατίμηση του νομίσματος |
appropriations shown under a specific budget heading | πιστώσεις μιας ειδικής γραμμής του προϋπολογισμού |
approximate basic value of a unit of the product | κατά προσέγγιση βασική αξίας μιας μονάδας προϊόντος |
approximate basic value of a unit of the product | βασική τιμή |
assets becoming connected with a permanent establishment | προσάρτηση του ενεργητικού σε μόνιμη εγκατάσταση |
association with a partner | συνεργασία με εταίρο |
basic price multiplied by a coefficient | τιμή βάσεως που πολλαπλασιάζεται επί ένα συντελεστή |
beginning of a slump | σημείο κάμψεως στον οικονομικό κύκλο |
beginning of a slump | αρχή ύφεσης |
break-even point for a bank | "νεκρό σημείο" της τράπεζας |
buildings and construction for which a buyer has been found | κτίρια και κατασκευές για τα οποία έχει βρεθεί αγοραστής |
by enabling a national of to use land and buildings | με την παροχή της δυνατότητος εκμεταλλεύσεως εγγείου ιδιοκτησίας σε υπηκόους... |
by producing a statement of the resources and needs | δια της απογραφής των παραγωγικών δυνατοτήτων και αναγκών |
to capture all the fishes of a pond | εκκενώνω |
to capture all the fishes of a pond | συλλέγω τα ψάρια μιας λεκάνης εκτροφής |
changes in the pattern of the uses of a product in the event of price discrimination | μεταβολές στη διάρθρωση των χρήσεων ενός προϊόντος σε περίπτωση διαφοροποίησης των τιμών |
to circulate to a limited extent | κυκλοφορία σε περιορισμένη έκταση |
claims constituting a form of social benefits | αποζημιώσεις που αποτελούν μορφή κοινωνικών παροχών |
clause to a share of the profits | ρήτρα συμμετοχής στα κέρδη |
commentary on a law | νομοθετικός σχολιασμός |
company from a Member State | εταιρεία κράτους μέλους |
composition of a parliamentary committee | σύνθεση κοινοβουλευτικής επιτροπής |
compulsory by virtue of a statute or regulation | υποχρεωτική βάσει καταστατικών ή κανονισμών |
concentration with a Community dimension | συγκεντρώσεις κοινοτικών διαστάσεων |
to conclude a loan agreement | συνάπτω συμφωνία λήψης/χορήγησης δανείων |
consolidate the estimates in a preliminary draft budget | συγκεντρώνω τις καταστάσεις των προβλεπόμενων εξόδων σε προσχέδιο προϋπολογισμού |
to constitute a means of arbitrary discrimination | αποτελούν μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων |
cost effectiveness of a safeguard system | επίδραση επί του κόστους ενός τεχνικού συστήματος |
Council Decision on the attainment of a high degree of convergence of the economic policies in the Member States of the E.E.C. | Απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την επίτευξη υψηλού βαθμού σύγκλισης των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών |
to count on a reasonable return | έχω ανάλογη απόδοση |
country moving towards a market economy | χώρα υπό μετασχηματισμό |
country moving towards a market economy | χώρα σε μεταβατικό στάδιο |
country moving towards a market economy | χώρα που διέρχεται μεταβατική περίοδο προς την οικονομία της αγοράς |
country moving towards a market economy | χώρες που βρίσκονται σε στάδιο μετάβασης |
country that is undergoing the process of transition to a market economy | χώρα που διέρχεται μεταβατική περίοδο προς την οικονομία της αγοράς |
country that is undergoing the process of transition to a market economy | χώρα σε μεταβατικό στάδιο |
country that is undergoing the process of transition to a market economy | χώρα υπό μετασχηματισμό |
country that is undergoing the process of transition to a market economy | χώρες που βρίσκονται σε στάδιο μετάβασης |
to cover a transaction for reasons of national interest | καλύπτω συναλλαγή για λόγους εθνικού συμφέροντος |
