DictionaryForumContacts

Morphology analysis
σφιγκω (1) | Verb
1 σφιγκω
2 εσφιγκα
3 σφιγκε
4 σφιγκεις
5 εσφιγκες
6 σφιγκε
7 σφιγκει
8 εσφιγκε
9 σφιγκε
10 σφιγκουμε
11 σφιγκαμε
12 σφιγκεtε
13 σφιγκεtε
14 σφιγκαtε
15 σφιγκεtε
16 σφιγκουν
17 εσφιγκαν
18 εtεσφιγκω
19 εσφιγκα
20 σφιγκεις
21 εσφιγκες
22 σφιγκε
23 σφιγκει
24 εσφιγκε
25 σφιγκε
26 σφιγκουμε
27 σφιγκαμε
28 σφιγκtε
29 σφιγκεtε
30 σφιγκαtε
31 σφιγκtε
32 σφιγκουν
33 εσφιγκαν
34 tεσφιγκει
35 σφιγκει
36 σφιγκει
37 σφιγκει
38 σφιγκει
39 σφιγκει
40 σφιγκει
41 σφιγκει
42 σφιγκει
43 σφιγκει
44 σφιγκει
45 σφιγκει