DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing ϊ | all forms | exact matches only
EnglishGreek
c.i.f.unit valueαξία cif ανά μονάδα
c.i.f.value of the imported goodsαξία cif των εισαγόμενων αγαθών
forwarding imported goods beyond the c.i.f.valuation pointδιακίνηση των εισαγομένων αγαθών πέρα από το σημείο αποτίμησης cif
imports valued c.i.f.με βάση τον τρόπο αποτίμησης των εισαγωγών αγαθώναξία cif
new product,i.e.a product existing only in the most recent periodνέο προϊόν,δηλ.σαν προϊόν που υφίσταται μόνο στην πιο πρόσφατη περίοδο
total c.i.f.value of all the goods actually imported by a countryσυνολική αξία cif όλων των αγαθών που πραγματικά εισάγονται από μια χώρα
ultimate beneficiary,i.e.the person whose injury or damage is indemnifiedτελικός δικαιούχος,δηλ.το πρόσωπο του οποίου ο τραυματισμός ή η ζημία αποζημιώνεται