coverage of a current trading loss | κάλυψη τρέχουσας εμπορικής ζημίας |
credit to a frozen account | πίστωση σε δεσμευμένο λογαριασμό |
criterion for a bank's viability | κριτήριο βιωσιμότητας μιας τράπεζας |
criterion of a blanket nature | κριτήριο μη εξομοιωτικό |
current account balance on a cash basis | ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με βάση τις πληρωμές |
current account balance on a transaction basis | ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με βάση τις τελωνειακές στατιστικές; τρέχον ισοζύγιο βάσει συναλλαγών |
current account balance on a transaction basis | τρέχον ισοζύγιο βάσει συναλλαγών |
current account balance on a transaction basis | ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με βάση τις τελωνειακές στατιστικές |
to cut a connection | κόβω τη σύνδεση |
to cut a connection | κόβω την επικοινωνία |
to cut a connection | διακόπτω την επικοινωνία |
to cut a connection | διακόπτω τη σύνδεση |
debt represented by a security | χρέος που αντιπροσωπεύεται από τίτλο |
Declaration of the European Ministers responsible for the Integrated Maritime Policy and the European Commission, on a Marine and Maritime Agenda for growth and jobs | Δήλωση των αρμόδιων για την ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική ευρωπαίων υπουργών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για μια ατζέντα ανάπτυξης και απασχόλησης στους τομείς της θάλασσας και της ναυτιλίας |
deposit on a polluting product | πώληση ρυπαντικού προϊόντος με εγγύηση επιστροφής |
deposits in national currency resulting from a savings scheme or contract | καταθέσεις σε εθνικό νόμισμα που προκύπτουν από πρόγραμμα ή σύμβαση αποταμίευσης |
depreciation of a currency | μείωση της αξίας του νομίσματος |
Diplomatic Conference for the Conclusion of a Treaty on the Protection of Intellectual Property in Respect of Integrated Circuits | Διπλωματική Διάσκεψη για κατάρτιση Διεθνούς Συνθήκης για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας όσον αφορά τα ολοκληρωμένα κυκλώματα |
disinvestment of a banking nature | τραπεζική αποεπένδυση |
document for discussion at a sitting | έγγραφο συνεδρίασης |
economic evaluation of a project | οικονομική αξιολόγηση ενός έργου |
economic life of a project | οικονομική διάρκεια έργου |
effects of aggregation:variation in the composition of a flow | επιπτώσεις της συγκέντρωσης:μεταβολές στη σύνθεση μιας ροής |
to ensure a level playing field | διασφάλιση ισότιμων όρων |
to enter under a budget heading | εγγράφω σε μία γραμμή του προϋπολογισμού |
entitled to a pension | δικαιούχος συντάξεως |
equivalent of the EUA in a Community currency | αντιστοιχία της EΛM σε ένα κοινοτικό νόμισμα |
to establish a system of production quotas | καθορίζει σύστημα ποσοστώσεων της παραγωγής |
estimation on the basis of a single annual enquiry | εκτίμηση με βάση μία μόνο ετήσια έρευνα |
EU roadmap for a low-carbon economy by 2050 | Χάρτης πορείας για τη μετάβαση σε μια ανταγωνιστική οικονομία χαμηλών επιπέδων ανθρακούχων εκπομπών το 2050 |
exception to rights conferred by a patent | εξαίρεση για τα δικαίωματα που απορρέουν από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
expectations of a recession | προσδοκίες για ύφεση; προοπτικές για ύφεση |
expectations of a recession | προσδοκίες για ύφεση |
expectations of a recession | προοπτικές για ύφεση |
expert's report ordered by a court | δικαστική πραγματογνωμοσύνη |
exports and imports of a product | εξαγωγές και εισαγωγές ενός προϊόντος |
to favour a non-destructive form of tourism | υποστήριξη ενός τουρισμού που δεν βλάπτει τη φύση |
