DictionaryForumContacts

   English
Terms containing A T & T | all forms
SubjectEnglishGreek
life.sc.A.T.αστρονομικό λυκόφως
transp.A.T.C.αυτόματη διάταξη ακινητοποίησης των αμαξοστοιχιών
transp.A.T.C.αυτόματη συσκευή ακινητοποίησης των αμαξοστοιχιών
transp.A.T.C.αυτόματη ακινητοποίηση των αμαξοστοιχιών
transp.A.T.O.M.I.Cαυτόματη λειτουργία συρμών με την βοήθεια μικρο-υπολογιστή
industr., construct., chem.making a T-joint using a heated toolσυγκόλληση T με θερμαινόμενο εργαλείο