fiduciary duty owned by a financial service supplier | αμοιβή για υπηρεσίες θεματοφύλακα καταβαλλόμενη από τους παρέχοντες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες |
Financial assistance for Portugal for a specific industrial development programme | Οικονομική συνδρομή στην Πορτογαλία για ένα ειδικό πρόγραμμα ανάπτυξης της βιομηχανίας |
financing on a floating-rate pure cover basis | χρηματοδότηση με κυμαινόμενο επιτόκιο σε συνδυασμό με την παροχή εγγυήσεων |
to float a loan | εκδίδω δάνειο |
form of a loan | μορφή δανείου' τύπος δανείου |
formation of a party | ίδρυση κόμματος |
to grant a rebate | παρέχω έκπτωση |
to grant a rebate | επιστρέφω χρήματα |
Hellenic Business Development & Investment Company S.A. | Ελληνική Αναπτυξιακή Εταιρία Επενδύσεων Α.Ε. |
hive-off of a reverted kind | αντεστραμμένος διαχωρισμός |
imports paid for in the currency of a third country | εισαγωγές που πληρώνονται σε συνάλλαγμα τρίτης χώρας |
to impute what the price of a new product would have been in the base period | εκτίμηση τιμής ενός νέου προϊόντος κατά την περίοδο βάσης |
in a non-discriminatory manner | αμερόληπτα; χωρίς διακρίσεις |
integrated operation for a single purpose | ωλοκληρωμένη λειτουργία δι'απλούν σκοπόν |
to intervene as a shareholder | επεμβαίνω ως μέτοχος |
intervention of a third party or of a unit other than a household | επέμβαση του τρίτου μέρουςή άλλης μονάδας εκτός από νοικοκυριό |
launching of a product | διάθεση νέου προϊόντος στην αγορά |
laying down a programme | σύνταξη προγράμματος |
laying down a programme | κατάρτιση προγράμματος |
linking to a partner | συνεργασία με εταίρο |
loan furnished as a guarantee | δάνειο που δίδεται ως εγγύηση |
to make a current trading loss | έχω τρέχουσα εμπορική ζημία |
making a comparison of their agricultural policies | η σύγκριση της γεωργικής πολιτικής τους |
making up a programme | κατάρτιση προγράμματος |
making up a programme | σύνταξη προγράμματος |
means of communication at a distance | μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως |
medium and long term assets vis-à-vis the rest of the world | μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες απαιτήσεις έναντι της αλλοδαπής |
members of a company's board of directors | μέλη του διοικητικού συμβουλίου μιας εταιρείας |
members of the armed forces of a foreign country who are stationed in the country | μέλη των ενόπλων δυνάμεων μιας ξένης χώρας που είναι εγκατεστημένα στη χώρα |
misuse of a right | κατάχρηση δικαιώματος |
monopoly supplier of a service | φορέας μονοπωλιακής παροχής υπηρεσιών |
national civilians staying abroad for a period of more than one year | ημεδαποί ιδιώτες που διαμένουν στο εξωτερικό για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους |
national economy as a whole | σύνολο της εθνικής οικονομίας |
net change in financial assets and liabilities vis-à-vis the rest of the world | καθαρή μεταβολή των χρηματοοικονομικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων απέναντι στην αλλοδαπή |
net worth of a group | καθαρή θέση του ομίλου |
net worth of a group | καθαρή περιουσία του ομίλου |
new product,i.e.a product existing only in the most recent period | νέο προϊόν,δηλ.σαν προϊόν που υφίσταται μόνο στην πιο πρόσφατη περίοδο |
Non-legally Binding Authoritative Statement of Principles for a Global Consensus on the Management, Conservation and Sustainable Development of all Types of Forests | νομικώς μη δεσμευτική δήλωση αρχών για μια συναίνεση σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά τη διαχείριση, τη διατήρηση και την οικολογικά βιώσιμη εκμετάλλευση των κάθε τύπου δασών |
not allocated to a sector | χωρίς ταξινόμηση κατά τομέα |
notification of a concentration | κοινοποίηση μιας συγκέντρωσης |
obligation of a private debtor | υποχρέωση χρεώστη του ιδιωτικού τομέα |
offset by a solid element | συγκεκριμένο αντισταθμιστικό στοιχείο |
on a pure cover basis | με βάση τη χρηματοδότηση υπό μορφή εγγυήσεων |
operation and management of a loan | εκτέλεση και διαχείριση λαμβανομένου/χορηγουμένου δανείου |
operator of a means of communication | φορέας μέσου επικοινωνίας |
owner's personal account with a quasi-corporate enterprise | προσωπικός λογαριασμός του εργοδότη σε οιονεί εταιρεία |
paper on a new partnership between the European Union and latin America | ανακοίνωση για "μια νέα εταιρική σχέση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Λατινικής Αμερικής" |
parties to a transaction | συναλασσόμενα μέρη |
passage of a bill | ψήφιση νόμου |
payment for a market service | αμοιβή για εμπορεύσιμη υπηρεσία |
to place a competitive disadvantage at | περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό |
plan for establishing a heavily restructured enterprise | σχέδιο για την ίδρυση πλήρως αναδιαρθρωμένης επιχείρησης |
premiums constituting a form of social contribution | ασφάλιστρα που αποτελούν μορφή κοινωνικής εισφοράς |
proceeds of a loan | προϊόν λαμβανομένου δανείου |
products obtained from a specified technique of production | προϊόντα που λαμβάνονται από μια ορισμένη τεχνική μέθοδο παραγωγής |
profits assigned by employers to their employees on a voluntary basis | κέρδη που εκχωρούν προαιρετικά οι εργοδότες προς τους απασχολούμενους |
project of a cross-community nature | σχέδιο διακοινοτικού χαρακτήρα |
projects of such a size or nature that... | σχέδια που,λόγω της εκτάσεως ή της φύσεώς τους,... |
to promote a harmonious development of economic activities | προάγει την αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων |
promulgation of a law | έκδοση νόμου |
provision for a permanent diminution in value | πρόβλεψη για μόνιμη απομείωση αξίας |
provision for the indemnification of a claim | διάταξη για την αποζημίωση αξίωσης |
provisions governing contracts entered into by bodies dependent on a public authority | ρήτρες που διέπουν τις προμήθειες των οργανισμών του δημοσίου τομέως |
publication of a law | δημοσίευση νόμου |
question put to a minister | επερώτηση |
recognition of a state | αναγνώριση κράτους |
reference to the EC Court of Justice for a preliminary ruling | προδικαστική παραπομπή ΕΚ |
registration of a company | εγγραφή εταιρίας στα μητρώα |
registration of a company | εγγραφή εταιρείας στα μητρώα |
remission of a penalty for delay | απαλλαγή από ποινές λόγω καθυστέρησης |
to require the High Authority to establish a system of quotas | επιβάλλει στην Aνωτάτη Aρχή την καθιέρωση καθεστώτος ποσοστώσεων |
restoring a balance to the world economy | αποκατάσταση της ισορροπίας της διεθνούς οικονομίας |
to restrict the amount of cover for a country | περιορίζω το ποσόν κάλυψης για κάποια χώρα |
to retain a financial claim on | διατηρώ απαίτηση σε |
retroactivity of a law | αναδρομικότητα του νόμου |
re-use under a budget heading | επαναχρησιμοποίηση |
revenue value of a unit of irrigation water | προσοδιακή αξία μονάδος όγκου αρδευτικού ύδατος |
Roadmap for moving to a competitive low carbon economy in 2050 | Χάρτης πορείας για τη μετάβαση σε μια ανταγωνιστική οικονομία χαμηλών επιπέδων ανθρακούχων εκπομπών το 2050 |
scientific and technical support of a competitive nature | επιστημονική και τεχνική υποστήριξη ανταγωνιστικής φύσης |
to secure for the transPort undertakings a properly balanced financial position | εξασφαλίζουν την οικονομική ισορροπία των επιχειρήσεων μεταφορών |
security of a participating nature | συμμετοχικοί τίτλοι |
security of a participating nature | τίτλοι συμμετοχής |
security of a participating nature | νομικός τίτλος |
security of a participating nature | τίτλος συμμετοχής συμμετοχικός τίτλος |
self-balancing scheme on a year to year basis | ισοσκελισμός αφεαυτού σε ετήσια βάση |
selling at a loss | πώληση επί ζημία |
services supplied on a market or a non-market basis | υπηρεσίες που μπορεί να είναι εμπορεύσιμες και μη εμπορεύσιμες |
sight and short term assets vis-à-vis the rest of the world | απαιτήσεις όψης και βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις έναντι της αλλοδαπής |
sold at a steady rate | σταθερός ρυθμός πώλησης |
Statute for a European public limited-liability company | καταστατικό της ευρωπαϊκής εταιρείας |
stratification of a population | διαστρωμάτωση τoυ πληθυσμoύ |
supply of a service | παροχή υπηρεσίας |
to take a carbon copy | ξεσηκώνω σχέδιο |
to take a carbon copy | αντιγράφω σχέδιο |
tax refunds made as a result of over-payments | επιστροφές φόρων λόγω καταβολής μεγαλύτερου ποσού |
taxation of such a nature as to afford indirect protection to other products | φόροι, η φύση των οποίων οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων προϊόντων |
termination of a contract | καταγγελία συμβάσεως |
terms of a loan | όροι λήψης/χορήγησης δανείου |
the adoption of a common policy | η θέσπιση κοινής πολιτικής |
the Commission shall propose a procedure for revising these criteria | η Eπιτροπή προτείνει μία διαδικασία αναθεωρήσεως των κριτηρίων αυτών |
the Community is confronted with a period of manifested crisis | η Kοινότης ευρίσκεται ενώπιον περιόδου έκδηλης κρίσεως |
the creation of a European Reserve Fund | δημιουργία Ευρωπαϊκού Αποθεματικού Ταμείου |
the monetary unit is neither a stable nor an international standard | μονάδα μέτρησης που δεν είναι ούτε σταθερή ούτε αποτελεί διεθνές μέτρο |
the person providing a service may, in order to do so | εκείνος που παρέχει υπηρεσία δύναται για την εκτέλεση αυτής... |
time the first transfer of a financial asset is made | χρονική στιγμή που πραγματοποιείται η πρώτη μεταβίβαση μιας απαίτησης |
total c.i.f.value of all the goods actually imported by a country | συνολική αξία cif όλων των αγαθών που πραγματικά εισάγονται από μια χώρα |
total outstanding exposure for a country | συνολική εκκρεμούσα έκθεση σε κάποια χώρα |
transferable securities carrying voting rights in a company | κινητές αξίες οι οποίες παρέχουν δικαιώματα ψήφου εντός μιας εταιρείας |
to transform part of the loan into a direct grant | μετατρέπω μέρος του δανείου σε άμεση επιχορήγηση |
transition toward a market-oriented economy | μετάβαση στην οικονομία της αγοράς |
unconditionally guaranteed by a public entity | με εγγύηση άνευ όρων από δημόσιο φορέα |
unit of account based on a basket of Community currencies | λογιστική μονάδα βασιζόμενη σε δέσμη κοινοτικών νομισμάτων |
units characterised by a unique activity | μονάδες που χαρακτηρίζονται από μια μοναδική δραστηριότητα |
unproductive period of a process | αντιπαραγωγική περίοδος μιας διαδικασίας |
to use the ECU as a means of settlement | χρησιμοποίηση του ECU ως μέσου διακανονισμού |
utility of a good | χρησιμότητα ενός αγαθού |
valuation with a view to sale | αξιολόγηση πριν από την πώληση |
vote on a text as a whole | δεσμευμένη ψηφοφορία |
while allowing consumers a fair share of the resulting benefit | εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει |
Working Group on the Printing and Issuing of a European Banknote | Ομάδα "Εκτύπωση και ´Εκδοση Ευρωπαϊκού Τραπεζογραμματίου" |